Και προχωρήσανε. Όπως μου λέει ο Σουρής, δεν αντελήφθηκαν τίποτε άλλο, γιατί είχανε σκοπό απάνω να βλέπει και δεν επεριμένανε πως ήθελα πάνε γερμανοί εκεί. Είδανε σε λίγη απόσταση απ’αυτούς ένα κράνος να προβαίρνει απ’τα κλαδιά. Αμέσως κατάλαβαν πως είναι γερμανοί και πιάσαν τα όπλα κι αρχίξανε λοιπόν πόλεμο, μάχη, εν τω μεταξύ οι γερμανοί ’τανε τρεις. Σκοτώθηκεν ο ένας, σκοτώθηκεν ο άλλος, αλλά σκοτώθηκε κι ένας λοχαγός. Καταδιώξανε βέβαια τους γερμανούς εννοείται. Ένας Άγγλος λοχαγός σκοτώθηκενε, ο οποίος έμεινεν εκεί, δεν τον πήρανε.

Εν τω μεταξύ, τώρα, το βράδυ φτάνω εγώ, χωρίς να ξέρω τι’χενε συμβεί. Μόλις έφτασα στην παραλία, εγώ εζητούσα το Σουρή. Είχα κάτι αλληλογραφία, να τη δώσω στο Σουρή, ο οποίος’θελα τη δώσει, αυτή την εντολή είχα, να τη δώσει για τη Μέση Ανατολή, να φύγει, στο καράβι.

Μου λέει λοιπόν ο Βοσκάκης :

-Άντε, μου λέει, εδώ πέρα έγινε πόλεμος. Δεν είναι όμορφα τα πράματα κι έμπα μες στο καράβι.

Λέω :

-Δεν μπαίνω ! Δεν είναι για να φύγω εγώ, του λέω.

Εν τω μεταξύ επεμβαίνει ο ταγματάρχης ο Άγγλος. Με βουτά, μου λέει :

-Έμπα στη βάρκα να φύγομενε.

Κατάλαβα στ’αγγλικά που μού’λεγε για να φύγομενε. Ο Γιώργης ο Βοσκάκης μου λέει :

-Άκου να δεις ένα πράγμα. Προκειμένου να σκοτωθούν οι δυο, ας σκοτωθεί ο ένας. Μπορεί, όμως, και να γλιτώσει, ( ο Εφταμηνίτης ), από τους γερμανούς, οπωσδήποτε, γιατί ο ένας μας γλίτωσενε γερμανός, ο οποίος εκρύφτηκε στην παραλία. Δεν μπορούσαμε να τον πλευροκοπήσομε. Εν τω μεταξύ βράδιασενε, πέρασεν η ώρα. Η συμπλοκή θα’τανε μία, δύο η ώρα. Κράτησενε αρκετή ώρα.

Εν πάση περιπτώσει, για να μην τα πολυλογούμε, τότε έφυγα’γω για τη Μέση Ανατολή. Δεν ξέρουν, τώρα, πάνω στον ασύρματο ο ταγματάρχης ο Λη Φέρμορ τι συμβαίνει.

Το μόνο πράμα που μάθανε μετά απού τους πραχτόρους είναι ότι εσυνέβη η συμπλοκή αυτή, κινήθηκαν οι γερμανοί, διότι αυτός που γλίτωσεν, ειδοποίησενε βέβαια κι απού τσι Μοίρες, δεν ξέρω από που και που κάμανε μπλόκο οι γερμανοί, στρατός γερμανικός κειδά πέρα.

Ο Εφταμηνίτης ο φουκαράς, χωρίς να ξέρει τα συμβάντα, τι είχε συμβεί κάτω, αμέριμνος όπως προχωρούσε το πρωί για να’ρθει σε μας, μάλιστα επροχωρούσε το βράδυ, πήγε στο εκκλησάκι αυτό που σας είχα πει, έμεινε εκεί, το πρωί σηκώθηκενε για να προχωρήσει προς τα κάτω, τον είδαν οι γερμανοί οι οποίοι εν τω μεταξύ είχανε κάνει κύκλο και τον εσκοτώσανε εκειδά πέρα, χωρίς να’χει πάρει εκατό τοις εκατό είδηση τι συνέβη, διότι αν έπαιρνε είδηση αυτός δεν θα να’χενε σκοτωθεί, αλλά θα’χε κρυφτεί. Χαράδρες κειδά πέρα, θα’χε λάβει μέτρα. Αλλά όπως φαίνουνται τα πράματα δεν είχε πάρει είδηση καθόλου τι συνέβαινε. Τον εσκοτώσανε.

Ο γιος του Γιάννη Εφταμηνιτάκη, Γρηγόρης Εφταμηνιτάκης που ζει σήμερα στο χωριό Πλάτανος Αμαρίου του Δήμου Κουρητών, μιλά για εκείνες τις δυο μέρες 10 και 11 Ιούλη που σημάδεψαν την ζωή του και την ζωή του πατέρα του.

Στση 10 του Ιούλη επέρασε από δω ( από τον Πλάτανο ), ο Τυράκης με τον πατέρα μου. Ο αγγλικός ασύρματος ήτανε δω από πάνω από το χωριό μας σε μια τοποθεσία που το λέμε Βαρσάμι. Ήτανε μια σπηλιά κι ήτονε μέσα ο ασύρματος. Ο πατέρας μου πήρε από τον ασύρματο τα χαρθιά και έπρεπε να τα δώσει στο καράβι να πάνε τα χαρθιά στην Αίγυπτο. Μαζί με τον Τυράκη. Κυριακή μέρα, μεσημέρι, μια-δυο η ώρα.

Εκάτσανε δω και φάγανε και μετά φύγανε για την παραλία.

Οι σαμποτέρ που είχανε’ρθει στο Καστέλλι για να κάνουνε το σαμποτάζ είχανε φτάσει στην Τρυπητή και επεριμένανε το μέσον να φύγουνε. Στην κορφή του Λέντα είχανε φυλάκιο οι Γερμανοί. Οι δικοί μας είχανε πιάσει μια χαράδρα και είχανε σκοπούς στη κορφή και παρατηρούσανε τους γερμανούς μήπως κινηθούνε, μήπως τση πάρουνε είδηση. Οι γερμανοί πήρανε χαμπάρι τση δικούς μας και φεύγουνε τέσσερις γερμανοί και κατεβαίνουνε στη χαράδρα να πάνε να δούνε τι συμβαίνει. Εκεί ήτανε απαγορευμένη ζώνη. Τση βλέπουνε οι σκοποί απάνω οι εδικοί μας, ειδοποιούνε τον επικεφαλής :

-Γερμανοί έρχονται προς τα δω !!!

Πιάνουνε θέσεις, τση φήνουνε και μπαίνουνε στη χαράδρα μέσα και τους φωνάζουνε να παραδοθούνε. Παραδίδουνται δυο και οι άλλοι το βάνουνε στα πόδια. Ένας εγγλέζος υπολοχαγός κυνηγά ένα γερμανό και πυροβολούνται μαζί και σκοτώνουνται κι οι δυο. Τον άλλο γερμανό είπε ο επικεφαλής να τον αφήσουνε να φύγει να πει πως είδε αντάρτες να μην κακοποιήσουνε τα χωριά γύρω-γύρω. Τα ξημερώματα ο γερμανός επήγε στη Πόμπια και ειδοποίησε τσ’έδικούς του.

Λοιπόν πάει από δω ο πατέρας μου με τον Τυράκη, αυτοί δεν ξέρουνε τίποτα για τη μάχη στην Τρυπητή. Όταν εφτάσανε σ’ένα σημείο που το λένε Αγία Παρασκευή, εκεί κοντά είναι ένα νερό. Έχουνε πειράξει τον πατέρα μου τα υποδήματα και λέει του Τυράκη :

-Γιώργη πάρε τα χαρθιά, πήγαινε στο καράβι για να μη καθυστερεί να θέλει να φύγει. Εγώ θα κάτσω εδώ να συνέλθω και ή πιο βράδυ θα’ρθω ή πρωί-πρωί. Αυτοί δεν ξέρουνε βέβαια για την συμπλοκή τίποτα. Παίρνει ο Τυράκης τα χαρθιά πάει, είναι επιβιβασμένοι όλοι οι σαμποτέρ στο καράβι και περιμένουνε τον πατέρα μου. Βλέπουνε τον Τυράκη και φτάνει.

-Πού’ναι ο Εφταμηνίτης ;

Ο Τυράκης είπε ότι τον πειράξανε τα υποδήματα και θα’ρθει σε μια ώρα ή πρωί-πρωί.

Επικεφαλής της αποστολής ήτανε κάποιος Γιάννης Ανδρουλάκης.

Φωνάζει τον Σκουτελογιώργη και του λέει :

-Εσύ θα φύγεις που ξέρεις τα μέρη να βρεις τον Εφταμηνίτη. Θα σας περιμένομε δυο ώρες. Αν δε προλάβετε ξέρετε τα μέρη να φύγετε πίσω. Όμως ο Σκουτελογιώργης μπήκε τελικά στο καράβι και επόμεινε ο πατέρας μου πίσω. Όλοι που ήτανε εκείνη τη βραδιά στην παραλία εφύγανε με το μέσον.

Ο πατέρας μου τώρα το πρωί είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής χωρίς να έχει λάβει μέτρα να προφυλαχτεί. Αμέριμνιος έβγαινε προς τα πάνω και τον είδανε οι γερμανοί από 800 μέτρα με τα κιάλια. Έτυχε κι ένας χωροφύλακας εκεί ο οποίος τον εγνώριζε. Λέει των Γερμανών :

-Αυτός δεν πιάνεται, μόνο να ξεγνοιάσετε. Του ρίξανε οι γερμανοί από 800 μέτρα και τον εσκοτώσανε. Έμεινε εκεί. Δεν επιτρέπανε ύστερα ούτε να πάμε να τονε πάρομε.

Αυτά γίνονται τη Δευτέρα. Εγώ είμαι απάνω στον ασύρματο. Ήξερα ότι ο πατέρας μου ήθελε να πάει στην παραλία και να γυρίσει πίσω. Την Δευτέρα δεν εφάνηκε. Την Τρίτη ήμαστε πέντε έξι εκεί, ήτανε ο Άγγλος ασυρματιστής, Χάρη τον ελέγανε, ήτανε ένας Τυράκης Μανόλης από τα Σφακιά, ήτανε ο Κωστής ο Κουτελιδάκης από το Γερακάρι, εγώ, ο Γιώργης επαδέ ένας χωριανός μου. Το απόγεμα τση Τρίτης άμα ήθελα να κουβεντιάζουνε δυο να σιμώσω, ήθελα να σταματήσουνε τη κουβέντα. Μπήκανε ψύλοι εμένα στ’αυτιά μου. Στα τελευταία τοσε λέω :

-Κάτι μου κρύβετε. Τι συμβαίνει ; Ο πατέρας μου ήτανε να γυρίσει πίσω. Δεν εφάνηκε.

Δεν είχανε πως να το κάνουνε και μου λένε ότι κάτι έγινε εκεί, συμπλακήκανε οι δικοί μας με τση γερμανούς, ο πατέρας σου είναι αγνοούμενος, δεν ξέρομε τι έγινε.

Εν τω μεταξύ οι γερμανοί έχουνε περικυκλώσει όλα τα βουνά και δεν ξέρομε τίποτα.

Είχα μια βούργια και την παίρνω και τοσε λέω πάω να μάθω τι γίνηκε. Πάω στο Φουρνοφάραγγο. Εκεί ήτανε μια αδερφή του πατέρα μου παντρεμένη. Είχε πάρει ένα Καραταράκη Γιώργη.

Ο Χάρης ο ασυρματιστής και …….. ο Μανόλης λένε του Κουτελιδάκη του Κωστή να έρθει μαζί μου να μην πάω μοναχός μου. Φεύγομε και πάμε. Όταν πιάσαμε τσ’Αγίους Δέκα ο κάμπος γεμάτος Γερμανούς. Μας ελέγχανε εδώ μας ελέγχανε εκεί. Φτάνουμε στο Φουρνοφάραγγο. Μόλις φτάξαμε στο χωριό μας σταματούνε πάλι οι γερμανοί να μας κάνουνε έλεγχο. Βλέπουνε τα χαρθιά μας και μας αφήνουνε. Πάμε στση θειας μου το σπίτι. Μόλις φτάξαμε βλέπουμε το Σούμπερτ πάνω σε άλογο να βαδίζει προς τα κάτω του δρόμου. Μας είδε η θεια μου η Βαγγελιώ και μας λέει που πάμε μέσα στση γερμανούς. Ρωτώ τη θεια μου :

-Μπρε συ θεια ο πατέρας μου φάνηκε εδώ, έδωσε σήμα ζωής από πουθενά ;

-Δεν ξέρω, μου λέει, τίποτα.

Δεν εξέραμε και τι να κάνομε και που να πάμε.

Μια στιγμή φτάνει στο σπίτι τση θειας μου ένας ενωματάρχης Κλέαρχος Πανούσης λεγόταν και τον ρωτώ αν ξέρει πράμα για τον πατέρα μου. Δεν ξέρω μου λέει κι αυτός, αλλά θα ψάξω να μάθω. Περάσανε κάνα δυο ώρες κι έρχεται και μας λέει :

-Ένας εβρέθηκε σκοτωμένος στην Αγία Παρασκευή και φορούσε κόκκινα υποδήματα. Μαύρη κυλότα, μαύρο ποκάμισο κι εκρατούσε και τρεις ταυτότητες, μια Κατσιφάρης, μια Μανόλης Τρουλινός από τον Πλάτανο ( εγώ την είχα πάρει από μια γυναίκα που σκοτώσανε τον άντρα της εδώ, με είχε στείλει ο πατέρας μου ) και μια από τα Σφακιά.

Άρχισα εγώ τα κλάματα και λέω τση θειας μου :

-Θεια, ο πατέρας μου είναι !

Φεύγω κι έκατσε ο Κουτελιδάκης να πάει να ρωτήξει στα χωριά να δει. Οι γερμανοί δεν αφήνανε να τονε πάρομε.

Ύστερα από δυο μήνες αφήκανε τη θεια μου κι επήγε και τον έθαψε. Μεσολάβησε και ο ενωματάρχης ο Πανούσης και πήγανε και τον θάψανε στο σημείο που είχε πέσει.

Μετά την απελευθέρωση επήγανε από δω από το χωριό μια ομάδα χωριανών και πήρανε τα οστά του και τα φέρανε στο Βροντήσι. Ο Πετρακογιώργης τότε είπε να κάνουνε ένα ηρώο να βάλουνε τση αντάρτες που πέσανε στο Τραχήλι στο Βροντήσι. Εβάλανε και τον πατέρα μου εκεί. Αργότερα έφτιαξα το άγαλμα του πατέρα μου, που το’δες εδώ έξω στην πλατεία του χωριού.

(Συνεχίζεται)