Ανάστατα συχνά –πλέον- τα σχολεία μας. Άσκηση βίας, κυριαρχία ατομικής δύναμης, περιθωριοποίηση, εκεί που θα ʼπρεπε να χτίζεται το δημιουργικό «μαζί».

Φαινόμενο γνώριμο. Κάθε γενιά επεδίωκε να ξεσηκώσει τις αντιδράσεις ή ακόμα και την οργή του κοινωνικού συνόλου. Άλλοτε η διαμαρτυρία είχε χρώμα πολιτικό, ή, ήχους μουσικής οργισμένης. Τώρα πια δεν είναι η διαμαρτυρία αλλά η αδιαφορία, ο εκφοβισμός, ο εξευτελισμός, ή, η βουβή, τυφλή βία. Η «μαγκιά», στην σύγχρονη εκδοχή της. Εν δυνάμει βίαιη απάντηση –θα πουν πολλοί-, στον απάνθρωπο, περιχαρακωμένο τρόπο ζωής που έχουμε επιβάλλει στα παιδιά μας.

Η βία και η επιθετικότητα δεν είναι μεγέθη εύκολα μετρήσιμα. Δεν είναι ψυχροί αριθμοί. Είναι βλέμματα αγριεμένα, είναι λόγια θυμωμένα, είναι γροθιές που στοχεύουν. Τη βία και την πίεση που εισπράττουν οι έφηβοι την αποδίδουν στο ακέραιο.

Μπορεί να είναι ο νέος που εκφράζει συγκαλυμμένη βία, κυρίως προσβολή και πρόκληση, εκμεταλλευόμενος την κοινωνική του θέση. Αλλά κι ο άλλος, ο χαμένος της ιστορίας, ο «απʼ έξω», ο αδικημένος, βράζει από θυμό, μισεί κι αδιαφορεί ταυτόχρονα. Πρώτη ύλη για συμπεριφορά επιθετική. Και οι δύο. Η ισοπέδωση, η ανωνυμία, η ομοιομορφία, γεννούν την επιθετικότητα και τη βία.

Οι τεντιμπόηδες κι οι χεβυμεταλάδες βαφτίστηκαν κάγκουρες. Και λοιπόν; Αλλού υπάρχουν οι πραγματικές αλλαγές που σηματοδοτούν τη βία.

Οι σημερινοί νέοι αισθάνονται μόνοι μέσα σʼ ένα αφιλόξενο περιβάλλον. Εξωστρεφής ή όχι, η επιθετικότητα βρίσκει συνεχώς θύματα και θύτες. Συχνά την πυροδοτούν ρατσιστικά συνθήματα, αποτέλεσμα της άγνοιας, του φόβου, της κατάρρευσης των αξιών. Παράλληλα, η λατρεία της σωματικής δύναμης και της ατομικής λύσης θριαμβεύει. Η πολιτική αφήνει παγερά αδιάφορους τους εφήβους και, η μόνη ορατή συλλογικότητα που αναπτύσσεται είναι εκείνη της αγέλης. Μιας αγέλης που, αν και προς τα έξω εκφράζεται αντιεξουσιαστικά, στην πραγματικότητα αναπαράγει στο εσωτερικό της τις ίδιες σχέσεις εξουσίας που επιδιώκει να ανατρέψει. Εμείς και οι άλλοι. Μες στην ομάδα το άτομο κρύβεται, χάνεται και συνάμα η δύναμη πολλαπλασιάζεται. Ό,τι δεν τολμάμε να κάνουμε μόνοι, το κάνουμε παρέα με άλλους.

Η αδιαφορία, κυρίαρχο στοιχείο της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, λίγο απέχει από την ωμή βία. Να βλέπεις τη ζωή ως θέαμα και να ζητάς ένα απόλυτο «εδώ και τώρα». Μια άρνηση σαν σε κατάσταση αφασίας, χωρίς προοπτική, δίχως πρόθεση.

Επιπλέον, οι έφηβοι, στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να φανούν «άλλοι» μες σε μια κοινωνία που τους ισοπεδώνει, καταλήγουν να γίνονται όλοι ίδιοι μέσα από τη διαφορά. Η διάκριση από το σύνολο μοιάζει να είναι η μόνη βούληση που έχει απομείνει. Και βεβαίως, εκφράζεται με τρόπο αντικοινωνικό. Με την περιφρόνηση του κοινού χώρου (καταστροφή θρανίου), ή με την απαξίωση της ίδιας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (εξευτελισμός συμμαθητή, συνανθρώπου).

Κι από την άλλη, εμείς. Που συνήθως, δεν προσπαθούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει η εφηβική πράξη, αλλά αντιδρούμε με τον ίδιο τρόπο. Των εφήβων. Κι αν σε μια βία αντιταχθεί μια άλλη βία, αυτό βεβαιώνει τον έφηβο ότι έχει δίκιο που πράττει βίαια εφόσον η βία είναι η μέθοδος συναλλαγής στον κόσμο των ενηλίκων.

Αναζητούν σταθερά σημεία αναφοράς τα παιδιά μας. Αξίες σημαντικές, δομή συγκεκριμένη να γίνει υλικό πολύτιμο στο χτίσιμο του αυριανού κόσμου. Κι εμείς τους δίνουμε οτιδήποτε άλλο εκτός από συγκροτημένο πλαίσιο. Κυρίως τους παρέχουμε τον αεριτζήδικο χαρακτήρα μιας Ελλάδας του “ό,τι αρπάξουμε”, έτσι, δίχως αρχές, χωρίς συνέπεια κι υπευθυνότητα.

Οι κοινωνίες προχωρούν μέσα από θέσεις ανατρεπτικές και αμφισβητήσεις. Το πιο δυναμικό κομμάτι που θα μπορούσε να τις εκφράσει, οι νέοι, μας γυρίζουν πλάτη. Απομακρύνονται, φτύνοντας απαξιωτικά.

Όμως, από το θυμωμένο φτύσιμο στα πλακάκια του πεζοδρομίου μέχρι το εξευτελιστικό φτύσιμο στο πρόσωπο του ενοχλητικού συμμαθητή, η απόσταση πια είναι πολύ-πολύ μικρή.

Μαρία Παναγιωτάκη

Κοινωνιολόγος