Την διαδρομή από την αποβίβαση των σαμποτέρ στην παραλία Τρυπητή ή Άγιο Σάββα στις 22 Ιουνίου 1943 και την επιστροφή τους στην ίδια παραλία για να αναχωρήσουν στην Μάσα Ματρούχ στις 10 Ιουλίου 1943, μας την περιγράφει ο σαμποτέρ Κίμωνας Ζωγραφάκης :

“…Με κάλεσε το στρατηγείο στη Μέση Ανατολή αλλά είχα μπει στο νοσοκομείο. Είχα κάνει εγχείρηση κι ήρθε στο νοσοκομείο ο ταγματάρχης Χιουζ. Μου λέει :

-Κίμων, είσαι καλά ;

Του λέω :

-Έχω κάνει εγχείρηση κι είναι η έχτη μέρα.

-Αύριο το πρωί μπορείς να φύγεις, μου λέει, να πας κάτω να κάνουμε σαμποτάζ. Αρώτησα τσι γιατρούς και μπορείς να φύγεις. Εσύ θα μου πεις. Θες να πας ;

-Θέλω, του λέω.

Πραγματικά την επομένη μέρα έφυγα από το νοσοκομείο και πάω στο στρατηγείο. Εκεί βρήκα το Γιάννη τον Αντρουλάκη. Είχε έρθει κάτω πριν ένα μήνα. Ήτανε δω στο Ηράκλειο υπαρχηγός της κατασκοπείας. Ο Γιώργης ο Δουνδουλάκης αρχηγός και ο Γιάννης ο Αντρουλάκης υπαρχηγός.

Φεύγομε και πάμε στη Μάσα Ματρούχ. Εκεί συναντηθήκαμε πάλι οι ομάδες μας με τον Γιάννη τον Αντρουλάκη. Η ομάδα του Αντρουλάκη πήγαινε για το αεροδρόμιο του Ηρακλείου και η δική μας για το αεροδρόμιο στο Καστέλλι. Με την δική μου ομάδα ήτανε ο υπολοχαγός ο Δανός ο Λάσσεν.

Το βράδυ μπήκαμε στο μέσον για την Κρήτη. Το μέσον ήτανε ένα γρήγορο πλοιάριο Μότορς Λανς, επιφανείας.

Βγήκαμε στην Τρυπητή. Εκεί αφήσαμε το λοχαγό Σάδελεν με ασύρματο και με όλα τα τρόφιμα. Η Τρυπητή είναι ένα στενό φαράγγι με την εκκλησία του Άγιου Σάββα πιο πάνω.

Στην παραλία θυμούμαι και μας επερίμενε ο Μανόλης ο Βρελλιανάκης και ο Νίκος ο Σουρής.

Ήτανε ξημερώματα και δεν εσταματήσαμε οι δυο ομάδες, η δική μας και του Αντρουλάκη, αλλά προχωρήσαμε και φτάσαμε στην Κουμάσα. Όταν φτάσαμε στην Κουμάσα ήτανε μέρα πια. Δεν είχαμε που να πάμε. Μπήκαμε μέσα σε ένα ρυάκι για να μη φαινόμαστε, να μη μας βλέπουνε. Είμαστε εννιά άτομα. Μια στιγμή βλέπω ένα παιδί, θα’τανε γύρω στα δεκαοχτώ, το Λευτέρη το Τσικνάκη. Του φωνάζω. Τονε ρωτώ από που είναι και πως τονε λένε. Βλέπει αυτός τσι γυλιούς, μας βλέπει με στρατιωτικά, μου λέει ότι είναι από την Κουμάσα και τονε λένε Λευτέρη Τσικνάκη. Του λέμε ότι δεν έχομε φαΐ μόνο αν μπορεί να πάει να μας φέρει. Επήγε και μας ήφερε ψωμί και ένα τυρί, μας φέρνει και νερό. Ο πατέρας του του’πε να μας περιποιηθεί.

Το βράδυ πάμε στου Κατσούνα το σπίτι στη Παναγιά. Στου Κατσούνα μας επήγε ο Λευτέρης ο Τσικνάκης. Ο Κατσούνας μας επήρε και μας ήκανε γερό τραπέζι. Όλα του τα παιδιά και ο γαμπρός του ο Ξυλούρης μας επεριποιηθήκανε. Εφάγαμε ήπιαμε και ήρθε κι ο Μύρος ο Μαρής. Ο Αντρουλάκης του’δωσε του Κατσούνα κι ένα γράμμα από το στρατηγείο.

Από του Κατσούνα το σπίτι μας οδήγησε στο Αποίνι ο Μαρής.

Επήγαμε στου Βαλαβάνη το μετόχι. Εγώ είχα ξαναπάει στου Βαλαβάνη την προηγούμενη χρονιά, στο άλλο σαμποτάζ που εκάναμε το 42. Εκεί εκάτσαμε μιάμιση μέρα. Επεριμέναμε να ρθει από το Ηράκλειο ο Μιχάλης ο Κόκκινος για την ομάδα του Αντρουλάκη. Ήρθε ο Κόκκινος και μας κρατούσε μάλιστα και ένα τσουβάλι δέσπολα. Από το Αποίνι χωρίσαμε, η ομάδα του Αντρουλάκη με τη δική μας. Αυτοί τραβήξανε το βράδυ για τσ’ Αρχάνες και μεις για το Καστέλλι.

Εφτάξαμε στση Πουλιές. Aπό το Αποίνι στση Πουλιές μας οδήγησε ο Κυριάκος ο Κυριαζής. Εμείναμε σ’ένα μετόχι του Ασλάνη και ήρθε ο Γιάννης ο Μπαντουβάς. Ο Ασλάνης μας έφερνε φαί και o Γρηγόρης ο Μουρτζάκης. Δε θυμούμαι πόσο μείναμε στση Πουλιές. Όταν φύγαμε από τση Πουλιές μας πήρε ο Ορέστης ο Δαγκωνάκης και ο Χαρίδημος από το Νιπιτό και μας οδηγήσανε στο Νιπιτό.

Ο Χαρίδημος ο Παπαδάκης ήτανε φίλος μου και χωροφύλακας. Αυτός μάλιστα μου πήρε και το γυλιό. Ο Χαρίδημος, ο Κυριαζής και ένας Δαγκωνάκης μας πήγανε στο Νιπιτό. Ο Χαρίδημος μας πήγε σε μια σπηλιά απάνω από το χωριό. Ο Μπαντουβογιάννης ήτανε μαζί μας. Από τη σπηλιά του Νιπιτού, Χωστό Σπήλιο θαρρώ ότι το λέγανε, εβλέπαμε το αεροδρόμιο του Καστελλίου φάτσα.

Μου λέει ο Λάσσεν :

-Κοίταξε να δεις. Εγώ θέλω να πάω να τινάξω εκείνα τα αεροπλάνα τα Μέσερσμιθ τα καταδιωχτικά.

Εννιά είχαμε μετρήσει από το σπήλιο όπως βλέπαμε το αεροδρόμιο. Καμμιά δωδεκαριά βομβαρδιστικά ήτανε στση ελιές μέσα προς τη μεριά του Δροζίτη. Δηλαδή είδαμε εννιά αεροπλάνα προς το Μουχτάρο και δώδεκα προς το Δροζίτη.

-Δε θα πας, του λέω, εκεί είναι όλο γερμανοί. Δε μπορείς να περάσεις. Εγώ ξέρω του λέω το τόπο. Ενώ από δω από τσ’ελιές που θα μπούμε μέσα δεν υπάρχουν πολλοί γερμανοί. Δε θα μας πάρουν εύκολα χαμπάρι.

Εκεί εμαλώσαμε. Αυτός επέμενε. Ήτανε άντρας που το’λεγε η καρδιά του. Του λέω τότε αφού θες να πας να πας.

Αυτός επίμενε. Ήθελε να τινάξει τα καταδιωχτικά τα Μέσερσμιθ. Στο Χωστό Σπήλιο ήρθε και ο Τζουανάκης Λευτέρης ή Γαζέπης με το Μανόλη το Κριτσωτάκη από το Μουχτάρο.

Αφού επέμενε τώρα ο Λάσσεν του λέω καλά. Να πας. Δεν θα κάνεις τίποτα όμως και να το ξέρεις. Παίρνει ο Μανόλης ο Κριτσωτάκης και ο Γαζέπης το Λάσσεν και τον οδηγήσανε στο Μουχτάρο. Ο Λάσσεν επήρε και ένα Άγγλο μαζί του.

Εφύγαμε από το Νιπιτό, εγώ και οι άλλοι δυο Άγγλοι και ο Μπαντουβογιάννης για την Κεφάλα. Περάσαμε από το Γεράκι και φτάξαμε στην Κεφάλα. Το βράδυ θα κάναμε το σαμποτάζ. Με το Λάσσεν είχαμε συννενοηθεί για την ώρα που θα μπαίναμε στο αεροδρόμιο. Ακριβώς έντεκα η ώρα. Εκατεβήκαμε στην εκκλησία του Αη Γιώργη του Σφακιώτη, ήπιαμε νερό από την πηγή, εκάναμε το σταυρό μας και ξεκινήσαμε. Εξεκινήσαμε εγώ, οι δυο Άγγλοι, ο Μπαντουβογιάννης και ο Τζουανάκης Γιώργης ή Κόκκινος από το Αμαριανό για το αεροδρόμιο. Ο Μπαντουβάς με τον Κόκκινο εμείνανε λίγο πιο πάνω στο δρόμο που οδηγεί προς τα Κουτσουνάρια. Όταν γυρίσαμε δεν τση βρήκαμε, είχανε φύγει.

Φτάνομε στα σύρματα του αεροδρομίου και τα κόβομε με το ψαλίδι. Το ψαλίδι το αφήσαμε εκεί, για να το βρούνε οι γερμανοί. Ένα αλεξίπτωτο απού’χαμε το αφήσαμε μέσα στο αεροδρόμιο για να νομίσουν οι γερμανοί πως επέσανε αλεξιπτωτιστές. Προχωρήσαμε και μπήκαμε μέσα. Εγώ πήγα στση βενζίνες που ήξερα τις αποθήκες και οι δυο Άγγλοι πήρανε τα αεροπλάνα. Γύρω στα δέκα αεροπλάνα ήτανε κάτω από τις ελιές. Οι βενζίνες και τα ορυκτέλαια ήταν κοντά στην εκκλησία του Αη Γιάννη. Αυτά ανατινάξαμε. Πέντε αεροπλάνα και τση βενζίνες με τα ορυκτέλαια. Το Λάσσεν τον είδανε από την άλλη μεριά, αρχίξανε τσι πυροβολισμούς, σκότωσε ένα Ιταλό και ένα γερμανό και επρόλαβε κι έφυγε. Στο γυρισμό τώρα ο Μπαντουβάς ο Γιάννης είχε φύγει με τον Κόκκινο. Το αεροδρόμιο σε συναγερμό, φωτιές ανατινάξεις, σειρήνες, οι προβολείς πέφτανε κυκλικά γύρω – γύρω, έφυγε ο Μπαντουβογιάννης. Τραβήξαμε στο Αμαριανό και πάμε να χτυπήσομε στου Ψαροκυριάκου το σπίτι. Εχτυπήσαμε κατά λάθος μια άλλη πόρτα και βγήκε μια γυναίκα και μας το’δειξε το σπίτι του Ψαροκυριάκου.

Ήπιαμε νερό και η κόρη του Ψαροκυριάκου μας πήγε στο Καρυδάκι μέσα και μας δείχνει το δρόμο για τη μάντρα. Φτάνω και του φωνάζω. Κατέβηκε προς εμάς και του λέω ότι είμαι του Ξηρούχη ο γιος ο Κίμωνας. Του δίνω ένα σημείωμα να το δώσει στον πατέρα μου. Και πραγματικά του το’δωσε.

Ο γιος του Ψαροκυριάκου, ο Ψαρομανόλης μας πήρε και μας πήγε στις Γερακιανές Μαδάρες, στη μάντρα του Γκιαούρη. Εγώ από την εγχείρηση, την κούραση, με πήρε ο ύπνος. Οι Γκιαούρηδες δεν εξέρανε ποιοι είμαστε και ήτανε επιφυλαχτικοί. Όταν τους είπα ότι είμαι ο Κίμωνας εσφάξανε μια αίγα και μας την ψήσανε.

Το άλλο βράδυ μας πήρε ο Γκιαουρομιχάλης και μας επήγε στην Έργανο.

Εκεί βρήκαμε δυο παιδιά, είχανε περβόλι με πατάτες, κολοκυθάκια και μας βράσανε το μεσημέρι και φάγαμε. Εμένα με γνωρίζανε γιατί όταν ερχόντανε αγγαρεία στο Καστέλλι εμένανε στο σπίτι του πατέρα μου. Είχαμε ένα αχεριώνα και μένανε εκεί και πήρανε και το δίκανο του πατέρα μου που το’χε μέσα στα άχερα. Τότε μου το’πανε ότι το δίκανο το πήραμε εμείς αλλά θα το ξαναγυρίσομε πίσω.

Το απόγευμα θωρώ μια πέρδικα στο βραχάκι απάνω και λέω να τη σκοτώσω. Όπως εσηκώθηκα και τη σημάδευα ακούω μιλιές από το χαλασά. Κοιτάζω προσεχτικά και σε λίγο βλέπω το

Μπαντουβά το Γιάννη, τον πατέρα μου και το Βασίλη τον Κωνιό. Φωνάζω τους Εγγλέζους που είχανε κρυφτεί και κατεβήκαμε στο Μηλιαράδω σε ένα αλώνι και μας φέρανε φαγητά. Από κει μας πήρε ο Βασίλης ο Κωνιός και μας οδήγησε στα Φαβριανά στο σπίτι του. Κάποια στιγμή μας ειδοποιήσανε ότι ο Αιμίλιος είναι στο Χάρακα και έρχεται προς τα δω. Ο Αιμίλιος ήτανε ένας σκληρός γερμανός. Επήγαινε στα χωριά και έδερνε το κόσμο. Οι γερμανοί είχανε βγει και μας αναζητούσανε μετά το σαμποτάζ. Εξέρανε ότι θα φύγομε από τα νότια και η νότια πλευρά της Κρήτης είχε γεμίσει από γερμανούς. Βάλαμε ρασίδια και φύγαμε από τα Φαβριανά. Πήγαμε στο Χάρακα από πάνω, έχει ένα μονοπάτι και βγαίνει στον Άγιο Νικόλαο. Βρήκαμε ένα χαράκι που κάνει ένα σπηλιάρι και μπήκαμε από κάτω αλλά επαγώσαμε από το κρύο.

Όταν ξημέρωσε και βγήκε ο ήλιος έβγαινε ένας ένας από μας και λιαζότανε λίγο. Ο Κωνιός με το Μπαντουβογιάννη επήγανε στο μετόχι. Οι γερμανοί είχανε φυλάκιο πιο πάνω στο Κόφινα.

Αργούσανε να γυρίσουνε και μόλις βράδιασε πήγαμε και μεις στο μετόχι. Πριν φτάσομε στο μετόχι ακούσαμε τους γερμανούς που αποχαιρετούσανε και φεύγανε. Είχανε κατέβει στο μετόχι και φεύγανε για το φυλάκιο. Επήγαμε στο σπίτι που ήταν οι γερμανοί. Εμείναμε λίγο και ξεκινήσαμε για την Τρυπητή. Εφτάξαμε τα ξημερώματα. Εκεί που αρχίζει το στενό φαράγγι κάνει ένα σώπατο και είμαστε όλοι στο σώπατο. Ο Κωνιός με το Μπαντουβογιάννη ήταν μαζί μας. Το λημέρι μας ήταν εκεί.

Εν τω μεταξύ είδαμε πολλούς δικούς μας που είχανε πάει για να τους πάρομε κάτω. Εγύρεψα το Δανό το Λάσσεν αλλά δεν είχε έρθει ακόμη. Το μεσημέρι ήρθε με τον άλλο Άγγλο και όταν με είδε μ’αγκάλιασε. Μού’λεγε ότι του τά’πα καλά και ότι τον ήραν χαμπάρι οι γερμανοί κι έδωσε μάχη.

Εγώ πεινούσα, είχα κουραστεί, με είχε πειράξει και η εγχείρηση. Μετά το μεσημέρι πιάνω ένα κουτί μπέικον, την καραβάνα, ανάβω φωτιά να τη ζεστάνω κι εκείνη τη στιγμή μου λέει ένα παιδί 17-18 χρονών ;

- Θείε, γερμανοί !!!

Αμέσως παίρνω τη ζώνη μου με τα πιστόλια, βγαίνω στο βράχο απάνω, κοιτάζω αλλά γερμανούς δε βλέπω.

Μόλις επήγα να του πω να μη με κοροιδεύει, τους θωρώ κάτω από τα πόδια μου. Τέσσερις Γερμανούς. Οι δυο εφύγανε αμέσως προς τα κάτω. Εγώ πήδηξα μια συκιά και εβρέθηκα μπροστά από τους άλλους δυο. Οι δικοί μας με βλέπουν και σηκώνονται όλοι και έρχονται. Τους έβαλα το πιστόλι στο στήθος και τους φωνάζω :

Παραδοθείτε !!!

Στο μεταξύ ένας υπολοχαγός ο Λάμονμπυ που είχε πάει στα Πεζά τους πήρε κυνήγι τους δυο που φύγανε.

Ο Κωνιός και ο Μπαντουβάς είναι απέναντι από μένα και όταν οι γερμανοί δεν σηκώνανε τα χέρια ερίξανε μια ριπή στα πόδια τους και οι γερμανοί σηκώσανε τα χέρια.

Τον υπολοχαγό τονε χάσαμε, ακούσαμε πυροβολισμούς μετά το πόρο του φαραγγιού. Τον ψάχναμε όλη την υπόλοιπη μέρα αλλά δεν τον βρήκαμε. Όταν φτάσαμε στη Μέση Ανατολή, εμάθαμε ότι αυτοπυροβολήθηκε με τον ένα από τους δυο γερμανούς και σκοτωθήκανε και οι δυο.

Μετά τη μικρή αυτή μάχη καθόμαστε όλοι σε αναμμένα κάρβουνα. Δυο γερμανοί είχανε φύγει, δεν εξέραμε που πήγανε, οπωσδήποτε όμως θα ειδοποιήσανε τους δικούς τους και το πρωί θα είμαστε κυκλωμένοι αν δεν φεύγαμε με το μέσον.

Όπως μάθαμε κάτω στο Κάιρο, την άλλη μέρα βρήκανε οι γερμανοί και τον Εφταμηνίτη και τονε σκοτώσανε.

Ενύχτωσε και αρχίσαμε τα σήματα. Ο Νίκος ο Σουρής.

Το μέσον το είχαμε ειδοποιήσει από νωρίς, ο Σάδελαν με τον ασύρματο. Όμως αργούσε. Πήγε δώδεκα η ώρα, τίποτα ακόμη.

Σκεφτήκαμε να διώξομε τση πολίτες να φύγουνε, να σκοτώσομε τση δυο γερμανούς αιχμαλώτους, να βάλομε τα σωσίβιά μας και να πάμε παραλία παραλία στο Τσούτσουρο.

Όταν είμαστε έτοιμοι να πραγματοποιήσομε το σχέδιο είδαμε φως στο πέλαγος. Τελικά είδαμε απάντηση στα σήματα αλλά δεν εξέραμε κι αν είναι το δικό μας μέσον ή γερμανικό.

Βγήκε μια βάρκα κι έρχεται στην παραλία. Δε μιλά κανείς από μας. Δεν ξέρουμε ποιοι είναι. Περιμένανε λίγο αυτοί στη βάρκα και φωνάξανε :

-Were is my friend ? ( Που είναι οι φίλοι μου ; )

Τότε τους απαντήσαμε και μπήκαμε όλοι μέσα στο σκάφος. Βάλαμε πρώτα τση πολίτες και ύστερα μπήκαμε εμείς.

Όλοι φύγαμε. Ο Σουρής, ο Μύρων Μαρής, ο Κατσούνας, ο Ξυλούρης, ο Τυρογιώργης, ο Σκουτελογιώργης, ο Τσικνάκης και άλλοι που δεν θυμούμαι τώρα. Ο Μπαντουβογιάννης και ο Κωνιός είχανε φύγει μετά την μάχη, επρολάβανε, το απόγευμα και δεν ήρθανε μαζί μας.

Αργήσαμε λίγο να φύγομε, γύρω στις τέσσερις η ώρα. Τους γερμανούς τους πήρε ο Λάσσεν με τον Σάδελαν και τους παραδώσανε. Στη Μάσα Ματρούχ φτάσαμε την άλλη μέρα.

(Συνεχίζεται)