«Π»: Σε σας δεν είχε πιστέψει; Δε συζητούσατε τι θέλετε να κάνετε στη ζωή σας;

Μαρίνα Καραγάτση: Δεν ήταν και πολύ της συζήτησης ο πατέρας μου. Το περίεργο είναι ότι τελικά φαίνεται για τη Λασκαρώ με απασχολούσε πολύ και ήθελα από τα νιάτα μου, όταν ήμουν 20 χρονών, είχα δοκιμάσει να γράψω ένα διήγημα για εκείνη/ Όταν βγήκε το βιβλίο εγώ δεν τα θυμόμουν αυτά τα γεγονότα, αλλά ο γιος του Ανδρέα Εμπειρίκου μέσα στο καλοκαίρι ανακάλυψε μια μαγνητοταινία όπου ο πατέρας του μας είχε ηχογραφήσει. Είχε καλέσει τον πατέρα μου, τη μητέρα μου κι εμένα, ήταν παρέα και ο Οδυσσέας Ελύτης. Εκεί ο Εμπειρίκος ακούγεται να λέει στη μαγνητοταινία «Αγαπητή Μαρίνα, ακούω ότι έχεις γράψει ένα πολύ ωραίο διήγημα για την υπηρέτριά σας, τη Λασκαρώ». Πετάγεται ο πατέρας μου και λέει «Ε, εντάξει, το διάβασα. Έχει κάποια προσόντα η Μαρίνα, αλλά είναι λίγο τσαπατσούλα. Δεν κάθεται να μελετήσει τα γεγονότα και την εποχή. Να λόγου χάρη έχει μια σκηνή στην Αλεξάνδρεια και αντί ο τάδε να πάει στο υποπροξενείο, όπως θα ʽπρεπε, πάει στο προξενείο. Θα ʽπρεπε να ξέρει ότι αυτές οι υποθέσεις δεν ήταν του προξενείου, αλλά του υποπροξενείου». Και μετά λέει «Επιτέλους η Μαρίνα να ξεκαθαρίσει τι θέλει να κάνει στη ζωή της. Μια λέει θα γίνει συγγραφέας, μια λέει θα γίνει ζωγράφος, μια λέει θα γίνει ηθοποιός. Εγώ ένα θέλω να ξέρω, τον πατέρα της θα μάθει να τον σέβεται;». Λέω εγώ «Γιατί δε σε σέβομαι;» και απαντά «Όχι, δε με σέβεσαι!». Φαίνεται ότι κάτι μέσα μου υπήρχε από τότε, αλλά ήταν πάρα πολύ μπλοκαρισμένο και ήρθε στα 70 μου η στιγμή. Ίσως με την ηλικία να είχε φύγει ο μεγάλος θυμός και το μεγάλο παράπονο. Γιατί με το μεγάλο θυμό δε μπορείς να γράψεις καλή λογοτεχνία. Πιστεύω όταν δεις τα πράγματα από την άλλη άποψη και δε λέω μόνο για τη σχέση μου με τον πατέρα μου, αλλά και για τους άλλους ήρωες, ξεκινώντας είχα άλλα μέσα στο μυαλό μου. Ήμουν πολύ πιο προκατειλημμένη. Κάποιους ήρωες τους αγαπούσα πολύ και κάποιους δεν τους αγαπούσα καθόλου. Καθοδόν όλοι αυτοί με κυνηγούσαν, κυρίως το βράδυ πριν κοιμηθώ μου έλεγαν και το δικό τους δίκιο. Όλοι έχουμε κάποιο δίκιο. Πραγματικά μέσω της γραφής με βοήθησε να δω τον εαυτό μου και να συμφιλιωθώ πάρα πολύ και με τα δικά μου προβλήματα και ως προς τη σχέση μου με άλλους ανθρώπους.

«Π»: Είναι μια κάθαρση για σας η έκδοση του βιβλίου;

Μαρίνα Καραγάτση: Εν μέρει ναι. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Πολλές φορές σκέφτομαι αν ζούσαν οι γονείς μου αν θα συμφωνούσαν με το βιβλίο αυτό ή αν θα τους άρεσε. Δεν ξέρω, μπορεί και να μην ήθελαν να βγουν όλα αυτά στη φόρα και αυτό πολλές φορές με ανησυχεί. Τους είδα και μια φορά στον ύπνο μου. Ήταν και οι δύο γονείς μου και τους κυνηγούσα, αλλά δε μου έδιναν σημασία. Και τους λέω «μα γιατί, δε με αγαπάτε, δε με θέλετε;» Δηλαδή κάπως με απασχολεί αν αυτό το βιβλίο θα τους άρεσε ή όχι. Αλλά νομίζω ότι πριν το βιβλίο ήδη ήμουν έτοιμη για να συμφιλιωθώ. Ξεκίνησα να το γράφω με άλλες ιδέες μέσα μου, αλλά βαθιά μέσα μου ήμουν έτοιμη να συμφιλιωθώ. Αν το είχα γράψει πριν δέκα χρόνια θα ήταν διαφορετικό βιβλίο. Θα το έγραφα με θυμό. Όπως έλεγε μάλιστα ο διευθυντής της Νέας Εστίας ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, όταν γράφει για τον μπαμπά της η Καραγάτση, στάζει φαρμάκι. Ε, τώρα δε στάζω πια φαρμάκι.