Το κάψιμο των Ανωγείων
Βγήκαν στ’Ανώγεια Γερμανοί, χιλιάδες και χαλούν τα.
Καιν’ και κουρσεύουν το χωριό, το διαλεχτό της Κρήτης.
Κλαίνε τριγύρω τα βουνά, κλαίει κι ο Ψηλορείτης,
γιατί κουρσεύτηκε κι αυτός, του πήραν τα κοπάδια
κι έμεινε μόνος κι έρημος.
Πάλι το χτίσαν το χωριό και κάμαν τα κοπάδια
και στολιστήκαν τα βουνά, δεν είναι πια ρημάδια.
( Ιωάννης Φασουλάς – Νταμπακογιάννης )
Γεώργιος Ιωάν. Σμπώκος : Ανώγεια - Η ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους σελ. 275
ΟΙ ΚΙΤΡΗΔΕΣ
Στ’Ανώγεια, σε γειτονικά σπίτια, βρισκόταν ανήμπορα στο κρεβάτι δυο ξαδέρφια. Ο Γιάννης και ο Κώστας Ξυλούρης. Χτυπήθηκαν από την μοίρα σε νεαρή ηλικία. Είχαν σπάσει σε ατυχήματα την σπονδυλική τους στήλη. Ο Γιάννης στο βουνό και ο Κώστας όταν προσπαθούσε να φορτώσει ένα γάιδαρο. Πριν τον πόλεμο. Όταν οι Γερμανοί τον Αύγουστο του 1944 αποφάσισαν να διώξουν τα γυναικόπαιδα από τ’Ανώγεια, δεν επέτρεψαν να μείνουν κοντά οι αδερφές τους για να τους φροντίζουν.
Κι όχι μόνο αυτό. Σκότωσαν τα παλικάρια και κατόπιν ανατίναξαν τα σπίτια τους. Έτσι πέτρες, ξύλα και κορμιά έγιναν ένα. Οι Ξυλούρηδες, ο Γιάννης και ο Κωστής, πέρασαν στην αιωνιότητα. Για να θυμίζει η θυσία τους την νέα τάξη πραγμάτων και πως την εννοούσαν οι δυνάμεις του άξονα.
Για να θυμίζει σήμερα η θυσία τους, την θέση που κατείχαν πανανθρώπινες αξίες όπως σεβασμός, αξιοπρέπεια, πολιτισμός, στην σκέψη των κατακτητών Γερμανών.
Αφήγηση Νίκη Ξυλούρη – Καλομοίρη (κουνιάδα του Γιάννη Ξυλούρη, ενός από τους δυο Ξυλούρηδες της παρακάτω ιστορίας) …μας επήρανε από παδέ οι Γερμανοί, μας εμαζέψανε και μας επήγανε στο σχολείο στ’Αρμί. Μας επήρανε από κια όλα τα γυναικόπεδα και μας επήγανε στο Γενή Γκαβέ και μας εδιακλαδώσανε και εμοιραστήκαμε στα χωριά προς το Πέραμα. Εγώ τότε, όταν εκατεβαίναμε στο Πέραμα, έβρηκα ευκαιρία και έφυγα από τση Γερμανούς. Μου κλουθούσανε και δυο τρεις άλλες κοπελιές. Τονε ξεφύγαμε, επιάσαμε τα βουνά κι εβγήκαμε εις το Χουμέρι. Από το Χουμέρι εβγήκαμε στον Άγιο Ιωάννη, από τον Άγιο Ιωάννη στα Ζωνιανά. Από τα Ζωνιανά ξετρυπήσαμε στην περιοχή του χωριού μας στη Σπαθαριά. Εγώ ήμουνε κοπελοπούλα. Στη Σπαθαριά εβρήκαμε κι άλλους χωριανούς μας, τον άντρα μου, το Διαμαντή και άλλους. Ο κουνιάδος μου ο Ιωάννης Ξυλούρης του Νικολάου (ή Κίτρης), τον αφήκανε οι κουνιάδες μου στο κρεβάτι. Αυτός πριν τον πόλεμο εβόσκευε στα βουνά. Έβλεπε τση κατσίκες. Εξάπλωσε σ’ένα χαράκι και φαίνεται πως εγύρισε εκεί που κοιμούντανε και έτσι που γύρισε έκανε πέζα, ( δάμακα δετάρι ) και εγκρεμίστηκε. Έσπασε τη μέση του. Γιατροί τότε ορθοπεδικοί και μέσα δεν εβρίσκουντανε. Και μια πραχτική η Μαριόρα του’πε : Θα κείτεσαι στο κρεβάτι ανάσκελα και ίσως να σε βοηθήσει ο Θεός να σταθείς στα πόδια σου. Αλλά αυτός εκοίτουντανε πολλά χρόνια. Όταν μας εμαζέψανε οι Γερμανοί εφύγανε κι οι αδερφήδες του. Οι Γερμανοί τση βγάλανε όξω κι εφήκαντονε στο κρεβάτι. Ο Γιάννης ακίνητος. Και στο διπλανό σπίτι ήτανε στο κρεβάτι και ο ξάδερφός του ο Κώστας Ξυλούρης του Γεωργίου (ή Κίτρης). Κι ο ένας στο κρεβάτι κι ο άλλος. Την ίδια πάθηση είχε και ο Κώστας. Εφόρτωνε ξύλα στο γάιδαρο, πριν το πόλεμο. Ετσά που φόρτωνε, έβαλε το σκοινί στο σκαρβέλι. Πιάνει το φόρτωμα με τα δόντια του για να το σύρει. Σπα το σκαρβέλι και πέφτει με την πλάτη. Έσπασε κι αυτός την σπονδυλική του στήλη όπως και τον ξάδερφό του το Γιάννη. Και εκείτουντανε κι αυτός. Ήτανε και συνομήλικοι. Δεκαφτά – δεκαχτώ χρονών. Μας ελαλούσανε οι Γερμανοί και μας εβγάλανε όξω από το χωριό και εμείνανε τα παιδιά στο κρεβάτι στα σπίτια ντως. Αρχίξανε και καίγανε οι Γερμανοί το χωριό. Μέσα στους Γερμανούς ήτονε και γκεσταμπίτες και μπήκανε στο σπίτι του Γιάννη Ξυλούρη. Αυτός φαίνεται γνώρισε κανένα. Αυτό το συμπέρασμα ήβγαλε ο άντρας μου. Και θα του’πενε ο Γιάννης του γκεσταμπίτη που μωρέ θα πας δε θα γυρίσει η εποχή ; Ο άλλος σου λέει αυτός με γνώρισε εδά και πρέπει να τονε ξεβγάλω. Και του παίζει δυο πυροβολισμούς στο στήθος και μετά ανατινάξανε το σπίτι και τονε πλάκωσε. Ο άντρας μου έβγαινε στο Βενέρι με τον Διαμαντή και με τον Μπαμπακιό. Τότε ήρθε ο Μπαμπακιός για να θάψει το κοπέλι του που το’χανε σκοτώσει οι Γερμανοί. Ήρθε κι ο άντρας μου ο Γιώργης ο Ξυλούρης για να ξεχώσει τον αδερφό του. Επήγε με το Διαμαντή. Βγάνουνε τση πέτρες, τονε βρίσκουνε και παίρνουνε μια κουβέρτα και τονε βάνουνε να τον πάνε στο νεκροταφείο. Και τότε είδε τση σφαίρες, πως τον είχανε σκοτωμένο. Εφύγανε μετά και οι Γερμανοί τση προλάβανε από το Κατσιπρομούρη και από το δέτη το Τσουρολιό και από τα Σπιθουριανά. Τοσε βάνανε αλλά εμπήκανε στο ρυάκι και τοσε φύγανε. Τον Κώστα το Ξυλούρη δεν τονε βγάλανε από το γκρεμισμένο σπίτι. Δεν επρολάβανε. Μετά που φύγανε οι Γερμανοί ήρθανε τ’αδέρφια του κι ο Κιτρογιάννης, και επολεμήσανε και τονε βγάλανε κι αυτόν.
Οι Γερμανοί δεν τα σεβαστήκανε τα παιδιά. Στο κρεβάτι που κείτουντανε και οι δυο, κακό θελά τοσε κάνουνε τω Γερμανώ ; Εφοβηθήκανε δυο ανάπηρα παιδιά ; Κι όμως τα σκοτώσανε και εγκρεμίσανε τα σπίτια ντως και τση πλακώσανε.
Γιατί ;
Της Κατοχής
(απόσπασμα)
Οι άρρωστοι, οι ανήμποροι που δεν εκινηθήκαν,
μέσα ’κεδά στα σπίθια των καήκαν, πλακωθήκαν.
Μέσα ’κεδά καήκανε ωσάν το ξιγκοκέρι
ανάλεμα τσι Γερμανούς, μα πια το Χιτιλέρη.
Να’χε βουλήσει να χαθεί του Γερμανού η αρμάδα
δυνάμεις να μην έφερνε στην Κρήτη, στην Ελλάδα.
Κλάψαν τση Κρήτης τα βουνά, ο Ψηλορείτης χώρια,
ι το χωριόν του εκάψανε οι Γερμανοί τ ’Ανώγεια.
(Ζαχαρίας Καραμπίνης)
Γεώργιος Ιωάν. Σμπώκος : Ανώγεια – Η ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους, σελ. 269
Η ΓΕΝΝΑ
…την νύκτα της 12ης Αυγούστου 1944 Γερμανικαί Δυνάμεις τριών Ταγμάτων, υπολογισθείσαι εις δύο χιλιάδας άνδρας, με τέλειον οπλισμόν με όλμους και με πυροβολικόν, προέβησαν εις την κύκλωσιν του χωρίου εκ του οποίου όμως εγκαίρως είχον αποχωρήσει πάντες οι δυνάμενοι να φέρωσι όπλα. Κατά την είσοδον Γερμανικών τινών τμημάτων εις το χωρίον εν πλήρη εξαγριώσει και με βροχήν πυροβολισμών προς κατάπτωσιν του ηθικού των κατοίκων, δεν εύρον ειμή μόνον τους μη δυναμένους να κινιθώσιν γέροντας εκ των οποίων συνέλαβον 80 τους οποίους απέστειλαν αμέσως υπό μεγάλην συνοδείαν ως ομήρους εις το Ηράκλειον. Μετά ταύτα συνεγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα εις την πλατείαν του χωρίου μη επιτρέψαντα εις ταύτα να παραλάβωσιν ουδέ εν κλινοσκέπασμα ή τεμάχιον άρτου και υπό την απειλήν των ταχυβόλων και των όπλων των τα οδήγησαν εις το χωρίον Πέραμα, εις απόστασιν τουτέστιν πλέον των 30 χιλιομέτρων, όπου και τα διεσκόρπισαν εις όλα τα χωρία του Κάτω Μυλοποτάμου. Ευθύς αμέσως οι Γερμανοί ήρχισαν την λεηλασίαν του χωρίου δια συστηματικών ερευνών των οικιών τούτου συναποκομίζοντες άπαντα τον κινητόν πλούτον τούτου (ρουχισμόν, έπιπλα, ραπτομηχανάς, τρόφιμα κλπ.), των οποίων δια των πολυαρίθμων κτηνών του χωρίου μετέφερον εις το εγγύς ευρισκόμενον χωρίον Σίσσαρχα όπου το τέρμα της αμαξιτής οδού Ηρακλείου από όπου δια διακοσίων και πλέον αυτοκινήτων μετέφερον τούτον προς όλας τας κατευθύνσεις εις όλην την Κρήτην.
Αφού επετεύχθη η μερική εκκένωσις του χωρίου δια της αρπαγής των υπαρχόντων αυτού, ήρξατο η πυρπόλησις και η κατεδάφισις των οικιών, χρησιμοποιουμένων προς τούτο ειδικών αποσπασμάτων καταστροφής εκ στρατευμάτων του Μηχανικού, τα οποία εχρησιμοποίησαν αποτελεσματικάς εκρηκτικάς ύλας και άλλα εργαλεία και μέσα καταστροφής.
Η υποστήριξις των τμημάτων τούτων καταστροφής, εν τη εκτελέσει του απαίσιου έργου των εγένετο δια πυρών πυροβολικού και μεγάλων τμημάτων προφυλακών εγκατασταθεισών εις τα πέριξ του χωρίου υψώματα…
( Έκθεσις επί της δράσεως της ενόπλου Ομάδος Αντιστάσεως Ανωγείων, και ολόκληρου του διαμερίσματος Επαρχίας Άνω Μυλοποτάμου, κατά την Μάχην της Κρήτης, το διάστημα της υποδουλώσεως και τηκαι να κάψουν το χωριό ήταν μεγαλύτερη από το να δώσουν σημασία στα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ένας αριθμός Ανωγειανών (γερόντων και γυναικών). Μεταξύ τους και η Αλεξάνδρα Φασουλά (Σμπώκου). Έγκυος, περιμένοντας να γεννήσει το πρώτο παιδί της από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα. Οδηγήθηκε κι αυτή στο Αρμί και υποβλήθηκε στο μαρτύριο της εξαντλητικής πορείας που ακολούθησαν οι Ανωγειανές μέχρι να φτάσουν στο Πέραμα. Η ίδια διηγείται :
…το 1942 αρραβωνιαστήκαμε με τον Κωστή, το 1943 στεφανωθήκαμε και το 1944 μας εδιώξανε οι Γερμανοί από το χωριό. Το’χαμε σύστημα. Αν ήθελα γαυγίζουνε οι σκύλοι εξέραμε ότι ήρχουντανε οι Γερμανοί. Το φωνάζανε μετά στο χωριό
-Γερμανοί έρχουνται ! Γερμανοί έρχουνται !
Εκείνο το πρωινό ακούστηκε ότι ήρθανε οι Γερμανοί στο χωριό και είπανε να συγκεντρωθούμε όλες οι γυναίκες στο Δημοτικό Σχολείο. Εγώ δεν επήγα αμέσως. Το’πα τση γειτόνισσας επειδή ήμουνε ετοιμόγεννη να γεννήσω. Κι άλλες φορές που μας είχανε φωνάξει οι Γερμανοί δεν επήγαινα. Μου λέει η γειτόνισσα κάτσε και μη’ ρθεις. Αλλά τελευταία ήρθανε τρεις Γερμανοί και μου λένε παρτί ! Είπα ντως ότι δεν μπορώ, τώρα θα γεννήσω μα αυτοί με πήρανε. Μας συγκεντρώνουνε όλα τα γυναικόπαιδα στο σχολειό και τε μας εβάνουνε μπροστά το μεσημέρι. Και πηγαίναμε, και πηγαίναμε με τα πόδια, που να πρωτοπάς. Κάθε δέκα γυναίκες ήτονε και ένας Γερμανός, εμένα με είχαμε τρεις στη μέση. Στο «Βαθύ Στενό» μας εφήκανε να πιούμε νερό. Εγώ ήμουνε με τη μάνα και τη πεθερά μου. Είδα ένα και φόριε τρία γαλόνια. Λέω ότι αυτός είναι αξιωματικός και αποφασίζω να πάω να του μιλήσω. Μου σύρνουνε τση φωνές η μάνα μου και η πεθερά μου, θα σε σκοτώσουνε μόνο μη πας μου λέγανε. Εγώ ήμουνε αποφασισμένη, δεν εμπορούσα να πιαίνω άλλο με τα πόδια και λέω ντως ότι θα πάω κι ας με σκοτώσουνε. Επήγα και ο Γερμανός μου λέει τι θέλεις εσύ ; Του λέω να με φήσετε εδώ, δεν το βλέπεις ότι θα γεννήσω ; Αυτός ήξερε λίγο τα ελληνικά. Αυτός μου λέει όχι εδώ. Να κοιτάζεις να μ’αφήνεις πίσω σου. Θα σ’αφήσω στο Γενί Γκαβέ, στο Πέραμα, όχι εδώ. Η πεθερά μου λέει να πάμε μέχρι τον Αήμονα που’χαμε μια συντέκνισσα και να του πω να μ’αφήσει εκεί. Λέω του Γερμανού να μ’αφήσει στον Αήμονα. Αυτός ο Γερμανός ήτονε καλός, λίγο ηλικιωμένος και εδέχτηκε. Από την άλλη μεριά όμως ήτονε ένας κοντός, αδύνατος, ένας ψακωμένος Γερμανός και με ξάνοιγε άγρια. Εγώ ενόμιζα ότι θα κάνω το παιδί εκείνη τη στιγμή γιατί ήμουνε και πρωτόγεννη και δεν ήξερα. Σ’όλο το δρόμο έλεγα Παναγία μου και βοήθησέ με ! και ο ψακωμένος Γερμανός μου φώναζε παρτί, πόλεμος, άντε ! και κάθε φορά μου’παιζε μια στον ώμο με το όπλο. Εγώ του’λεγα πήγαινε μπροστά, είναι ανάγκη να πηγαίνομε μαζί ; αλλά αυτός δεν εκαταλάβαινε ήντα του’λεγα. Ο άλλος Γερμανός ο ηλικιωμένος μου’λεγε συνέχεια τι κρίμα εσύ ! Μόλις περπατούσαμε λίγο εγώ κάθε είκοσι μέτρα να σταθώ γιατί δεν εμπόρουνα. Να’ρθει πάλι ο κοντός να μου κάνει τα ίδια, να με σπρώχνει και να μου φωνάζει παρτί ! Φύγε από μπροστά μου του’λεγα συνέχεια αλλά αυτός το ίδιο βιολί εβάστουνε συνέχεια.
Τίποτα, αυτός εκεί. Με χίλια βάσανα εκατάφερα και φτάξαμε στον Αήμονα. Όταν επροβάλαμε στο χωριό τον έχασα τον ηλικιωμένο Γερμανό και λέω ήντα θα γενώ τώρα. Εκοίταζα γύρου γύρου και μ’είδε από απόσταση και έρχεται. Μου λέει σταμάτα. Ο άλλος με χτύπουνε να προχωρώ. Ο Γερμανός που ήρθε κοντά βγάνει δυο σοκολάτες και μου λέει να τση φάω που είναι για τον πόνο και να μ’αφήσει όπου θέλω. Εγώ τση σοκολάτες τσ’έδωκα του κουνιάδου μου του Ζαχαρία που το σύρναμε μαζί μας, κοπέλι δέκα χρονών ήτονε τότε. Όταν εφτάξαμε στον Αήμονα μας εφήκανε όλο το κόσμο να πιούμε νερό. Αύγουστος μήνας, μεσημέρι. Άμα πέρασε λίγη ώρα ξανοίγω να ιδώ τον αξιωματικό και δεν τον έβλεπα πάλι. Ώφου κι ήντα θα γεννώ έλεγα. Μια στιγμή πάλι τον είδα να’ρχεται από μακριά. Ο κοντός ήτονε συνέχεια δίπλα μου. Μου λέει παρτί. Πήγαινε του λέω δεν βλέπεις ότι δεν μπορώ να προπατώ;
Μου κουμπίζει το όπλο απάνω μου και μου λέει πάλι παρτί !
Εγώ έκλαιγα και να τον άλλο και μου λέει γιατί κλαις ; Του λέει η μάνα μου δε βλέπεις παιδί μου, να τη σκοτώσει θέλει. Γυρίζει ο αξιωματικός και του λέει σακραμέντο ! και τονε διώχνει. Του λέω σε παρακαλώ άσε με εδώ στο χωριό. Εμπήκαμε σ’ένα στενό και μας άφησε. Εξ’αιτίας μου εμείνανε πολλές γυναίκες. Γιατί του λέει η πεθερά μου ότι θέλουμε βοήθεια από γυναίκες, θέλουμε μαμή και έτσι εμείναμε η πεθερά μου, η μάνα μου μια θεία μου και δυο τρεις άλλες συγγενείς. Οι Γερμανοί ήρθανε δυο τρεις φορές και μας ελέγανε παρτί αλλά ο αξιωματικός τση’διωχνε. Όντεν εφύγαμε από τα Ανώγεια είχα πάρει ένα τυρί για τη γέννα μου και το σήκωνε η πεθερά μου. Έρχεται και μου λέει να του πάω το τυρί του Γερμανού μα βγαίνει του. Κόβγω το μισό τυρί και του το πάω και μου λέει όχι, δική σου μαντζαρία, εμείς έχομε. Όταν εξεκουραστήκανε λίγο οι γυναίκες, και εφεύγανε από τον Αήμονα με τση Γερμανούς πάλι πορεία, ήρθε και με χαιρέτηξε. Η μάνα μου τονε ρώτηξε αν χαλάσουνε το χωριό. Κι αυτός μας είπε μπαμ, μπαμ, όλο κάτω. Τότε έβγαλε μια φωτογραφία από το τσεπάκι του και μου δείχνει τη γυναίκα του. Μου λέει ότι και η γυναίκα του ήτονε όπως κι εγώ έγκυος. Γι’αυτό με λυπήθηκε και μένα. Σου λέει άλα μπλήρη ήντα να πάθει κι η δική του εκεί που είναι.
Και ήθελε ο Θεός και εφύγανε και μας αφήκανε κειδά πέρα.
Το βράδυ ήρθε ο άντρας μου με το Σταυρακοβασίλη να με ιδούνε. Είχανε ρωτήξει και εξέρανε που είμαστε. Μόλις ενύχτωσε και ήρθανε εφωνάξανε κάποιοι, Γερμανοί ! Και φεύγουνε και δεν τσ’είδαμε καθόλου. Εμείς επήγαμε και μείναμε στο σχολειό του Αήμονα και επερίμενα να γεννήσω. Μετά δυο μέρες ήρθε στον Αήμονα ο γούμενος ο Δακανάλης τση μονής Χαλέπας. Του’πανε οι Αημονιώτες ότι είναι μια γυναίκα Ανωγειανή να γεννήσει και με κάλεσε και πήγα στο μοναστήρι που έμενε ένας συγγενής του γιατρός, Δακανάλης κι αυτός. Και πήγαμε με τη μάνα μου. Στο μοναστήρι ήτονε πολλοί ανθρώποι και μας επήγανε σε ένα αχεριώνα. Και σε δυο μέρες αρχινά η γέννα. Ούτε κρεβάτι ούτε πράμα. Χάμε στο χώμα εγέννησα. Και έκανα ένα αγόρι. Αλλά δεν ήτονε τυχερό και επέθανε. Εκατέβηκε λουροδεμένο και εχάθηκε. Όλα τα φταίνε οι Γερμανοί. Από την ταλαιπωρία του δρόμου και την προπατηξά εχάθηκε το κοπέλι. Αν ήμουνε στο σπίτι μου δεν ήθελα χαθεί. Από το μοναστήρι κάθε μέρα εγροικούσαμε μπουμ μπουμ και εφαίνουντονε οι καπνοί, που ανατινάζανε οι Γερμανοί το χωριό. Εγώ εγέννησα τέσσερις μέρες μετά που εφύγαμε από το χωριό, 17 Αυγούστου του 1944.
Και ήμουνε τότες 22 χρονών.
Το ίδιο βράδυ τση γέννας ήρθε ο πεθερός μου και του λέω :
-Εχαλάσανε οι Γερμανοί το σπίτι μας ;
-Σήμερο που έχασες το γιο σου εχαλάσανε και οι Γερμανοί το σπίτι, μου’πε.
Εγώ όταν ήρθα στο χωριό, το σπίτι το γνώρισα από μια μουριά που είχε απ’έξω.
Στη Γερμανία επήγα και έκαμα ένα χρόνο. Ήταν η κόρη μου εκεί και ήθελα να κάνει εγχείρηση χολή και είχε δυο μικρά παιδιά. Και μου λέει να’ρθεις μαμά να με βοηθήσεις. Εκεί που έμενε στη γειτονιά ήσανε όλοι Γερμανοί. Πολλές φορές εκατέβαινα να πάρω γράμματα από το γραμματοκιβώτιο και ένας γέρος Γερμανός κουτσός έβγαινε μπροστά μου και μου’λεγε:
Καπούτ οι κρέτα !
Στην Κρήτη ετραυματίστηκε και κουτσάθηκε μας έλεγε.
Κι εγώ του’λεγα :
Μα ήντα γυρεύγετε εσείς κι ήρθετε στην Κρήτη !
Την Τρίτη το τελευταίο μέρος