Καθ’ όλη την διάρκεια της Δευτέρας 5 Ιουλίου 1943, ενώ το αεροδρόμιο του Καστελλίου κάπνιζε ακόμα, οι γερμανοί έκαναν συλλήψεις από τα χωριά της γύρω περιοχής. Οδηγούσαν τους συλληφθέντες στο φρουραρχείο στο Καστέλλι, από εκεί με τα πόδια στο χωριό Αποστόλοι και τελικός προορισμός ήταν ένα χωράφι στην περιοχή των Πεζών, συρματοπλεγμένο. Συγκεκριμένα το χωράφι με τους ομήρους βρισκόταν στις Αγιές Παρασκιές στην περιοχή Διακονιάρης. Εκεί συγκέντρωσαν 190 άτομα, όλα από την Πεδιάδα. Διάλεξαν ορισμένους ύποπτους (για τους Γερμανούς ) και τους οδήγησαν για ανάκριση στην Γκεστάπο του Ηρακλείου. Το βράδυ της 5ης Ιουλίου τους έκλεισαν στη στοά Μακάση, κάτω από τον σημερινό τάφο του Νίκου Καζαντζάκη. Τα ξημερώματα της 6ης Ιουλίου και στις 5.25 η ώρα, εκτέλεσαν 19 πατριώτες στην περιοχή Καμίνια. Στην στοά Μακάση είχαν οδηγήσει και συλληφθέντες που βρισκόταν στα χέρια τους και ήταν κλεισμένοι στις φυλακές.
Ο αρχικός κατάλογος περιείχε 20 ονόματα αλλά το τελευταίο είναι σβησμένο με μολύβι και είναι δυσανάγνωστο.
Οι Γερμανοί για να συμπληρώσουν τον αριθμό 20, εκτέλεσαν και 6 Ελληνοεβραίους του Ηρακλείου.
Το έγγραφο της εκτέλεσης υπογράφει ο ίδιος ο Μύλλερ και έχει ημερομηνία 5 Ιουλίου 1943.
Αυτή η εκτέλεση, αν και ο αριθμός των εκτελεσμένων είναι μεγάλος, δεν αναφέρεται πουθενά και ποτέ με σαφήνεια.
Το έγγραφο της εκτέλεσης μου παρέδωσε ο γερμανός καθηγητής Πανεπιστημίου Δρ. Μάρτιν Ζέκεντορφ, που έχει γράψει το βιβλίο: “Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό”.
Για τις συλλήψεις και την τύχη των συλληφθέντων μιλά ο Μιχάλης Πετρουγάκης από το Μουχτάρω, ο οδηγός του Λάσσεν, που και ο ίδιος είχε πέσει στα χέρια των γερμανών, μετά την φυγή του Λάσσεν και την επιστροφή του στο αλώνι του πατέρα του.
…εμείς με το Μανόλη το Κριτσωτάκη εγυρίσαμε στο χωριό και εγώ επήγα στο αλώνι του πατέρα μου και αυτός στο δικό τους αλώνι. Ο κόσμος ήλαμπε, οι προβολείς των Γερμανών ήταν όλοι αναμμένοι. Μια πενηνταριά μέτρα από τη γυρίστρα του αλωνιού μας ήταν ένας προβολέας και γύριζε πότε - πότε κατά το χωριό. Άμα ήθελε να φέξει προς το μέρος μας επέφταμε χάμω μέχρι που άλλαζε κατεύθυνση. Σιγά-σιγά φτάσαμε στα αλώνια. Εκάτσαμε και βλέπαμε τσι φωτιές μέσα από το αεροδρόμιο. Αεροπλάνα εκαίγουνταν, βενζίνες, προβολείς, πυροβολισμοί, ένα πανδαιμόνιο εγίνουνταν. Δεν εμπορούσαμε να κοιμηθούμε από την υπερένταση. Και το αλώνι του Μανόλη ήταν κοντά στο δικό μας. Ο πατέρας μου εκοιμούντονε και άμα με άκουσε εξύπνησε και με ρώτηξε :
-Μωρέ πού ήσουνε ;
-Ε, κάπου, του λέω, κοιμήσου εσύ. Επήγα για λαγούς. Στεμένα τέλια έχω, του’πα στα ψέματα βέβαια.
Ο πατέρας μου είδε κι αυτός τις φωτιές και άκουσε την φασαρία και με ρωτούσε :
- Ήντά’ναι μωρέ τουτανέ;
- Στρατός είναι, γυμνάσια κάνουνε του’πα.
Λίγο πριν να ξημερώσει με ξύπνησε και μου είπε να πάμε να θερίζομε. Εγώ όμως ήμουνα γραμμένος στην δεκαπενταμερία για το αεροδρόμιο και δεν πήγα. Μόλις ήφυγε ο πατέρας μου εγώ ξανακοιμήθηκα. Ήμουνε κουρασμένος.
Το πρωί είχανε ζώσει οι Γερμανοί το χωριό. Κοντά μου ήταν ένας σκοπός Γερμανός. Απέναντι ένας άλλος. Εγώ έκανα τον κοιμισμένο. Τους έβλεπα όμως. Ήρθε του Καρπέρη από το Διαβαϊδέ ο πεθερός να δέσει τα ζώα του στο χωράφι και ο Γερμανός του’πε να πάει στην εκκλησία. Ο άνθρωπος λέει στο Γερμανό :
-Άσε με να δέσω τα οζά και μετά δα πάω !
Ο Γερμανός ήρθε κοντά μου και βάδιζε πάνω-κάτω. Εγώ έκανα πως κοιμούμαι αλλά τον έβλεπα. Ο απέναντι Γερμανός του λέει:
-Δεν τονε θωρείς ετούτο που κοιμάται μπροστά σου;
Τα δεμάτια ήτανε βγαρμένα από τη μεριά του και μ’ έβλεπε.
Ο Γερμανός του απάντησε :
-Εδά θα τονε σηκώσω !
Μου χτύπησε στα πόδια και είπε να πάω στην εκκλησία. Με τον ίδιο τρόπο πιάσανε και τον Κριτσωτάκη. Αυτός όμως δεν ήταν μέσα στον κλοιό και μπορούσε να φύγει. Δεν ξέρω γιατί δεν έφυγε. Επήγαμε στην εκκλησία και από κει μας πήγανε στον Άγιο Νεκτάριο, πάνω από είκοσι άτομα, όλα από το χωριό το Μουχτάρο.
Μας είχανε εκιά στα κανόνια μέχρι τσι τέσσερις η ώρα. Μας επήρανε και μας πήγανε στο Καστέλι στο φρουραρχείο. Εκεί που είναι σήμερα το φαρμακείο του Φραγκίσκου.
Από εκεί μας παίρνουνε και μας πάνε στους Αποστόλους με τα πόδια. Ήρθανε δυο νταλίκες, ρυμουλκά. Εξεχωρίσανε κάμποσους, εμένα τον Κριτσωτάκη, τον Μιχάλη τον κουτσό, τον Γκρύο που λέγανε στο Καστέλι (Καπετανάκης Γιώργης ), τον Μετοχιανάκη από το Λιλιανό και μερικούς άλλους και μας πήγανε με τσι νταλίκες στα Πεζά. Εκεί ήτανε άλλο στρατόπεδο.
Εκεί που είναι το εργοστάσιο είχαν τυλίξει με σύρματα ένα λιόφυτο και μας βάλανε μέσα. Ήτανε πολλοί μέσα στα σύρματα.
Στην πόρτα μας επαίρνανε τα στοιχεία, μας εμετρούσανε και βάλανε ύστερα δυο αυτοκίνητα και μας πήγανε στην Γκεστάπο στο Ηράκλειο. Στο ένα αυτοκίνητο είμαστε από δω από την περιοχή πέντε άτομα. Εγώ, ο Κριτσωτάκης, ο Μιχάλης ο Σταυρακάκης, ο Μετοχιανάκης ο Μανόλης (αυτός ήτανε παιδί ), και ο Γκρύος ( Καπετανάκης Γιώργης ).
Μας εβάζανε μέσα ένα-ένα και μας κάνανε ερωτήσεις. Εμένα με ρωτήξανε αν ξέρω πράμα για το φόνο λέει δυο Γερμανών στο αεροδρόμιο. Μου λένε:
-Εχθές το βράδυ έγινε σαμποτάζ στο αεροδρόμιο του Καστελλίου και σκοτωθήκανε δυο στρατιώτες. Γνωρίζεις τίποτα;
-Πράμα δε ξέρω τους είπα. Άκουσα φασαρία αλλά είπα στρατός είναι, ασκήσεις κάνουνε, δε δώσαμε σημασία.
Μόλις ετελείωσε η ανάκριση μας πήρανε και μας πήγανε στην Όαση, στα τείχη σε μια στοά. ( Η σημερινή στοά Μακάση ).
Τα ξημερώματα φανήκανε οι Γερμανοί στην πόρτα και φωνάζανε ονόματα. Όποιος άκουγε το όνομά του έβγαινε έξω και τον παίρνανε οι Γερμανοί. Ο Μιχάλης ο Σταυρακάκης ήξερε γερμανικά και είπε στον Γκρύο ( Καπετανάκη Γιώργο ) :
-Να πεις στη μάνα μου και στις αδερφές μου ότι εμένα θα με σκοτώσουνε. Εσένα όχι. Να μη στενοχωρηθούνε.
Αυτά τα άκουσα με τα αυτιά μου και τα είπε. Ο Γερμανός που διάβαζε τα ονόματα κρατούσε και ένα φανάρι για να βλέπει να διαβάζει. Στο τέλος επόμεινα εγώ μέσα και μερικοί άλλοι ακόμη. Έλεγα από μέσα μου : “Αυτούς θα τους αφήσουνε και εμένα δα με σκοτώσουνε”. Ελαχταρούσα και γω να διαβάσουνε το όνομά μου.
Ο Γερμανός όταν τελείωσε το διάβασμα των ονομάτων μας είπε:
-Εσείς που δεν ακούσατε το όνομά σας να μείνετε εδώ !
Επέρασε μια ώρα και μας βγάλανε. Είχε ξημερώσει καλά. Μας επήρανε και μας πήγανε στον ίδιο τόπο που είχαμε πάει αφ’εσπέρας στην Γκεστάπο. Ειδοποιήσανε την δική μας αστυνομία να μας πάρει και να μας πάει στα Πεζά πάλι. Μας βάλανε χειροπέδες και με τα πόδια βαδίζαμε προς την Καινούρια Πόρτα. Εξάνοιγα μήπως δω κανένα γνωστό μου.
Είχε έρθει ο αδερφός μου με τον Ανδρουλάκη για να δουν τι θα απογίνομε. Εξάνοιγα μήπως τσι δω αλλά δεν τους είδα.
Βλέπω ξαφνικά ένα γνωστό μου, Μανόλη τον λέγανε. Κάνει έτσι και μας βλέπει, μας είχανε δεμένους με τον Γκρύο μαζί. Δεν μας έδωσε σημασία. Του φώναξα :
- Μανόλη !!! Όμηρος μωρέ είμαι !
Άμα είπα τη λέξη όμηρος, πότε βρέθηκε τόσος λαός και γεμίσανε τα σοκάκια και μας κοιτάζανε.
Εκιά παρακάτω στέκει ο Μαντηλάρης με το αυτοκίνητό του και ο χωροφύλακας του λέει :
-Να βάλεις αυτούς τους ανθρώπους στην καρότσα να τσι πας στα Πεζά. Την άλλη μέρα ακούστηκε πως ετουφεκίσανε οι Γερμανοί 20 άτομα και τσι δικούς μας μαζί. Τον Μανόλη τον Κριτσωτάκη, τον Μιχάλη τον Σταυρακάκη και τον Μετοχιανάκη. Ήτανε Τρίτη 6 Ιουλίου 1943. Το σαμποτάζ εγίνηκε την πρώτη Κυριακή του Ιουλίου τα μεσάνυχτα ξημερώματα Δευτέρας. 4-5 Ιουλίου 1943.
Οι Γερμανοί δώκανε τα ρούχα του Μανόλη του Κριτσωτάκη του αδερφού μου να τα κρατεί στον πατέρα του στο χωριό.
Ο αδερφός μου είχε πάει να ρωτήσει για μας τι απογίναμε και οι Γερμανοί δώσανε τα ρούχα του Μανόλη. Πρέπει να είχε και ένα σημείωμα όπως έλεγε αργότερα ο αδερφός μου.
Το σημείωμα έγραφε :
Εκτελούμαι χωρίς καμιά αιτία .
Μάθαμε πως για τελευταία τους επιθυμία τους δώσανε ένα χαρτί να γράψουνε ότι θέλουνε.
Στα Πεζά μείναμε δυο τρεις μέρες και ύστερα μας αφήσανε.
Στην λίστα των εκτελεσμένων, στο νούμερο 7 βρίσκεται το όνομα του Μετοχιανάκη Μιχάλη από το Λιλιανό. Οι γερμανοί τον στήσανε στο απόσπασμα, αν και ήταν μόνο 20 χρονών.
Δυο αδερφές του βρίσκονται στην ζωή και σήμερα μένουν στο Λιλιανό, η Ζαχαρένια Μετοχιανάκη – Μπουλουκάκη και η Μαρία Μετοχιανάκη. Η Ζαχαρένια Μετοχιανάκη λέει για τον αδερφό της :
Εκείνο το βράδυ εκούσαμε τση σειρήνες και μεγάλους κρότους από βόμβες. Εβλέπαμε κι ήλαμπε ο κόσμος. Είχανε πάρει φωτιά τα καύσιμα τω γερμανώ. Εμείς είμαστε στο σπίτι του πατέρα μας. Επαδέ στο χωριό. Ο αδερφός μου άμα ήκουσε τση ανατινάξεις ήφυγε κι επήγε στ’αλώνι. Το χωριό γεμάτο γερμανούς. Επήγε στ’αλώνι με ένα γέρο μαζί, τον Μπριτζολογιώργη, του Μιχάλη του Μαραυγάκη τον παππού. Ο γέρος του λέει :
-Έλα Μιχαλιό παιδί μου να πάμε πιο πάνω στο κεφάλι να μη μας πιάσουνε οι γερμανοί.
-Έ μπάρμπα, εδά θα μας επιάσουνε οι γερμανοί ;
Οι Γερμανοί επιάσανε τον Μιχάλη το Μπελά που κοιμούντανε στ’αλώνι και τον αδερφό μας το Μιχάλη. Την νύχτα αμέσως τση πιάσανε. Ο Μπριτζολογιώργης ήπεσε χάμε και οι γερμανοί δεν τον είδανε και δεν τον πιάσανε.
Τον επήγανε το Μιχάλη μας στση Αποστόλους. Το πρωί οι γερμανοί εκάνανε κι άλλες συλλήψεις από το χωριό. Τον Γιάννη Γκαλανάκη, Κωστή Μαραυγάκη, Μανόλη Μαραυγάκη ή Μακρύ Μανόλη. Όλους τση πήγανε στση Αποστόλους.
Το μεσημέρι τση πήγανε από τση Αποστόλους στση Αγιές Παρασκιές. Τελευταία τονε βάλανε στο αυτοκίνητο μαζί με ένα Μανουρά από το Αρκαλοχώρι και τον επήρανε στο Ηράκλειο. Μας είπανε ύστερα ότι τση σκοτώσανε στο Ξεροπόταμο στο Ηράκλειο.
Όντε μας εφέρανε το χαμπέρι ότι εσκοτώσανε τον αδερφό μου οι γερμανοί, εκλαίγαμε κι εβγάναμε τα μαλλιά μας κι εγυρίζαμε τση δρόμους του χωριού. Με βλέπει ένας γερμανός και μου λέει γιατί κλαίω. Τον ήρπαξα από το μπέτη και τονε ταρακούνησα.
-Γιατί μου σκοτώσετε τον αδερφό μου ;
Μου λέει ότι δεν τον εσκότωσα εγώ. Αν ήμουνε κακός άνθρωπος ήθελα να σε σκοτώσω και σένα. Τάξε γιατί τονε πλούμισα.
Εχάσαμε τον αδερφό μας κι ήτανε μικιός, 20 χρονών παλικάρι.
συνεχίζεται