Στο Νιπιδιτό χωρίζουν ο Λάσσεν με τον Ζωγραφάκη. Τον Λάσσεν έρχονται και παίρνουν ο Τζουανάκης Λευτέρης ή Γαζέπης από το Αμαριανό με τον Μανόλη τον Κριτσωτάκη από το Μουχτάρω.

Τον οδηγούν σε ένα αμπέλι όπου το βράδυ ο Λάσσεν με τον δεκανέα Τζόουνς και με οδηγούς τον Μανόλη Κριτσωτάκη και Μιχάλη Πετρουγάκη θα μπουν στο αεροδρόμιο από τα δυτικά.

Ο Κίμωνας με τον λοχία Νίκολσον και τον δεκανέα Γκρέιβς θα βαδίσουν μόνοι τους πια ( αφού ο Κίμωνας ξέρει τον δρόμο ).

Περνούν κάτω από το χωριό Γεράκι και φτάνουν στην περιοχή Κεφάλα – Ατσιπαράς του χωριού Διαβαϊδέ.

Από το σημείο αυτό το βράδυ με συνοδούς τον Γιάννη Μπαντουβά και τον Τζουανάκη Γιώργο ή Κόκκινο, θα κατευθυνθούν και θα μπουν στο αεροδρόμιο.

Μετά την παγίδευση των αεροπλάνων, των καυσίμων και των ορυκτελαίων, παίρνουν γρήγορα το δρόμο του γυρισμού. Στο αεροδρόμιο έχει σημάνει συναγερμός, οι προβολείς ανάβουν κάνοντας την νύχτα μέρα, οι εκρήξεις αρχίζουν και γενικά επικρατεί χάος. Ο Μπαντουβογιάννης με τον Κόκκινο φεύγουν για το Αμαριανό, το ίδιο κάνουν και οι σαμποτέρ.

ΑΜΑΡΙΑΝΟ

Στο Αμαριανό ο Κίμωνας έχει σκοπό να χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του Ψαροκυριάκου. Το σπίτι του Ψαροκυριάκου είναι στην δυτική πλευρά του χωριού. Κάνει λάθος όμως και χτυπά την πόρτα του διπλανού σπιτιού. Χτύπησε την πόρτα της Παρασκευής Παπαδάκη. Η Παρασκευή ή Παρασκή Παπαδάκη ζει σήμερα στο Αμαριανό και μας λέει :

…ακούγαμε από την μεριά του αεροδρομίου μεγάλη φασαρία και βόμβες. Εβγήκα στο παραθύρι να ξανοίξω. Μόνο λάμψεις εβλέπαμε.

Εγύρισα μέσα στο σπίτι και ξαφνικά ήκουσα στη πόρτα χτύπους δυνατούς. Λέω Παναγία μου κι ήντά’ναι τουτονέ ; Δεν εκούνησα από μέσα αλλά οι χτύποι εγινόντανε πιο δυνατοί. Αποφασίω να πάω ν’ανοίξω. Βλέπω στη πόρτα τρεις νομάτους με στρατιωτικά ρούχα. Ξανοίγω τση και τση ρωτώ ήντα θένε.

-Επαδά είναι το σπίτι του Ψαροκυριάκου ; με ρωτούνε.

Όχι τοσε λέω. Αποκάτω είναι. Και παίρνω τση και τση πάω στου Ψαροκυριάκου και τος ήνοιξε η Ψαροκυριάκαινα. Την άλλη μέρα η Ψαροκυριάκαινα μού’πε ότι ήτονε εκινιά που κάψανε το αεροδρόμιο, ο γιος του Ξηρούχη ο Κίμωνας.

Ο Κίμωνας χτυπά την πόρτα του σπιτιού του Ψαροκυριάκου και του ανοίγουν η Ψαροκυριάκαινα, η κόρη της η Ελευθερία και η νύφη της Άννα.

Η Ελευθερία Ψαράκη – Τζιμπιμπάκη ζει στο Καστέλλι, είναι μια από τις λίγες γυναίκες που αντίκρισαν τους σαμποτέρ και περιγράφει πολύ παραστατικά εκείνη την σκηνή.

Διήγηση Ελευθερίας Ψαράκη – Τζιμπιμπάκη

Εκείνη τη νύχτα έφεγγε όλος ο κόσμος, ακούγαμε που εκαιγόντανε το αεροδρόμιο. Εφοβηθήκαμε γιατί όποτε γινότανε κάτι στο αεροδρόμιο ερχότανε εδώ οι γερμανοί και ψάχνανε.

Μια στιγμή ακούμε και χτυπά η πόρτα. Ανοίγομε και μπαίνει ένας μέσα ντυμένα παράξενα. Έτρεχε ο ιδρώτας από τα μαλλιά του από παντού κάτω, κουτσουνάρα. Μας λέει :

-Πού’ναι ο Κυριάκος ;

Εμείς επειδή κυνηγούσανε οι γερμανοί τον πατέρα μου τονε νομίσαμε για γκεσταμπίτη και δεν του λέγαμε. Του λέγαμε ότι λείπει δεν και δεν ξέρομε αν είναι ζωντανός.

-Αφήτε τα αυτά, μας λέει. Εχθές ήμουνε μαζί με τον Κυριάκο.

Αν με πιάσουνε οι γερμανοί εδώ θα κάψουνε όλη την Πεδιάδα. Πέτε μου λοιπόν που’ναι ο Ψαροκυριάκος !

Εμείς δεν του λέγαμε τίποτα. Ξαφνικά αρπάζει από κάτω ένα σταμνάκι Θραψανιώτικο που’χαμε με νερό και το γυρίζει απάνω και άρχιξε να πίνει. Όπως έπινε το νερό έτρεχε απάνω του και χύνουντανε χάμω. Με τα πολλά μας λέει ότι είναι από την περιοχή μας, ντόπιος από τα μέρη μας. Δε μας είπε ότι είναι ο Κίμωνας του Ξηρούχη και εγώ τον Κίμωνα δεν τον εγνώριζα, δεν τον είχα δει ποτέ μου. Όταν επειστήκαμε ότι είναι δικός μας, τον παίρνομε να τον βγάλομε έξω από το χωριό, να πάει στου πατέρα μου. Όταν εφτάσαμε έξω από το σχολείο φωνάζει δυνατά :

-Γιάννη !

Πετιούνται δυο απάνω, εγώ τση πέρασα για γερμανούς. Εσίμωσε ο Κίμωνας και μου λέει ότι είναι Άγγλοι, δεν είναι γερμανοί.

Επήγαμε στο αλώνι μας, δεν ήτονε ο πατέρας μου εκεί. Τους πήρα και τση ανέβασα από τον Αφέντη Χριστό πιο πάνω. Εκεί ήτανε ένας θείος μου, Βασιλινικόλη τονε λέγανε, αδερφός τση μάνας μου. Εσκέφτηκα να του τση πάω να τση ανεβάσει στη μάντρα μας. Η μάνα μου και η Άννα εμείνανε και δεν ήρθανε. Ούτε το θείο μου βρήκα. Το βουνό από τις ανατινάξεις του αεροδρομίου έφεγγε. Τοσε δείχνω ένα λαγκάδι και τος ορμήνεψα να πάρουνε το λαγκάδι και όπου γαβγίσουνε σκυλιά εκεί είναι η μάντρα μας. Μη φοβηθείτε μόνο να πλησιάσετε, εκεί είναι οι δικοί μας αθρώποι. Και γύρισα πίσω.

Ο Κίμωνας με τους συντρόφους του φτάνουν στην μάντρα του Ψαροκυριάκου. Του δίδει ένα σημείωμα να το παραδώσει στον πατέρα του Γιώργη Ζωγραφάκη. Ο Ψαροκυριάκος φωνάζει τον γιο του Ψαρομανόλη και ο Ψαρομανόλης τους οδηγεί στην μάντρα των Γκιαούρηδων στις γερακιανές μαδάρες, στην τοποθεσία Σαρακηνό.

Διήγηση Ψαράκη Μανόλη ή Ψαρομανόλη

Οι Άγγλοι ήρθανε επαέ με τον Κίμωνα. Δυο Άγγλοι κι αυτός.

Μαζί τους ήτονε και ο Μπαντουβογιάννης.

Μας ειδοποιήσανε εμάς να τσι τροφοδοτήσομε. Εμείς τσι πήγαμε στην Κεφάλα απάνω από τον Ατσιπαρά.

Εκεί τσι τροφοδοτήσαμε. Εγώ ο ίδιος επήγα και τσι τροφοδότησα. Εμαγερεύγανε στο σπίτι μας οι αδερφές μου και η μάνα μου και τους πήγαμε φαγητό.

Από την Κεφάλα εθέλανε να πάνε στο αεροδρόμιο. Ο χωριανός μας ο Γιώργης ο Τζουανάκης ήτονε στην οργάνωση στην εφεδρεία. Αυτός εδούλευε στα έργα στο αεροδρόμιο. Είπανε οι Άγγλοι με τον Κίμωνα ότι θέλομε ένα οδηγό να μας πάει στο αεροδρόμιο.

Τους είπαμε ότι μόνο ο Γιώργης κάνει που ξέρει και το μέρος από πού να σας πάει.

Ο Γιώργης ο Τζουανάκης εδέχτηκε και τσι πήγε.

Αλλά μετά το σαμποτάζ έπρεπε να’ ρθούνε πάλι στην Κεφάλα και εγώ να τσι πάρω να τσι πάω στη μάντρα του πατέρα μου και από κει στο Σαρακηνό από πάνω από το Γεράκι.

Δεν ξέρω πως το κάνανε και χάσανε τσι επαφές τους με το Τζουανάκη.

Μας είχανε πει ότι αν τους συλλάβουνε μέσα στο αεροδρόμιο δεν έχομε καμία ευθύνη. Αν πιαστούνε απ’όξω να τους βοηθούμε εμείς θα περνούσαμε στρατοδικείο και θα μας εκτελούσανε.

Άμα χάσανε τσι επαφές τους εκατατοπιστήκανε φαίνεται από το Κίμωνα και ήρθανε επαέ στο χωριό. Ήρθανε στου πατέρα μου το σπίτι.

Αντί να’ ρθούνε στου πατέρα μου το σπίτι εκάμανε λάθος και πήγανε από πάνω στης Παρασκής τση Παπαδάκης το σπίτι.

Εφωνάξανε και βγήκε η γυναίκα και τσ’ είδε.

Αυτοί εφωνάζανε :

-Κυριάκο!!! Κυριάκο!!!

Πορίζει η γυναίκα και τους λέει ότι δεν είναι του Κυριάκου το σπίτι μόνο είναι το από κάτω.

Επήγανε από κάτω στο δικό μας και φωνάξανε και βγήκε η μάνα μου, οι αδερφήδες μου και η γυναίκα μου, γιατί ήμουνα τότες παντρεμένος.

Τσι πήρανε ύστερα και τσι πήγανε στην εκκλησία στον Αφέντη Χριστό και τους δείξανε το λαγκάδι για τη μάντρα.

Στο μεταξύ τσι πρόλαβα εγώ στο Λισοχάρακο μια τοποθεσία κοντά στη μάντρα.

Τους έβαλα σε ένα μέρος κρυφό και τους είπα να κάτσουν γιατί γεμίσανε τα όρη την άλλη μέρα Γερμανούς. Εβγήκαν οι Γερμανοί από τα Σελλιά και πιάσανε τα όρη. Το μεσημέρι τσι τροφοδότησα και μόλις εσκοτείνιασε τσι πήρα και επήγαμε στο Σαρακηνό στη μάντρα των Γκιαούρηδων.

ΜΑΝΤΡΑ ΓΚΙΑΟΥΡΗΔΩΝ

Στην μάντρα των Γκιαούρηδων έμειναν όλη την ημέρα αφού είχαν φτάσει ξημερώματα. Τα αδέρφια Γκιαουράκης Μιχάλης, Γκιαουράκης Νικόλης και η Άννα Γκιαουράκη τους φιλοξένησαν εκείνη την μέρα. Η Άννα Γκιαουράκη – Καβουσανάκη, που ζει σήμερα στο χωριό Γεράκι, μας κάνει μια εκπληκτική διήγηση για το πως αυτή και ο πατέρας της αντίκρισαν εκείνο το πρωί τους σαμποτέρ.

Διήγηση Καβουσανάκη-Γκιαουράκη Άννας

Μού’πε ο πατέρας μου να λαλώ το κουράδι, αίγες πρόβατα κι είχαμε 200 κριγιούς και τράγους μόνο. Είχαμε 900 οζά. Εκιά που επατούσενε η μια επηγαίνανε όλες. Ο πατέρας μου λέει :

-Λάλιε Αννάκι τα οζά να τα πας στο Σταλόπρινο, ελέγουντανε ο τόπος εκιά.

Ύστερα ετσά που πήγαινα εγροίκουνα το χαλιμπουργιό, ήτονε μια σωρά πρίνοι. Είπα φαντάσομαι, ήντά ναι τούτονά;

Ετσά που πέρνουνα τσι πρίνους θωρρώ τρεις αθρώπους κι ήτονε βγαρμένοι από τσι πρίνους και εξανοίγανε τα οζά.

Εγγλέζοι ήτανε με κοντά παντελόνια. Εγώ εφοβήθηκα. Ήκανα τα οζά πέρα κι ύστερα λέω :

-Άννα μη περάσεις από κια πάλι. Επήγα από κάτω από κάτω γιατί φοβήθηκα.

Ήφταξα στη μάντρα και λέω του πατέρα μου :

-Μπρε πατέρα, εκιέ στην κάτω μερά στου Σημαδάρη απού είναι οι πρίνοι ήσανε τρεις νομάτοι και ξανοίγανε τα οζά κι ύστερα χαλιμπουρδίζανε και δε γατέχω ποιοι είναι.

-Ψόματα μου λες, είπε ο κύρης μου.

-Άμε να δεις του λέω εγώ.

Σηκώνεται ο πατέρας μου και πάει και τσι θωρεί. Ένας εκάτεχε τα ελληνικά. Ήμαθα μετά ότι ήτανε από το Καστέλλι, ο γιος του Ξηρούχη, ο Κίμωνας.

Ο πατέρας μου τους είπε ποιοι είστε εσείς, ήντα γυρεύγετε επαδά; Αυτοί τονε ρωτήξανε το κορίτσι που λάλιε το κουράδι ήντα σου είναι και ήντα γίνηκε και δεν επέρασε από δω.

-Θυγατέρα μου είναι, είπε ο πατέρας μου.

-Να τση πεις να μη πάει να μας μολοϊσει ότι είμαστε επαδά.

-Αυτή δε λέει πράμα είπε ο πατέρας μου. Εσάς ποιος σας ήφερε επαέ ;

-Εμείς ανατινάξαμε το αεροδρόμιο στο Καστέλλι και μας έφερε ο Ψαρομανόλης

Ο πατέρας μου τους είπε ότι αφού σας εφέρανε επαδά να ’ρθείτε στη μάντρα μου να σφάξω κι ένα οζό να φάτε και να πιείτε. Ώστε να στε επαδά να έρχεστε στη μάντρα να τρώτε.

-Και που ξέρομε πού είναι η μάντρα ; είπανε αυτοί.

Ο πατέρας μου τος είπε να του κλουθά ένας να του δείξει. Εκλούθανέ του ένας ψηλός ξανθός, όμορφος Εγγλέζος να δει που είναι η μάντρα.

Μόλις με είδε μου χαλιμπούρδισε εδά μένα αλλά εγώ δεν εκάτεχα τη γλώσσα και δε του ’πα πράμα.

Ήβαλέ ντου ο πατέρας μου μυζήθρα, τυριά και παξιμάδια και ήφαε ο άθρωπος και ήπιε κιόλας γιατί εμείς είχαμε στη μάντρα ένα φλασκί πήλινο κι ήβανε δέκα οκάδες κρασί κι ήτονε σαφή γεμάτο. Ο πατέρας μου του’πε να πάει και να τσι φέρει να σφάξει ένα οζό να το φάνε.

Ο πατέρας μου τσι περίμενε και είχε το οζό σφαμένο, μια αίγα. Εκάτσανε οι αθρώποι και την έψησα εγώ και τη φάγανε όλη. Ήτανε ο πατέρας μου, οι δυο Εγγλέζοι με τον γιο του Ξηρούχη και οι αδερφοί μου ο Μιχάλης ο Νικόλης κι εγώ. Ήπιανε πολύ κρασί και μετά ο αδερφός μου ο Νικόλης τος είπε :

-Στο τόπο απού είστε περνούνε καμιά φορά αθρώποι μόνο πρέπει να φύγετε να μη τύχει και περάσει κανείς και σας δει.

Θα σας πάω εγώ σε ένα άλλο τόπο εδώ κοντά στη μάντρα να μείνετε όσες μέρες θέλετε.

Επήρε τσι δα ύστερα ο Γκιαουρονικόλης και τσι πήε πάνω ψηλά σε κάτι δέτες, το μέρος κιονά το λέμε εμείς Δέτες. Εκιά τονε ένας σπήλιος. Είχενε απ ’όξω κουφωτούς και στέκανε τα ραβδιά. Στο σπήλιο κειονά τσι πήε. Το βράδυ τον ειδοποιήσανε και τση πήγε ο αδερφός μου ο Μιχάλης στην Έργανο.

ΕΡΓΑΝΟΣ

Στην Έργανο οι σαμποτέρ συνάντησαν δυο νεαρούς από το Κατωφύγι. Τους μαγείρεψαν για μεσημέρι λαχανικά φρέσκα και τις απογευματινές ώρες έφτασαν ο Γιάννης Μπαντουβάς, ο Βασίλης Κωνιός και ο πατέρας του Κίμωνα, Γιώργης Ζωγραφάκης ή Ξηρούχης. Ο Ψαροκυριάκος του είχε δώσει ένα σημείωμα που του παρέδωσε ο Κίμωνας και έτσι ο Γιώργης Ζωγραφάκης γνώριζε το δρομολόγιο διαφυγής, γι’αυτό και τους βρήκε στην Έργανο.

ΜΗΛΙΑΡΑΔΩ

Ο Μπαντουβογιάννης με τους σαμποτέρ, τον Γιώργη Ζωγραφάκη και τον Βασίλη Κωνιό, κατηφόρισαν από την Έργανο στο χωριό Μηλιαράδω και σε ένα αλώνι τους πρόσφεραν οι πατριώτες της περιοχής πλουσιοπάροχο τραπέζι, όπως μαρτυρεί ο Κίμωνας.

Δεν σταμάτησαν όμως στο Μηλιαράδω αλλά έφυγαν την ίδια νύχτα προς τα Φαβριανά. Ο Γιώργης Ζωγραφάκης, πατέρας του Κίμωνα έφυγε για την Κασταμονίτσα, το χωριό που έμενε η οικογένειά του τα χρόνια της κατοχής.

ΦΑΒΡΙΑΝΑ

Στο χωριό Φαβριανά υπήρχε το σπίτι του μεγάλου Πατριώτη Βασίλη Κωνιού. Αυτό ήταν η επόμενη στάση των σαμποτέρ. Δεν έμειναν όμως κι εδώ πολύ, γιατί όπως είπα σε προηγούμενη ενότητα ο γερμανός Αιμίλιος είχε βγει με πολλούς στρατιώτες στα γύρω χωριά και έψαχνε τους σαμποτέρ. Οι γερμανοί γνώριζαν ότι θα προσπαθήσουν να διαφύγουν από τα νότια παράλια και είχαν βγάλει πολύ στρατό προς τα κει.

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Ο Βασίλης Κωνιός με τον Μπαντουβογιάννη και τους τρεις σαμποτέρ ( Κίμωνα, Νίκολσον και Γκρέιβς ), κατέφυγαν σε ένα μετόχι του ορεινού Χάρακα, ακατοίκητο σήμερα, που λεγόταν Άγιος Νικόλαος. Λιγοστά ήταν τα σπίτια του. Πιο πάνω το γερμανικό φυλάκιο. Όταν έφτασαν οι σαμποτέρ, μια ομάδα γερμανών μόλις έφευγε από ένα σπίτι. Στο ίδιο σπίτι κατέφυγαν και οι ίδιοι και φιλοξενήθηκαν.

Την επόμενη μέρα τελικά κατάφεραν να φτάσουν στην παραλία Τρυπητή και να συναντήσουν τον επικεφαλής αξιωματικό Σάδελαν.

Ήταν το πρωί της 10ης Ιουλίου 1943.

Είχαν περάσει, από την ημέρα που πάτησαν τα πόδια τους στην Κρήτη, 19 ολόκληρες μέρες. Η αποστολή τους ήταν επιτυχής και θα περίμεναν το σκάφος για να φύγουν πίσω.

Περιέγραψα την διαδρομή της ομάδας του Κίμωνα μετά το σαμποτάζ, προς την παραλία Τρυπητή.

Σε προηγούμενο κεφάλαιο περιγράφω το πως χάθηκαν ο Λάσσεν με τον Τζόουνς και πως κατάφεραν στο τέλος να φτάσουν και αυτοί στην Τρυπητή.

Συνεχίζεται