Ο μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας, υπέρτιμος και έξαρχος κεντρώας Κρήτης Κύριλλος Κυπριωτάκης, γεννήθηκε στον Πύργο Μονοφατσίου το 1932. Ήταν γιός του Βασίλη και της Αικατερίνης και είχε ακόμα τέσσερις αδελφούς και μια αδελφή.
Το 1954 εκάρη μοναχός στη Μονή Επανωσήφη από τον ηγούμενο Διονύσιο Λαμπάκη και τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε μητροπολίτη Ευγένιο Ψαλιδάκη . Στη συνέχεια, παρακολούθησε μαθήματα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από όπου αποφοίτησε το 1961. Ήταν συμμαθητής με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο με τον οποίο είχε πάντα καλές σχέσεις και συχνή επικοινωνία.
Το 1962, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και υπηρέτησε ως επιμελητής της Σχολής. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κρήτη και υπηρέτησε ως πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής ως το 1975 με Αρχιεπίσκοπο τον μακαριστό Ευγένιο του οποίου υπήρξε πιστός και στενός συνεργάτης. Ήταν επίσης εφημέριος του ναού του Αγίου Τίτου και μετείχε στις ενέργειες της επανακομιδής της τιμίας κάρας του αποστόλου Τίτου. Στις 8 Φεβρουαρίου 1975 εξελέγη μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου.
Το 1979, εξελέγη μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας, αντικαθιστώντας τον κ. Τιμόθεο που εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Κρήτης.
Σε ανακοίνωση της Μητρόπολης Γορτύνης και Αρκαδίας αναφέρεται:
“Εργάστηκε με σύνεση για την πρόοδο και των δυο Μητροπόλεων τις οποίες εποίμανε. Χειροτόνησε πλήθος κληρικών, έκτισε και εγκαινίασε πολλούς ναούς και συντόνισε με επιτυχία το ποιμαντικό έργο όλων των ενοριών. Βοήθησε ποικιλοτρόπως τις Μονές, συνέβαλε στη δημιουργία εκκλησιαστικών μουσείων, προώθησε την επιμόρφωση του Ιερού Κλήρου, ενίσχυσε με ιερατικό δυναμικό Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο εξωτερικό και διενήργησε εράνους για την ανακούφιση πληγέντων λαών από θεομηνίες και πολέμους.
Διακρίθηκε για την αφοσίωσή του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, τη σοβαρότητα και το ευθύ του χαρακτήρος, την πραότητα και την καλωσύνη του, το ανεξίκακο και την ελεήμονα διάθεση, την ειρηνοποιό του παρουσία, το άδολο και ανιδιοτελές των ενεργειών του, την ιεροπρέπεια στις τελετουργίες του και τη συνεχή λειτουργική του ζωή.
Αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε ως άνθρωπος κύρους, τόσο στο Πατριαρχείο από τα φοιτητικά του ακόμη χρόνια, ως πρωτοσύγκελος στο Ηράκλειο και ως μητροπολίτης στις επαρχίες που εποίμανε”.