Πάτρικ Λη Φέρμορ 1946

(ανέκδοτο κείμενο-ομιλία του Πάτρικ Λη Φέρμορ στον φιλολογικό σύνδεσμο «Παρνασσός», δυο χρόνια μετά το ολοκαύτωμα των Ανωγείων. Το κείμενο μου παραδόθηκε από την κ. Αγγλία Δραμουντάνη – Παπαδάκη, στις 13 Ιουλίου 2004, μετά την παρουσίασή του από την ίδια στην πλατεία Αρμί και στις εκδηλώσεις του Δήμου Ανωγείων για την καταστροφή του χωριού τον Αύγουστο του 1944).

Την 31ην Δεκεμβρίου 1943 ο αρχηγός της Π. Επιτροπής Διαμερίσματος Άνω Μυλοποτάμου Ιωάν. Δραμουντάνης ή Στεφανογιάννης, επί τη λήξει του έτους 1943 και την ανατολήν του 1944, απηύθυνεν εγκύκλιον προς τους κατοίκους του Διαμερίσματος.

31/12/1943

Προς

Όλους τους καλούς συνεργάτας και συναγωνιστάς του διαμερίσματος Άνω Μυλοποτάμου

Το λήξαν έτος 1943 υπήρξεν δια την χειμαζομένην εκ του αγρίου πολέμου ανθρωπότηταν καταστρεπτικότατον, διότι εντός αυτού διεξείχθησαν αι πλέον μεγάλαι και καταστρεπτικαί μάχαι του πενταετούς πολέμου. Εντούτω όμως υπήρξεν και το πλέον ελπιδοφόρον έτος δια τους συμμάχους και τους λαούς των φιλειρηνικών κρατών διότι μέσα στο έτος τούτο εδόθησαν εις τα φασιστικά και βάρβαρα κράτη τα πλέον τρομερά και αποτελεσματικά κτυπήματα τα οποία μας επιτρέπουν να ατενίζομεν μετά βεβαιότητος εις το ανατέλλων έτος 1944 ότι θα χαρίση την ειρήνην και γαλήνην εις την ανθρωπότηταν των οποίων τόσον έχει ανάγκη.

Το 1943 τα συμμαχικά στρατεύματα των ΑΪΖΕΝΧΑΟΥΕΡ και ΜΟΝΤΓΚΟΜΕΡΙ ανακτίσαντα εις όλα τα μέσα διεξαγωγής του πολέμου την υπεροχήν, ήρχισαν την καταδίωξιν των ληστρικών ορδών του Μουσολίνι και του Ρόμελ εκ του Ελ Αλαμέιν και Δ. Αφρικής και τους έφεραν εις την καταστρεπτικήν ήτταν της Τίνιδος, διανείσαντα δύο χιλιάδες χιλιόμετρα εκ του Α. Μετώπου τα στρατεύματα του Στρατάρχου Τιμοσένκο, από το Στάλικραντ και Καύκασον κατεδίωξαν τας στρατιάς του Χίτλερ μέχρι των Πολωνικών συνόρων.

Το 1943 αι συμμαχικαί δυνάμεις εκέρδισαν την μάχην του Ατλαντικού, το σημαντικώτερον κατώρθωμα του πολέμου.

Το 1943 η συμμαχική αεροπορία κατέφερεν τα τρομερώτερα πλήγματα εις τα κέντρα βάσεις και συγκοινωνίας του εχθρού και τέλος κατά την διάρκειαν του έτους τούτου επήλθεν η κατάρρευσις του ενός σκέλους της συμμορίας Χίτλερ – Μουσολίνι. Αυτά όσον αφορά το πολεμικόν επίπεδον.

Το 1943 επραγματοποίησεν την πλήρην συμφωνίαν των Ηνωμένων Εθνών δια την μεταπολεμικήν περίοδον, δια την ανόρθωσιν του κόσμου και την επούλωσιν των πληγών του σκληρού πολέμου και ενός καλυτέρου επιπέδου διαβιώσεως των ανθρώπων. Αυτά επετελέσθησαν κατά την διάρκειαν του ιστορικού τούτου έτους του οποίου το πέρασμα άφησεν Ιστορικάς αναμνήσεις εις την Ανθρωπότητα.

Το ανατέλλων έτος 1944 την Ανατολήν του οποίου χαιρετίζομεν με πλήρην πεποίθησιν ότι θα φέρη την νίκην και θα χαρίση την ευτυχίαν εις τον κόσμον, ευρίσκει τα Ηνωμένα Έθνη τόσον ηνωμένα και ισχυρά ώστε εντός ολίγου να δώσουν το τελειωτικόν χτύπημα εις το σφαδάζον τέρας του Ναζισμού.

Το νέον έτος, δι ημάς τους Κρήτας έχει ιδιαιτέραν σημασίαν διότι μας ευρίσκει υπέρποτε άλλοτε ηνωμένους και πειθαρχημένους εις τους αξίους αρχηγούς μας δια την εκτέλεσιν του υπερτάτου προς την Πατρίδα καθήκοντος, δια την ανάκτισιν της ελευθερίας μας.

Επί τη ευκαιρία του ανατέλλοντος έτους 1944 σφίγγω το χέρι σας όλων των καλών εργατών ενός καλυτέρου Ελληνικού μέλλοντος και σας εύχομαι όπως το έτος τούτο πραγματοποιήση τους πόθους σας και ολοκληρώση την ευτυχία σας.

Μαζί με τας ευχάς μας προς τας οικογενείας σας σας στέλλομεν τους πλέον εγκαρδίους συναδελφικούς χαιρετισμούς

Ι.Δ.

Ιωάννης Δραμουντάνης – Στεφανογιάννης

(Αρχείο Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, φάκελος 17, αριθμός εγγράφου 191,192)

Τίποτα δεν προμήνυε στην εγκύκλιο του Αρχηγού των Ανωγείων Ιωάννη Δραμουντάνη ή Στεφανογιάννη αυτά τα οποία επακολούθησαν κατά το έτος 1944 στο χωριό του τα Ανώγεια, έτος το οποίο ο αρχηγός χαιρέτιζε με μεγάλη πεποίθηση ότι θα φέρει την νίκη και την λύτρωση.

Την 13η Φεβρουαρίου συλλαμβάνεται και εκτελείται ο ίδιος από τους Γερμανούς και έξι μήνες αργότερα την 13η Αυγούστου το ιστορικό χωριό των Ανωγείων θα παραδοθεί για τρίτη φορά στην ιστορία του στις φλόγες και την ολοκληρωτική καταστροφή.

Η ΜΠΑΜΠΑΚΙΟΥΔΑΙΝΑ

Αφήγηση Ζαφειρένια Ξυλούρη -Σκουλά του Εμμανουήλ ή Μπαμπακιούδαινα ( αδερφή του παπά – Γιάννη Σκουλά ) : …το πρωί όταν ξημέρωσε η μέρα ήρθανε και είπανε να πάνε απάνω όλα τα γυναικόπεδα. Το διατάξανε οι Γερμανοί. Ο άντρας μου ήτανε αντάρτης στο βουνό. Άντρες στο χωριό δεν υπήρχανε. Όλοι ήτανε αντάρτες. Οι Γερμανοί εβρήκανε πολλά γυναικόπεδα στο χωριό. Αν ήθελα δε βρούνε τόσα πολλά γυναικόπεδα οι Γερμανοί στο χωριό ήθελα μας εσκοτώσουνε. Άμα επήγαμε στο σχολείο μας είπανε να πάμε να πάρομε από το σπίτι μας κάτι ότι ήθελα μπορούμε να σηκώνομε. Πως ήθελα μας εφύγουνε δεν το ξέραμε βέβαια. Ήρθαμε μεις, ήρθενε και το παιδί μου, αυτό μου κλούθανε αυτό ήτονε εννιά χρονών. Το λέγαμε Στεφανή. Τότε εγώ είχα τρία παιδιά. Το άλλο βράδυ είχαμε φύγει πάλι από τα σπίτια μας και είχαμε πάει απέναντι και εξομείναμε έξω. Επεριμέναμε να έρθουνε οι Γερμανοί. Τα παιδιά ενομίζανε ότι ήθελα να πάμε πάλι έξω από το χωριό να ξομείνομε. Εγώ ήμουνε μέσα στο σπίτι και έγκυος οχτώ μηνών. Γύρευγα να πάρω ρούχα για την γέννα μου. Μπαίνει ο Στεφανής και μου λέει :

-Μάνα, ήντα να πάρω ;

Είχαμε δυο γειτονάκια, το Μιχάλη και το αδερφάκι του το Γιώργη το Μπροκάκη. Του φωνιάζανε του Στεφανή. Το παιδί εγώ δεν τ’άκουσα που φώναζε του δικού μου. Είπα του Στεφανή μου :

-Πάρε παιδί μου το πάπλωμα και πήγαινε.

Δεν εκατάλαβα πως τα παιδιά δεν ήθελα γιαγύρουνε στο σχολειό μόνο να πάρουνε απάνω προς το βουνό. Το παιδί επήρε το πάπλωμα και εγώ στο σπίτι μέσα εγύρευγα τα ρούχα που μου χρειάζουνται. Τα βάνω σ’ένα τσουβάλι. Γρικώ τον πυροβολισμό κι ήμουνε μες στο σπίτι. Το παιδί μου ήτονε στο γύρο του δρόμου, στην καμάρα, εκεί που είναι ο Άγιος Νεκτάριος. Εγώ δεν άκουσα πως τους φώναξε ο Γερμανός.

Το γειτονάκι μας επήρε τον Στεφανή και πηγαίνανε προς τα πάνω να βγούνε έξω από το χωριό. Εγώ έβαλα το τσουβάλι τα ρούχα στον ώμο, το σηκώνω και εβγήκα και προχώρησα προς την μεριά της καμάρας. Εκεί που πήγαινα μου λέει του Μίχαλου η μάνα, η Ελένη Σκουλά :

-Έ καημένη, εσκοτώσα το.

Εγώ εξαφνιάστηκα, δεν εκατάλαβα και επήγαινα. Πάω και το βρίσκω πεσμένο στο δρόμο. Ήτανε πηγεμένες μερικές γυναίκες, πολλά παιδιά εστέκανε από πάνω του. Ο Γερμανός είδε τα παιδιά ότι δεν επηγαίνανε προς το σχολειό, τους εφώναξε αλλά αυτά δεν εδώκανε σημασία και επυροβόλισε. Η σφαίρα εβρήκε το δικό μου παιδί, τον Στεφανή μου.

Επήγα και το βάνω στα γόνατά μου. Η σφαίρα το βρήκε στο λαιμό. Ο Στεφανής μου άνοιξε το στόμα του και ετελείωσε. Έρχεται ο Γερμανός με το όπλο. Μου λέει να φύγω. Εγώ δεν έφευγα και τον έξύβριζα. Αυτός το καταλάβαινε πως τον έβριζα. Μου λέει ο Γερμανός ότι κι εγώ καπούτ. Εγώ δεν έφευγα μόνο έκλαιγα. Επήρα το πρόσωπο του Στεφανή μου και το καθάριζα από τα χώματα και εμοιρολογούμουνε. Του’πλυνα το πρόσωπο με τα δάκρυά μου. Ύστερα δεν μ’αφήκανε οι γυναίκες μόνο με πήρανε και φύγαμε. Το παιδί μου έμεινε εκεί πεσμένο. Έμεινε ξοπίσω η πεθερά μου και δυο τρεις άλλες γυναίκες. Εμείς οι υπόλοιπες επήγαμε στο Αρμί στο σχολειό. Οι Γερμανοί δεν εφήνανε να πάρουνε το παιδί από κια. Η πεθερά μου η Μαγδαληνή Ξυλούρη εβρήκε μια τση ανιψιά Κατερίνη Γιαννιούδαινα την λέγανε και πήγανε στους Γερμανούς και τους λένε να πάρουνε το παιδί. Ελέγανε των Γερμανών να πάρουνε το παιδί να το πάνε στην εκκλησία. Οι Γερμανοί δεν αφήνανε μόνο τση στείλανε στο φυλάκιο και τον έδωκε χαρτί ο υπεύθυνος και έτσι το πήρανε. Το πήγανε μες στην εκκλησία. Και έκαμενε έξε μερόνυχτα μες στην εκκλησία άθαφτο. Άμα το πήρανε το παιδί και το πήγανε στην εκκλησιά η πεθερά μου ήρθε κι αυτή στο σχολειό. Μας επήγανε οι Γερμανοί στο Γενή Γκαβέ. Εκεί εξωμείναμε. Το πρωί μας εβάνουνε στον αμαξωτό, μας επροπατούσανε και επήγαμε στο Πέραμα. Όλα τα γυναικόπεδα του χωριού. Εκεί μας εφήκανε σ’ένα λιόφυτο. Ήτανε σπερνό τση Παναγίας. Μας εφέρανε οι ανθρώποι ελιές ψωμί, πατάτες ότι είχανε. Μετά μας επήρανε οι Μυλοποταμίτες στα σπίτια ντως. Κάθε οικογένεια έπαιρνε και μια από τις δικές μας, μας το κάνανε πολύ καλά. Εγώ δεν επήγα στο Πέραμα. Ήρθε ένας και τονε λέγανε Σαρή και γνώριζε τον αδερφό μου τον παπά - Γιάννη.

Μας επήρε και μας επήγε σ’ένα δικό του σπίτι στο Μελιδόνι. Του άντρα μου δεν του λέγανε την αλήθεια πως εσκοτώσανε οι Γερμανοί το Στεφανή μας. Μόνο του λέγανε άλλα. Μια μέρα του λέει η Λακιώταινα :

-Έ καημένε Μανόλη, παίζουσί σε. Το κοπέλι σου σκοτώσανε οι Γερμανοί.

Ο άντρας μου εγύρευγε τότε να με βρει. Δεν εκάτεχε ούτε εγώ που ήμουνε ούτε τα παιδιά. Το κοπέλι ήταν ακόμη μες στην εκκλησία της Παναγίας εδώ στα Ανώγεια στο Περαχώρι. Το χωριό έρημο. Μόνο τρεις γυναίκες ηλικιωμένες ερχόντανε κάθε μέρα και επαίρνανε τρόφιμα από τα δικά ντως σπίτια. Η Κρυστάλλη η Σταυρακάκη, η θειά μου η Μαριόρα και η Πατάραινα. Και εκεί που είναι τώρα το κατηχητικό ήτανε νεκροταφείο παλιό. Ήρθενε ο άντρας μου στο Μελιδόνι και με βρήκε. Έμαθε που ήμουνε. Εγώ έκλαιγα. Εκεί μου’πε ότι θα’ρθει στα Ανώγεια να θάψει το κοπέλι. Οι Γερμανοί κάθε πρωί ήρχουντανε στο χωριό εγκρεμίζανε και εκαίγανε τα σπίτια και κάθε βράδυ επηγαίνανε στα Σίσαρχα. Ο άντρας μου ήρθε και ήτανε εδώ στην γειτονιά μια κοπελιά Χρυσαυγή την λένε και επήγανε μες στην εκκλησία να πάρουνε το παιδί. Το λάδι του ήτονε χυμένο μες στην εκκλησία. Και το παιδί ήτονε μαύρο κατάμαυρο. Καλλιά που δεν το’δα μου’λεγε μετά η Χρυσαυγή. Ο άντρας μου είπε στην Χρυσαυγή να τονε βοηθήσει να το πάνε στο νεκροταφείο. Εβοήθησέ ντονε η Χρυσαυγή Ξυλούρη. Ήρθε επαδέ στο σπίτι μου να βρει ένα ρούχο να του βάλει και δεν έβρισκε. Όλα τα’χανε παρμένα. Σκέψου δα που είχα όλη την προίκα μου εδώ. Δεν εβρήκε ρούχο μόνο ένα παλιό γαμπά. Το πήγανε στο νεκροταφείο. Και μόλις εφτάξανε έπιασε ο άντρας μου να βγάλει μια πλάκα και να το θάψει. Εκεί ήτανε και οι τρεις γυναίκες η Κρυστάλλη, η Μαριόρα και η Πατάραινα. Και μόλις έπιασε να σηκώσει την πλάκα να βάλει το παιδί ο άντρας μου φωνιάζει μια γυναίκα απέναντι :

-Γερμανοί μόνο φύγετε !

Μόλις το’πε από πάνω από το δρόμο σ’ένα πρινάρι ήτονε οι Γερμανοί προβαρμένοι. Αφήνει ο άντρας μου το παιδί άταφο και φεύγει. Και παίρνει κάτω. Στου Σμπρουλογιώργη τα σπίτια εμπέρδεψαν τα πόδια του κι εγανάχτησε να τα ξεμπερδέψει.

Και όντεν επέρνανε την εκκλησία τση Παναγίας του βάνανε με το πολυβόλο οι Γερμανοί και επήρε τση σφαίρες ο ρούκουνας τση εκκλησιάς. Ο ρούκουνας τση Παναγίας εσκότωσε τση σφαίρες. Και το παιδί το θάψανε οι τρεις γυναίκες και η Χρυσαυγή. Στο παλιό νεκροταφείο.

Ήρθε μετά ένας Παπαδογιάννης που γνώριζε ένα μου αδερφό το Λευτέρη και έρχεται και μας παίρνει και πάμε στην Αγυιά. Εκάναμε εκιά δυο τρεις ημέρες. Μετά ήρθε η κουνιάδα μου η παπα – Γιάνναινα και με πήρε και πήγαμε στον Άη –Γιάννη. Από τον Άη – Γιάννη επήγα στην Αξό. Εκεί εγέννησα και έκαμα ένα κοριτσάκι. Και επέθανε κι αυτό στο χρόνο απάνω. Όντεν ήμουνε στην Αγυιά, τα Ανώγεια εφαίνουντανε από κει και εθώριες μαύρους καπνούς και εβγαίνανε από το χωριό μας.

Οι Γερμανοί εκαίγανε πρώτα τα σπίτια και μετά τα ρίχνανε.

Μια μέρα από την Αξό εθέλανε να ρθούνε στο χωριό η πεθερά μου και η μάνα μου μήπως βρούνε τίποτα από τα σπίτια μας. Εγώ τονα ακλούθουνα και εμπήκαμε ποταμό ποταμό να ρθουμε στ’Ανώγεια. Εφτάξαμε. Εγώ δεν ήρθα στο σπίτι. Αυτές ήρθανε μα εγώ επήγα στο νεκροταφείο. Απάνω στον τάφο του παιδιού μου έκλαιγα. Κι εκιά που έκλαιγα και ήμουνε μοναχή στο νεκροταφείο θωρώ έναν άνθρωπο ψηλό με τα θερινά ρούχα και έρχεται και μ’αγκαλιάζει Στρέφομαι και βλέπω τον αδερφό μου τον παπά – Γιάννη. Ξυρισμένο. Δεν τονε γνώρισα στην αρχή γιατί δεν τον είχα θωρώντας ξυρισμένο. Από δω έφυγε παπάς και μετά έγινε στην Μέση Ανατολή αλεξιπτωτιστής.

Σαν εγίνηκα εννιά μερών λουχούνα ήρθενε ο πατέρας μου και μας επήρε και επήγαμε στο Κεραμούτσι. Από κει ήτανε τση μάνας μου ο πατέρας. Και κάμαμε στο Κεραμούτσι ένα χρόνο. Στο χρόνο απάνω ο άντρας μου επολέμησε κι έκανε ένα μικρό σπιτάκι εδώ στ’Ανώγεια και εγυρίσαμε πίσω…

Μανούλα μ’ όταν μ ’έκαμες ήτονε μαύρη μέρα

κι έφαε το κορμάκι μου του Γερμανού η σφαίρα.

Μανούλα μ’ όταν μ ’έκαμες δεν έτρεχε ποτάμι,

να ρίξεις το κορμάκι μου το ρέμα να το πάρει ;

Κι όταν θ’ακούσεις μάνα μου να κελαηδούν τ ’αηδόνια,

τότε ο γιος σου κείτεται σε νεκρικά σεντόνια.

Κι όταν θ’ακούσεις μάνα μου να κλαίει η κουκουβάγια

τότε ο γιος σου κείτεται σ’ενός βουνού τα πλάγια.

( Ανωγειανό μοιρολόι από το βιβλίο του Γεωργίου Σμπώκου «Ανώγεια – Η ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους» σελ. 284 )

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Βασίλης Σταυρακάκης ή Βασιλέας, έχει κρεμασμένη στον τοίχο του σπιτιού του στα Ανώγεια μια φωτογραφία, τραβηγμένη το 1931 όπου εικονίζεται ο πατέρας του Μερτζανοζαχαράκης με τα δυο του παιδιά Βασίλη και Γιώργη. Την φωτογραφία κατάφερε να διασώσει μέσα από τις φλόγες του ολοκαυτώματος του χωριού τους, τον Αύγουστο του 1944, η μητέρα του η Κρυστάλλη.

Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Ανώγεια, τον Αύγουστο του 1944, με σκοπό να κάψουν και να ανατινάξουν ολόκληρο το χωριό, διάλεξαν μερικά σπίτια των Ανωγείων, μεταξύ τους και το σπίτι του Μερτζανοζαχαράκη, για να μείνουν όσες μέρες θα γινόταν η παραπάνω επιχείρηση.

Η οικογένεια των Σταυρακάκηδων είχε καταλύσει στο χωριό Βενί. Η Κρυστάλλη πήγαινε από το Βενί, κάθε μέρα μετά το μεσημέρι στο σπίτι της στα Ανώγεια, να παίρνει τρόφιμα από την αποθήκη της για να μαγειρεύει στην οικογένειά της. Κάθε βράδυ που επέστρεφε η Κρυστάλλη στο Βενί, τον κόπο της ημέρας απάλυνε η σκέψη ότι το σπίτι της ακόμη υπάρχει, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού.

( Η Κρυστάλλη Σταυρακάκη είχε μείνει χήρα, όταν το 1934, σκοτώθηκε σε ατύχημα ο άντρας της Σταυρακάκης Μανόλης ή Μερτζανοζαχαράκης ).

Όμως αλίμονο, την τελευταία ημέρα της αναχώρησης των Γερμανών, το σπίτι της παραδόθηκε στην φωτιά από τους κατακτητές. Βλέποντας στον τοίχο την φωτογραφία του άντρα της με τα δυο παιδιά της, πέφτει στις φλόγες, την ξεκρεμά και την διασώζει. Η αφήγηση του Βασίλη Σταυρακάκη είναι αφοπλιστική :

…εγώ είμαι που στέκω και ο αδερφός μου ο Γιώργης είναι που τον έχει στην ποδιά του ο πατέρας μου. Το σπίτι μας το’χανε φυλάκιο οι Γερμανοί. Ήτανε καλό σπίτι, μεγάλο, κεραμιδωτό με τέσσερα νερά. Εμείς εφύγαμε και πήγαμε επαδέ κάτω σε ένα χωριό στο Βενί. Αλλά δεν ήξερε η συχωρεμένη η μάνα μου, που κρατούσαμε εμείς τα κοπέλια, ανέ ζούμε ή όχι. Είχανε πάει εκιά στο μύλο σαράντα άτομα, όλη μας η φάρα. Ήρχουντανε στο σπίτι η μάνα μου γιατί ήτονε ακόμη αχάλαστο, το’χανε φυλάκιο οι Γερμανοί. Εγέμιζε ένα τσουβάλι τρόφιμα και τα σήκωνε και τα πήγαινε 15 – 20 χιλιόμετρα και τα μαγέρευγε σ’ένα καζανάκι. Το καζάνι αυτό το’χομε ακόμη. Εμαγέρευγε στο καζάνι και τρώγανε σαράντα άτομα. Και κάθε μέρα δα ήρχουντονε και έλεγε ζει μωρέ ακόμη το σπίτι και έκανε το σταυρό τση. Έκανε το σταυρό τση στη Παναγία να γλιτώσει το σπίτι. Και την τελευταία μέρα θωρεί δυο γερμαναράδες και μαζεύουνε όλα τα έπιπλα που’χενε ο οντάς μας, καρέκλες, τραπέζια και τα κάνουνε ένα σωρό. Η μάνα μου στέκει στην πόρτα και λέει στση Γερμανούς :

-Μη μου κάψετε το σπίτι!

Ένας Γερμανός τση λέει:

-Γιαγιά πόλεμος, δεν πειράζει !

Μόλις τα κάνανε ένα σωρό, πετούνε ένα υγρό, βενζίνα θα’τανε. Μόλις έναψε την παρασύρα και την πέταξε στο υγρό, έρπαξε η φωτιά, ερπάξανε τα έπιπλα και γρίκουνε τα κεραμίδια να σπούνε. Στέκει η μάνα μου στη πόρτα και δεν επρόβαλε ούτε δάκρυ. Και τάρασσε το μυαλό τση και λέει ήντα να πάρει από το σπίτι. Και νταρντίζει στη φωτιά κι αρπά αυτή τη φωτογραφία και χτυπά όξω.

Μέσα στη φωτογραφία ήτονε και η μάνα μου και είχε ένα σωρό μαμουντιέδες στο λαιμό τση και εκράτουνε τον τρίτο μου αδερφό που σκοτώθηκε στρατιώτης στην ποδιά τση μωρό.

Απής επήρε τη φωτογραφία, μετά που ελευθερωθήκαμε και φύγανε οι Γερμανοί, την πήγε σ’ένα φωτογράφο και αφαίρεσε την απατή τση χωρίς να το πει ανθρώπου. Επειδή είχε τα χρυσαφικά στο λαιμό, από τη στενοχώρια τση, δεν ήθελε να τα βλέπει.

Ο Βασίλης Σταυρακάκης, πρώτος γιος του Μερτζανοζαχαράκη, νεαρός 19 χρονών, έζησε από κοντά το κάψιμο των Ανωγείων, του χωριού του, τον Αύγουστο του 1944.

Παρακολούθησε την ανατίναξη του σπιτιού της οικογένειας των Σπιθούρηδων και είδε την μανία των γερμανών να εκδηλώνεται στα άψυχα πράγματα, όπως κουβάδες, σαμάρια ζώων, αντικείμενα τυροκομικής και άλλα. Η μαρτυρία του είναι συγκλονιστική.

…για το κάψιμο του χωριού μας θα σου πω ότι ετότες είχανε αφήσει οι Γερμανοί τέσσερα πέντε σπίτια και εμένανε την ημέρα, το βράδυ επιαίνανε στα Σείσαρχα, τα’χανε φυλάκιο. Εγώ ήμουνε στα Ζωνιανά από κάτω και είχα αφήσει ένα κουνέτο πιο πάνω από το χωριό στσ’Αρούς, γεμάτο κριάς. Έτρωγα και θωρώ τση γερμαναράδες τριάντα μέτρα πιο πέρα και ελαλούσανε σαράντα γαϊδάρους φορτωμένους πολεμοφόδια, πολυβόλα, σφαίρες. Και κλειώ το κουνέτο και το’φήνω κει δα και φεύγω. Λέω μετά από κει που ήμουνε, δεκαπέντε είκοσι χιλιόμετρα, να πάω να πάρω το κουνέτο και ένα γαμπά, ρασίδι. Εβάδιζα να φτάξω στο σημείο που τά’χα και εχώνουμουνε γιατί εκαίγανε οι Γερμανοί ακόμη το χωριό. Πάω σ’ένα μιτάτο στσ’Απάτες που είχαμε τέσσερα σωμάρια των γαϊδάρων μας και τα βρίχνω καημένα και εφαίνουντονε μόνο τα χαρταλάμια. Μια ντενέκα που βάναμε το νερό και τση’χανε ρίξει εκατό σφαίρες. Κι ένα αραγό ανθόγαλο και του’χανε πεσμένες εκατό σφαίρες κι αυτουνού. Εγώ εσυγκινήθηκα, προβαίρνω και βλέπω το χωριό μαύρο καψάλι. Θωρώ στα Σπιθουριανά στου Νταμπακομανόλη, ήτονε ένα κεραμιδωτό σπίτι, των Σπιθούρηδων. Ήτονε μεγάλο. Το’χανε και αυτό φυλάκιο όπως το δικό μας. Έλεγα, μα πως εφήκανε το σπίτι αυτό άκαφτο. Δεν υπήρχε άλλο σπίτι παρά μόνο αυτό, το δικό μας δεν εφανέρευγε. Εκεί που το θαύμαζα γρικώ ένα βουητό και βγαίνουνε οι καπνοί ίσαμε τον ουρανό. Μπαίνω μέσα σ’ένα φουφούλακα σαν τον λαγό και ξάνοιγα να ιδώ άμα ήθελα φύγει ο καπνός το σπίτι. Απής έφυγε ο καπνός, λέω, πουν το σπίτι ; Εχαλάσανε οι Γερμανοί και των Σπιθούρηδων. Τότες εκάψανε και το δικό μας.

Και ο Βασίλης Σταυρακάκης συνεχίζει να αφηγείται για το καλοκαίρι του 1944 και το χωριό του τα Ανώγεια : …όταν κάμαν την μεγάλη τυλιξά οι Γερμανοί, εγώ με τον αδερφό μου το Γιώργη είμασταν στα όρη στα Πετροδολάκια με τση αξαδέρφους μου τση Νικολάτσηδες. Εκεί βρισκόταν το αντάρτικο τα τέσσερα χρόνια τση κατοχής. Ένα βράδυ τον Αύγουστο του 1944 έρχεται μια ειδοποίηση ότι οι Γερμανοί πήρανε το πρωί τα γυναικόπαιδα και τση γερόντους του χωριού και συγχρόνως ετυλίξαν τα όρη χιλιάδες Γερμανοί. Στα Ανώγεια ήρθε όλη η δύναμη των Γερμανών. Έφυγε τ’αντάρτικο, εφύγαμε και μεις και ξημερωθήκαμε στα Βαροκέφαλα, μια Ζωνιανή τοποθεσία. Εφήκαμε 800 πρόβατα στα όρη δικά μας που δεν τα ξανάδαμε. Τα πήρανε όλα οι Γερμανοί. Και ολονών των Ανωγειανών τα πήρανε.

Η μάνα μου πήρε τα κοπέλια όλου του συγγενολογιού μας μαζί με τση μανάδες τονε και ακλουθούσανε των Γερμανών. Τση πηγαίνανε προς το Γενή Γκαβέ. Όταν κατεβήκανε χαμηλά προς το Πέραμα περίπου τση μολάρανε. Ήτανε καλοκαίρι, μεγάλη δίψα. Τα κοπέλια να κλαίνε, άλλα να είναι άρρωστα. Βρέθηκε μια κολύμπα νερό με βούρκα. Έπεσε ο μπάρμπας μου ο Νικολάτσος, που ήτανε ανήμπορος από γερατειά, να πιει νερό. Οι Γερμανοί του παίξαν μια ξυλιά με το υποκόπανο του όπλου κι έπεσε στη κολύμπα. Μια γυναίκα κοιλοπονούσε, Αλεξάνδρα Φασουλά του Κωνσταντίνου, ζει ακόμη, δεν την αφήνανε να γεννήσει. Το παιδί το’καμε στο δρόμο πεθαμένο. Αυτό μου το’πε η μάνα μου.

Όταν οι Γερμανοί αφήκανε τα γυναικόπαιδα ( περίπου 2000 ), οι Μυλοποταμίτες παίξαν τση καμπάνες και τση διαμοιράσαν σε όλα τα χωριά. Κατά την οικογένεια έπαιρνε και γυναικόπαιδα, ας είναι όλοι καλά.

Τότε πέρασαν 20 μέρες να μάθομε ανε ζούσαμε όλοι. Όταν εσυναντήθηκα με την μάνα μου έκανε το σταυρό τση που ζούσαμε. Και εμονιάσαμε στο χωριό Βενί στον ποταμό σ’ένα μύλο. Από το μύλο επήγαινε η μάνα μου στ’Ανώγεια που’χαν φυλάκιο το σπίτι μας οι γερμανοί και κουβαλούσε με το τσουβάλι τρόφιμα από την αποθήκη μας να ζήσομε.

Είκοσι χιλιόμετρα με τον ώμο της. Θυμούμαι που μου’λεγε η μάνα μου για τα πρόβατα που μας επήραν οι Γερμανοί :

- Μη φοβάσαι εκιά που’μαι εγώ.

Αυτή ήταν η δεύτερη ορφάνια, μετά το θάνατο του πατέρα μου το 1934. Η ορφάνια που μας εκάνανε οι Γερμανοί παίρνοντας όλα τα ζα μας. Από κει από το Βενιανό μύλο μετά που κάψανε οι Γερμανοί το χωριό και αφού εφύγανε, επήγε η μάνα μου στο χωριό Αρκάδι με τα μικρά κοπέλια. Κανόπιασε ζευγάρι κι είχε κει τον τέταρτό μου αδερφό Στελή κι έσπερνε κι εβγάζαμε σπαρτά και φυτεύαμε και πατάτες. Το σπίτι μας το νοικοκέρεψε. Και πάντα μας έλεγε :

-Μη φοβάστε εκιά που’μαι εγώ…

Συνεχίζεται