Της Θεανώς Βρέντζου-Σκορδαλάκη*
Το μεγαλύτερο ποσοστό των ηλικιωμένων προσαρμόζεται με επιτυχία στις μεταβολές που συμβαίνουν όταν εισέρχονται στο στάδιο της συνταξιοδότησης και της ανενεργούς επαγγελματικής ζωής.
Έτσι, συμπτώματα, όπως η μείωση των κοινωνικών επαφών και δραστηριοτήτων, η ελάττωση λήψης πρωτοβουλιών, το άγχος και η ανησυχία δεν είναι φυσικά επακόλουθα της γήρανσης, αλλά σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να αντιπροσωπεύουν την παρουσία κατάθλιψης, η οποία συνυφαίνεται και με αυξανόμενες ανάγκες για υγειονομική και κοινωνική φροντίδα. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η μεταβαλλόμενη θέση του ηλικιωμένου ατόμου μέσα στην οικογένεια και την κοινωνία συνεπάγεται την αποστέρηση οικονομικών προνομίων και κοινωνικών ρόλων, διάχυτων κατά την παραγωγική του ηλικία.
Ως εκ τούτου, καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική η προσαρμογή των συστημάτων κοινωνικής προστασίας και των αντίστοιχων μέτρων και θεσμών κοινωνικής πολιτικής στις συνεχώς διευρυνόμενες κοινωνικο-οικονομικές και ψυχο-συναισθηματικές ανάγκες των ατόμων τρίτης και τέταρτης ηλικίας. Ο θεσμός των Κέντρων Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων (ΚΑΠΗ) καλείται, ως ένας από τους βασικούς θεσμοθετημένους φορείς της σύγχρονης τοπικής αυτοδιοίκησης που αποσκοπούν στη διατήρηση του ηλικιωμένου ατόμου στο φυσικό περιβάλλον ανάπτυξης και δραστηριοποίησης του, στην κοινότητα, να επαναπροσδιορίσει τις πολιτικές και δράσεις του προς την παραπάνω κατεύθυνση.