Του Κώστα Μπογδανιδη

Τον Μάρτιο του 1925 έγινε στην Ελλάδα μία από τις μεγαλύτερες απεργιακές κινητοποιήσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων «παρέλυσαν» το κράτος που είχε ήδη αρχίσει να παρουσιάζει σημάδια κόπωσης και…διάλυσης υπό το βάρος των δανείων και των πολεμικών χρεών τα οποία έγιναν ακόμη χειρότερα με την έλευση των προσφύγων που αναζητούσαν τροφή και στέγη.

Ήταν μία από τις πιο κρίσιμες καμπές στην οικονομική ιστορία του τόπου. Η κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου δεν μπόρεσε καν να χειριστεί το θέμα. Δεν είχε την ψυχραιμία και τη λογική να αντιμετωπίσει τους απεργούς που ήταν αποφασισμένοι να εμποδίσουν την λήψη επώδυνων μέτρων που πρότεινε η «επιτροπή των σοφών» η από τον Αθανάσιο Ευταξία-μετέπειτα πρωθυπουργό του δικτάτορα Παγκάλου. Όλα ξεκίνησαν από τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση μετά από πρόταση της εν λόγω επιτροπής σε βάρος των σιδηροδρομικών υπαλλήλων. Βλέποντας και οι άλλες τάξεις ότι έπεται η σειρά τους στάθηκαν αλληλέγγυοι στην κινητοποίηση των σιδηροδρομικών και άρχισε σαν ντόμινο να εξαπλώνεται παντού η κινητοποίηση: στην αρχή οι ναυτεργάτες, μετά οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρισμό, το γκάζι, την καθαριότητα. Ο ένας μετά τον άλλο απεργούσαν. Ήταν από τους συγκλονιστικούς μήνες για την Ελλάδα που ήδη ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.

Η κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου αντί να κρατήσει μια πιο ήπια στάση προκάλεσε. Αρνήθηκε κάθε συζήτηση με τους απεργούς ζητώντας να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις και μετά να ξεκινήσει διάλογος. Μάλιστα για να μπορέσει να συνεχίσει την ηλεκτροδότηση, την κίνηση των καραβιών και των τρένων χρησιμοποίησε απεργοσπαστικούς μηχανισμούς που έφεραν ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Στον χορό των κινητοποιήσεων μπήκαν πια και οι δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι ζήτησαν να δουν τον πρωθυπουργό για να του υποβάλουν αίτημα αύξησης των μισθών των. Και τότε εισέπραξαν την παροιμιώδη απάντηση του Μιχαλακόπουλου που μάλλον έμεινε ως στίγμα στην πολιτική του καριέρα: «Λυπούμαι κύριοι διότι επουδενί λόγω είναι δυνατόν να σας ακούσω. Δεν είναι ανεκτός ο τοιούτος συνδικαλισμός εις το κράτος, διότι αποτελεί αναρχίαν»! Και δεν σταμάτησε μόνο στις φραστικές απειλές αρνούμενος να παραλάβει και το ψήφισμα, αλλά πήρε και μέτρα εναντίον τους. Διέλυσε το συμβούλιο των δημοσίων υπαλλήλων, διέταξε ανακρίσεις σε βάρος των μελών της διοίκησης του συνδικαλιστικού σωματείου με το αιτιολογικό ότι είχαν εκδώσει ανακοίνωση σε βάρος της κυβέρνησης…

Το μπάχαλο μεταφέρθηκε και στο πολιτικό επίπεδο όπου ο Μιχαλακόπουλος δέχτηκε τις σκληρότερες βολές από τους παλιούς του φίλους, της βενιζελικής παράταξης. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου κατηγορησε μάλιστα την κυβέρνηση ότι ήταν εκείνη που με τις πράξεις της έσπρωξε τους εργάτες σε απεργία και προέβλεψε βαθιά κοινωνική διαίρεση. Κατηγόρησε μάλιστα τον ίδιο τον Μιχαλακόπουλο ότι είχε συμπεριφορά αφέντη απέναντι στους απεργούς. Ο πρωθυπουργός στη Βουλή αρνήθηκε μια τέτοια κατηγορία και επιχειρηματολόγησε λέγοντας ότι ο ίδιος είχε συντάξει φιλεργατική νομοθεσία την περίοδο που ήταν υπουργός Οικονομικών. «Αλλά από του σημείου της προστασίας των εργατών μέχρι του σημείου να δεχθώ απειλήν ή εκβίασην εκ μέρους ορισμένης τάξεως υπάρχει απόστασις την οποία δεν θα ηδυνάμην να διανύσω ελαφρά τη συνειδήσει χωρίς να καταρρακώσω το κύρος του κράτους» απάντησε ο Μιχαλακόπουλος. Δυστυχώς αυτή η διάλυση του κράτους επιβεβαιώθηκε λίγους μήνες μετά, όταν η κυβέρνηση έπεσε και ο Πάγκαλος ανέλαβε να σώσει τη χώρα από την κρίση κηρύσσοντας την ιδιότυπη δικτατορία του.



Οικονομία υπό το μηδέν



Πρέπει να σημειώσουμε ότι εκείνο το διάστημα τα οικονομικά του κράτους πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Tο δημόσιο χρέος της χώρας εκτινάχτηκε μετά την καταστροφή σε δραματικά επίπεδα, ως αποτέλεσμα του εξωτερικού δανεισμού. Aντίστοιχα, τα έσοδα βασίστηκαν κατά κύριο λόγο, στις -περιορισμένες- εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, στο συνάλλαγμα από τη ναυτιλία και στη μετανάστευση.

Ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ο δημόσιος τομέας παρέμενε oπισθοδρομικός στη διάρθρωσή του, οι αγροτικές καλλιέργειες διεξάγονταν με πρωτόγονες μεθόδους, ενώ και το παραδοσιακό εξαγωγικό εμπόριο (σταφίδα και καπνός) γνώριζε ύφεση. Η κρίση των παραδοσιακών δομών ξεκίνησε το 1922-23 με το προσφυγικό ζήτημα, και συνεχίστηκε, ενώ καταλυτική στάθηκε η διεθνής οικονομική κρίση του 1929. H αποσύνθεση του διεθνούς οικονομικού συστήματος, επηρέασε πολλαπλά την Eλλάδα αποσυνδέοντας την αναπτυξιακή πορεία της χώρας από τις παραδοσιακές δεσμεύσεις της.

H προσπάθεια για αποκατάσταση των προσφύγων μετά το 1922 αλλά και το οικονομικό κόστος της μικρασιατικής εκστρατείας διόγκωσαν το χρέος του κράτους προς την Eθνική Tράπεζα, η οποία κάλυπτε το έκτακτο χρέος του κράτους σε χαρτονόμισμα. H δραστική υποτίμηση της δραχμής προέκυψε ως άμεση συνέπεια. Επιπλέον, η κακή νομισματική κατάσταση της χώρας επιδεινώθηκε τόσο από τη μείωση των μεταναστευτικών και ναυτιλιακών εμβασμάτων προς την Eλλάδα όσο και από τη συρρίκνωση των εξαγωγών. Aναμφίβολα, μια τέτοια πορεία αφενός επέτρεπε στο κράτος να παρεμβαίνει ουσιωδώς στον αναπτυξιακό τομέα, αφετέρου ενθάρρυνε την εγχώρια παραγωγή.

Mετά τη συγκυρία του 1925-26 και την ανατροπή της δικτατορίας του Θ. Πάγκαλου, ο Γ. Kαφαντάρης, υπουργός Οικονομικών της "οικουμενικής" κυβέρνησης, έθεσε τις βάσεις του προγράμματος σταθεροποίησης της δραχμής. H αναβάθμιση της ελληνικής πιστωτικής δυνατότητας συνδεόταν, κατά τη γνώμη του, με την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, απαραίτητων για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας.

Ωστόσο, η δημοσιονομική εξυγίανση που επιχειρήθηκε, συνάντησε σοβαρά εμπόδια, κυρίως εκ μέρους κύκλων της Eθνικής Tράπεζας, στο βαθμό που σχετιζόταν με τη δημιουργία ενός νέου κρατικού φορέα διαχείρισης του δημόσιου χρήματος, της Tράπεζας της Eλλάδος.

O ανταγωνισμός μεταξύ των εμπορικών τραπεζών πήρε τεράστιες διαστάσεις και μέσω της διαρροής χρυσού και συναλλάγματος υπονόμευσε τα σταθεροποιητικά μέτρα της κυβέρνησης Bενιζέλου.

Aπό το 1933 και ως τις παραμονές του πολέμου, ξεκίνησε ένα ρεύμα επιστροφής κεφαλαίων προς την Eλλάδα, λόγω της εξαιρετικής αύξησης του δείκτη ανάπτυξης. H νομισματική κυκλοφορία παρουσίασε αύξηση καθώς και οι τραπεζικές καταθέσεις. Tέλος, στον τομέα των κρατικών δαπανών, αξίζει να σημειωθεί το ποσοστό που διετίθετο για την "κρατική ασφάλεια" που έφτασε να προσεγγίζει το 39% του προϋπολογισμού της χώρας.

Στα ιδιαίτερα στοιχεία αυτής της περιόδου πρέπει να προσμετρήσουμε τους γοργούς ρυθμούς εκβιομηχάνισης, την αριθμητική αύξηση του εργατικού δυναμικού και την αναδιάταξη των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων



ΠΗΓΕΣ:

-Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού

-Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, Γρ.Δαφνή

-Οικονομία και δικτατορία, Θ. Βερέμη

-Α.Μχαλακόπουλος, Γατόπουλος

-Η Ελλάς στο στάδιο της εκβιομηχάνισης, Ξ.Ζολώτα

-Η σύγχρονη Ελλάς, Σπ.Μαρκεζίνη