
Μέρος 2ο
Ρεπορτάζ Πέλλα Λασηθιωτάκη - Γιάννης Ζωράκης
Στο «Θάνατο του εμποράκου» το περίφημο έργο του Άρθουρ Μίλερ που αναφέρεται στη «σύνθλιψη» ενός μικρού εμπόρου της Αμερικής από την κρίση του 1930, παραπέμπει σήμερα η αγορά του Ηρακλείου. Οι έμποροι ασφυκτιούν βλέποντας ακόμα και τους παλιούς πελάτες τους να περνούν αδιάφοροι έξω από τις βιτρίνες και δίπλα τους τα μαγαζιά να κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του εμπορικού συλλόγου Ηρακλείου, το 12% των καταστημάτων της πόλης έβαλε λουκέτο κατά την περίοδο μετά την εφαρμογή του μνημονίου! Πολλά σημεία μάλιστα του εμπορικού κέντρου, όπως η οδός Αγίου Μηνά με 14 κλειστά καταστήματα, παραπέμπουν σε πόλη που περνά μια μεγάλη περιπέτεια!
Ποιος το περίμενε, πριν 1-1,5 χρόνο, όταν η επαγγελματική στέγη γινόταν ανάρπαστη, ότι σήμερα μια βόλτα στο κέντρο θα μας δημιουργούσε κατάθλιψη…
Σήμερα στο δεύτερο μέρος της έρευνας για τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του μνημονίου, η «Π» επιχειρεί να διερευνήσει τις επιπτώσεις στο λιανικό εμπόριο.
Σε ρόλο «καταλύτη» οι τράπεζες
Η εφαρμογή του μνημονίου και η οικονομική κρίση επιδείνωσαν τα ενδογενή προβλήματα στο χώρο του λιανικού εμπορίου τα οποία ήταν έκδηλα από το 2008.
Ρόλο καταλύτη για τις εξελίξεις στην αγορά είχε η κάθετη πτώση έως και μηδενισμός στις δανειοδοτήσεις επιχειρήσεων και καταναλωτών από τις τράπεζες. Ξαφνικά «κόπηκαν» τα καταναλωτικά δάνεια (εορτοδάνεια, δάνεια διακοπών, αγοράς επίπλων κλπ κλπ) . Παράλληλα «έσφιξαν τα πράγματα» και στις πιστωτικές κάρτες που ως γνωστό αποτελούν μια μορφή δανειοδότησης, ενώ οι προεξοφλήσεις των επιταγών από τις τράπεζες που εν γνώσει τους έδιναν «αέρα» στην αγορά, έγιναν εξαιρετικά αυστηρές. Οι τράπεζες, για τους δικούς τους λόγους, «τράβηξαν το χαλί» κάτω από τα πόδια των καταναλωτών και κατά συνέπεια του λιανικού εμπορίου, την ώρα που «έκλειναν την κάνουλα» και στα δάνεια των επιχειρήσεων. Τότε άρχισαν να αραιώνουν τα αυτοκίνητα στο κέντρο του Ηρακλείου…. Ο κόσμος άρχισε να «μουδιάζει».
Για τους καταναλωτές με υψηλότερα εισοδήματα που κινούνταν με άνεση στην αγορά χωρίς δάνεια, σημαντική φαίνεται να ήταν η επίδραση από το «φοβικό» κλίμα που διαμόρφωσαν πολιτικά πρόσωπα, το οποίο «περνούσαν» και «περνούν» στο κόσμο από τα κεντρικά μέσα ενημέρωσης της Αθήνας.
Το συγκεκριμένο καταστροφικό μίγμα ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά πολιτικών χειρισμών που χαρακτηρίζονται τουλάχιστον «άστοχες» από επιχειρηματίες του κλάδου, οι οποίοι αποτέλεσαν την «ταφόπλακα» μιας διαδικασίας, που μέσω μνημονίου επιταχύνθηκε υπερβολικά γρήγορα.
Η αγορά ούτως ή άλλως είχε φτάσει στα όρια της προτού την υπογραφή της τριμελούς δανειοδότησης από Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Γερμανία. Στη συνέχεια τα όρια αυτά «έσπασαν» και η κατάσταση ξέφυγε….
Οι πολιτικές επιλογές ωστόσο, σε συνδυασμό με τις ασφυκτικές πιέσεις από τους δανειστές, προκάλεσαν μια «χιονοστιβάδα» αρνητικών εξελίξεων που ήρθε να καλύψει τα πάντα στο πέρασμα της.
Οι απανωτές αυξήσεις στο ΦΠΑ από το 18% στο 19% και στη συνέχεια στο 21 % και το 23 % αποτέλεσαν άλλο ένα πλήγμα σε μια αγορά που δεν μπορούσε να περάσει ούτε την ελάχιστη αύξηση στα προϊόντα της.
Η συνεχώς αυξανόμενη διαρροή φοβικών ειδήσεων από κεντρικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης επιδείνωσαν την ήδη υπάρχουσα κατάσταση.
Το σημείο ωστόσο έναρξης της ελεύθερης πτώσης αποτέλεσε η περικοπή μισθών, συντάξεων και επιδομάτων στον δημόσιο τομέα. Έτσι «μπήκε στο πάγο» το λιανικό εμπόριο.
Στις λαϊκές ο κόσμος αναστενάζει…
Στο παρελθόν η συμπεριφορά των καταναλωτών στις λαϊκές αγορές θα μπορούσε να διαχωριστεί σε δύο κατηγορίες: Τους καταναλωτές κυρίως των μεσαίων στρωμάτων που πήγαιναν να αγοράσουν φρούτα, λουλούδια και αν έβρισκαν κάποιες ευκαιρίες σε είδη ένδυσης και υπόδησης. Τους ανθρώπους με χαμηλά εισοδήματα που αγόραζαν κηπευτικά, φρούτα και σχεδόν πάντα είδη ένδυσης και υπόδησης. Τώρα οι δύο ειδών συμπεριφορές τείνουν να ομογενοποιηθούν: Η γενική τάση των καταναλωτών είναι να προμηθεύονται κηπευτικά, φρούτα, διάφορα είδη τροφίμων και όταν τους περισσεύουν χρήματα να αγοράζουν είδη ένδυσης και υπόδησης, όπως μας λένε οι έμποροι και οι παραγωγοί των λαϊκών αγορών. Η διαφορά μεταξύ των λεγόμενων «μεσαίων» στρωμάτων και των «φτωχών» είναι ότι στους ανθρώπους των χαμηλών εισοδημάτων συνήθως δεν περισσεύουν χρήματα για ρούχα και παπούτσια.
Σύμφωνα με τους εμπόρους των λαϊκών, πολλοί είναι οι καταναλωτές που ψάχνουν να βρουν παντελόνια και μπλούζες με 2-3 ευρώ! Όλοι πάντως δίνουν βαρύτητα στα παιδικά είδη, καθώς το πρώτο που τους ενδιαφέρει είναι να ντυθούν και να αγοράσουν παπούτσια για τα παιδιά τους. Κι αν τους απομείνουν κάποια χρήματα αγοράζουν κάτι απαραίτητο και για τον εαυτό τους.
Από την πλευρά τους οι έμποροι των λαϊκών λένε ότι δεν βγάζουν το μεροκάματο καθώς αναγκάζονται να πληρώνουν ΟΑΕΕ (πρώην ΤΕΒΕ) και το δήμο για το χώρο που καταλαμβάνουν. Αρκετοί είναι εκείνοι που θέλουν να τα παρατήσουν, αλλά δεν ξέρουν τι άλλη δουλειά να κάνουν για να συντηρήσουν τις οικογένειες τους.