«Το ποσοστό των φοιτητών και των φοιτητριών που προχωρούν σε μεταπτυχιακές σπουδές είναι σημαντικό. Στο Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Κρήτης γίνεται μία έρευνα για την εξέλιξη των αποφοίτων μας, και μπορώ να σας δώσω συγκεκριμένα στοιχεία.

Το 26% των αποφοίτων έχουν λάβει Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης (Masterʼs), ενώ το 6% έχουν λάβει Διδακτορικό Δίπλωμα. Αυτή η τάση έχει ενισχυθεί ιδιαίτερα μετά το 2000 που διευρύνθηκε σημαντικά και στην Ελλάδα ο θεσμός των μεταπτυχιακών σπουδών. Από τους αποφοίτους της τελευταίας δεκαετίας, το 37% έχουν λάβει Μ.Δ.Ε.

Αυτή η αύξηση είναι ιδιαίτερα αισθητή στις γυναίκες: ενώ πριν το 2000 μόνο το 19% των αποφοίτων που έλαβαν Μ.Δ.Ε. ήταν γυναίκες, μετά το 2000 το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σε 35%. Βεβαίως παραμένει ακόμη σχετικά μικρό, δεδομένου οτι τα τελευταία χρόνια το 50% των αποφοίτων του Τμήματος είναι γυναίκες.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το εύρος των επιστημονικών αντικειμένων στα οποία ειδικεύονται οι απόφοιτοι του Τμήματος, το οποίο, εκτός από Θεωρητικά και Εφαρμοσμένα Μαθηματικά περιλαμβάνει Παιδαγωγικά, Πληροφορική, Οικονομικά, Αναλογιστικά, Τηλεπικοινωνίες, Φυσική, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Βιολογία, κ.ά.

Το σημαντικότερο πρόβλημα για τους αποφοίτους του Λυκείου που έρχονται σε ένα Τμήμα όπως το Τμήμα Μαθηματικών, είναι η αντίληψη που έχουν από το Λύκειο για τα μαθηματικά ως ένα σύνολο συνταγών και τεχνικών. Η διδασκαλία των μαθηματικών στο Λύκειο, και ακόμη περισσότερο στα φροντιστήρια, είναι προσανατολισμένη στις εξετάσεις, και δεν δίδει αρκετή έμφαση στην κατανόηση των εννοιών σε βάθος. Το αποτέλεσμα είναι οτι μετά τις εξετάσεις, οι νέοι φοιτητές φαίνεται να μην μπορούν να εφαρμόσουν το μεγαλύτερο μέρος από τις γνώσεις που με πολύ κόπο απέκτησαν.

Η διεύρυνση της ανώτατης εκπαίδευσης είναι φυσιολογικό να έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση του επιπέδου των εισακτέων σε Σχολές όπως η δική μας. Ο αριθμός των αποφοίτων του Λυκείου που αποφασίζουν με βασικό κριτήριο την ποιότητα των σπουδών που προσφέρει ένα Τμήμα είναι σχετικά μικρός. Παρά την επιταγή του Συντάγματος, η δωρεάν εκπαίδευση στην Ελλάδα παραμένει ένας μύθος. Το κόστος σπουδών είναι αρκετά υψηλό για φοιτητές και φοιτήτριες που δεν ζούν με την οικογένειά τους. Η γεωγραφική θέση της Κρήτης και το κόστος ζωής στο Ηράκλειο οδηγούν πολλούς να προτιμήσουν άλλες Σχολές, συχνά κατώτερου επιστημονικού επιπέδου.

Το πρόβλημα είναι γενικότερο, και τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζεται οτι η διαδικασία εισαγωγής στην Ανώτατη Εκπαίδευση στην Ελλάδα δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του Λυκείου, ενώ δεν προσφέρει και μία ικανοποιητική βάση για την επιλογή των εισακτέων στα Πανεπιστήμια. Ο απλοϊκός αλγόριθμος εισαγωγής συχνά οδηγεί σε Σχολές άσχετες με τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις των υποψηφίων. Αποτέλεσμα είναι περίπου το ένα πέμπτο των εισακτέων που ξεκινούν τις σπουδές τους να μην αποκτούν ποτέ πτυχίο.

Απαιτούνται σημαντικές αλλαγές τόσο στο σύστημα των Πανελληνίων εξετάσεων όσο και στη διαδικασία επιλογής. Οι απόφοιτοι του Λυκείου πρέπει να έχουν συνείδηση των ικανοτήτων τους και γνώση των δυνατοτήτων που τους προσφέρονται, ώστε να κάνουν τις επιλογές τους. Τα Τμήματα και οι Σχολές πρέπει να έχουν την αυτονομία να θέτουν και ειδικά κριτήρια, ανάλογα με το επιστημονικό αντικείμενο.

Το υπουργείο Παιδείας έχει ανακοινώσει οτι θα ασχοληθεί το επόμενο διάστημα με αυτό το ζήτημα. Δυστυχώς, η εμπειρία από το νομοθετικό έργο του υπουργείου τα τελευταία χρόνια, δεν μας επιτρέπει να ελπίζουμε οτι θα προκύψει κάτι καλύτερο από αυτή την ενασχόληση. Όλες οι πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις χαρακτηρίζονται από προχειρότητα, αυταρχικό πνεύμα, γραφειοκρατική αντίληψη και αδιαφορία για το μέλλον της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας στην Ελλάδα. Έχουν επιδεινώσει τα προβλήματα με τα οποία καταπιάστηκαν, από τα πιό απλά, όπως οι μετεγγραφές και τα συγγράμματα, μέχρι τα πιο σημαντικά, όπως η αξιολόγηση των Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης.»