- Πόσο έχει προχωρήσει η επιστήμη στην θεραπευτική αντιμετώπιση των νεοπλασιών;

“Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι οι νεοπλασίες (οι κακοήθειες) είναι τόσο παλιές όσο και ο άνθρωπος. Η πρώτη αναφορά για καρκίνο του μαστού γίνεται στον περίφημο πάπυρο του Edwin το 1600 π.Χ. στον οποίο αναφέρονται 6 περιστατικά μεταξύ των οποίων και ένα σε άνδρα.

Σε ό,τι αφορά τον καρκίνο του μαστού για πάρα πολλά χρόνια η μόνη θεραπεία ήταν η χειρουργική.

H ακτινοβολία ανακαλύφθηκε το 1896. Το 1900 άρχισε για πρώτη φορά η χρήση της ακτινοθεραπείας στη θεραπεία νεοπλασιών. Στο μαστό άρχισε να χρησιμοποείται σχετικά νωρίς, μαζί με τη χειρουργική και πριν από τη χημειοθεραπεία

H χημειοθεραπεία "ανακαλύφθηκε" στα τέλη της 10ετίας του 1950 και μόλις το 1958 άρχισε η πρώτη μελέτη χημειοθεραπειών σε καρκίνο του μαστού.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η αντιμετώπιση των νεοπλασιών και ιδιαίτερα του καρκίνου του μαστού έφτασε στο σημερινό επίπεδο σε σχετικά γρήγορο χρονικό διάστημα, περίπου 80 ετών, μετά από εκατοντάδες χρόνια στασιμότητας.

Εν τούτοις σήμερα πολλοί είναι αυτοί που "βιάζονται" να ανακαλύψουν τη θεραπεία του, η οποία το πιθανότερο είναι ότι θα αργήσει πολύ ακόμα. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει ένας και μόνο μηχανισμός ο οποίος προκαλεί την εμφάνιση νεοπλασίας. Σε κάθε όργανο και σε κάθε διαφορετικό ιστό οι μηχανισμοί καρκινογένεσης είναι διαφορετικοί και ως εκ τούτου απαιτείται ξεχωριστή ερευνητική προσπάθεια για κάθε μία νεοπλασία. Πιθανόν οι μηχανισμοί καρκινογένεσης στους διαφορετικούς ιστούς να μοιράζονται κάποια κοινά μονοπάτια αλλά αυτό δεν αρκεί για τη συνολική, ενιαία και "μιας δια παντός" λύση του προβλήματος.

Αυτό που συμπεραίνουμε είναι ότι παρά τις τεράστιες ερευνητικές προσπάθειες και τα δισεκατομμύρια που δίνονται για την έρευνα η πρόοδος είναι μάλλον πολύ αργή”.

- Ποιες είναι στην εποχή μας οι θεραπείες αιχμής;

“Πολύ δύσκολη η απάντηση. Εξαρτάται γιατί μιλάμε.

Για τον καρκίνο του μαστού, για παράδειγμα θεραπεία αιχμής μπορεί να θεωρηθεί η δυνατότητα πλέον να μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα γονίδια που είναι υπεύθυνα για το 50% των κληρονομικών καρκίνων του μαστού μας δίνει τη δυνατότητα να επέμβουμε προληπτικά και να εμποδίσουμε την εμφάνιση της νεοπλασίας. Το ότι μπορούμε να σταματήσουμε τη μετάδοση του άρρωστου γονιδίου από τους γονείς στα παιδιά. Το ότι μία γυναίκα μπορεί να υποβληθεί σε μαστεκτομή και άμεση αποκατάσταση του μαστού της. Επίσης το ότι βρήκαμε φάρμακα ποιο αποτελεσματικά με σημαντική βελτίωση της επιβίωσης. Τέλος το ότι πλέον μπορούμε να αναλύσουμε τόσο πολύ τα χαρακτηριστικά ενός όγκου ώστε να "ράψουμε" για κάθε γυναίκα χωριστά το "κουστούμι" της θεραπείας που είναι κατάλληλο αποκλειστικά για αυτή”.

- Ποιο είναι σήμερα το επίπεδο περίθαλψης για τους καρκινοπαθείας στη χώρα μας;

“Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην αντιμετώπιση των νεοπλασιών στη χώρα μας οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένας κεντρικός έλεγχος στην ποιότητα της ογκολογικής εκπαίδευσης αλλά για την ποιότητα των προσφερόμενων ογκολογικών υπηρεσιών. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει κανένας έλεγχος για το ποιός έχει την κατάλληλη εκπαίδευση να κάνει σωστά ένα συγκεκριμένο πράγμα. Το πρόβλημα είναι πολύ μικρό στις ειδικότητες της ακτινοθεραπείας και παθολογίας ογκολογίας αφού οι ειδικότητες αυτές είχαν την τύχη να αναπτυχθούν σχετικά πρόσφατα και πρόλαβαν να θέσουν τα κατάλληλα κριτήρια εκπαίδευσης. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει με τη χειρουργική αντιμετώπιση των νεοπλασιών. Εν πολλοίς επικρατεί το δόγμα ότι ένας χειρουργός μπορεί να κάνει "τα πάντα" με αποτέλεσμα ένας μεγάλος αριθμός ασθενών να αντιμετωπίζεται ανεπαρκώς και λανθασμένα από χειρουργούς, οι οποίοι έχουν πλημμελή εκπαίδευση αλλά και έκθεση σε μικρό αριθμών περιστατικών μία συγκεκριμένης νεοπλασίας. Λόγω της απουσίας συσταθέντων από το κράτος κέντρων εξειδικευμένης αντιμετώπισης νεοπλασιών (π.χ. μονάδα παχέος εντέρου, μονάδα μαστού κλπ) καθώς κατά συνέπεια και μηχανισμών κατεύθυνσης των περιστατικών προς την κατάλληλη μονάδα (π.χ. στην Αγγλία δεν υπάρχει περίπτωση να χειρουργηθεί περιστατικό καρκίνου του μαστού εκτός μονάδος μαστού που έχει αναγνωριστεί και πιστοποιηθεί από το εθνικό σύστημα υγείας), οι ασθενείς αναζητούν τον κατα τη γνώμη τους κατάλληλο ιατρό πολλές φορές βασιζόμενοι σε γνώμες συγγενών, γειτόνων ή και φίλων. Αρκετοί από αυτούς (αλλά σίγουρα όχι όλοι) φτάνουν σε σωστούς ιατρούς .

Συμπερασματικά, στην Ελλάδα υπάρχει η δυνατότητα να θεραπευτεί η κάθε νεοπλασία με τον βέλτιστο τρόπο , που δεν έχει να ζηλέψει απολύτως τίποτα από την αντιμετώπιση στα πλέον εξειδικευμένα κέντρα. Οι άνθρωποι και τα μέσα υπάρχουν. Αλλά είναι χαμένοι μέσα στην πληθώρα των ιατρών που κατακλύζουν το χώρο και της γνωστής ελληνικής ανοργανωσιάς και ζαμανφουρισμού (π.χ. η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που εξακολουθεί να μην έχει αρχείο νεοπλασιών)”.

- Οι προληπτικές εξετάσεις σημαίνουν απαραίτητα έγκαιρη διάγνωση και σίγουρη θεραπεία;

“Η πρόληψη είναι μια μάλλον παρεξηγημένη έννοια στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων.

Υπάρχει η πρωτογενής πρόληψη που σημαίνει ότι αποφεύγω εκείνες τις ενέργειες ή καταστάσεις που δημιουργούν τις ευνοϊκές εκείνες συνθήκες στις οποίες μπορεί να δράσει καλύτερα ή ευκολότερα το αίτιο που προκαλεί την κακοήθεια π.χ. το κάπνισμα, οι λιπαρές τροφές κλπ και κάνω εκείνες τις ενέργειες οι οποίες θα δημιουργήσουν εκείνες τις συνθήκες που θα αποτρέψουν τη δράση του αιτίου που προκαλεί την κακοήθεια π.χ. άσκηση, καλή διατροφή κλπ.

Το πρόβλημα με την πρωτογενή πρόληψη είναι η λανθασμένη εντύπωση ότι όποιος κάνει τα παραπάνω δεν θα πάθει καρκίνο. Αυτό όμως είναι εντελώς λάθος. Μπορεί κάλλιστα ένας βαρύς καπνιστής να μη πάθει ποτέ καρκίνο, ενώ αντίθετα μπορεί να διαγνωστεί με νεοπλασία κάποιος που προσέχει στα πάντα. Για αυτό και οι ασθενείς αυτοί συνήθως υφίστανται ένα ισχυρό ψυχολογικό σοκ εν τούτοις δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η πρωτογενής πρόληψη συμβάλλει σημαντικά στην αποφυγή νεοπλασιών.

Υπάρχει και η δευτερογενής πρόληψη που σημαίνει τη διάγνωση όσο το δυνατόν νωρίτερα μίας νεοπλασία που ήδη έχει αναπτυχθεί. Η έννοια της πρόληψης εδώ βασίζεται στο γεγονός ότι όσο νωρίτερα διαγνωστεί μια νεοπλασία τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα ίασης. Για παράδειγμα με την εισαγωγή της χρήσης της προληπτικής μαστογραφίας η θνητότητα ελαττώθηκε εντυπωσιακά.

Είναι ενδιαφέρον πάντως ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι άνθρωποι. Υπάρχουν γυναίκες που είναι φανατικές καπνίστριες (δηλαδή δεν κάνουν πρωτογενή πρόληψη) και συγχρόνως είναι φανατικές στο να κάνουν την ετήσια μαστογραφία τους (δηλαδή κάνουν δευτερογενή πρόληψη). Εν τούτοις είναι γνωστό ότι ο κίνδυνος να νοσήσει μία γυναίκα από καρκίνο του μαστού αυξάνεται με το κάπνισμα πολύ περισσότερο από το κέρδος που έχει αυτή κάνοντας τη μαστογραφία και βρίσκοντας νωρίς τη νεοπλασία. Με άλλα λόγια μια βαριά καπνίστρια, αν κόψει το κάπνισμα, θα μπορούσε να σταματήσει να κάνει και μαστογραφία. Πάλι κερδισμένη θα ήταν. Εν τούτοις όταν τα στοιχεία αυτά παρουσιάζονται σε γυναίκες κατά τον προληπτικό έλεγχο, προτιμούν να συνεχίσουν να καπνίζουν”.