Του Γιώργου Ν. Τίγκιλη [email protected]

MEΡΟΣ 1ο

Με την ευκαιρία των επετειακών εκδηλώσεων που διοργανώνονται στη πόλη μας για τη Μικρασιατική Καταστροφή με την συνδρομή Μικρασιατικών και Πολιτιστικών Συλλόγων και του Δήμου μας, καλό θα ήταν να θυμηθούμε ορισμένα στοιχεία από την πρόσφατη αλλά άγνωστη σε πολλούς νέους ιστορία της πόλης μας, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση της τοπικής, αλλά και ελληνικής οικονομίας, γενικότερα.

Είναι γνωστό ότι η Kρήτη περιλαμβάνεται μεταξύ των περιοχών της Γης, όπου η αμπελοκαλλιέργεια αναφέρεται από τους προϊστορικούς χρόνους. Η σημασία της στην οικονομική ισχύ του νησιού έχει καταδειχτεί ιστορικά με πληθώρα αρχαιολογικών ευρημάτων. Ιδιαίτερο κομμάτι της αμπελοκαλλιέργειας αλλά και της οικονομίας (με κυρίως εξαγωγικό χαρακτήρα) για την χώρα μας και την περιοχή της Κρήτης, απετέλεσε η καλλιέργεια της σουλτανίνας για πολλά χρόνια.

Πατρίδα της σουλτανίνας, η περιφέρεια Σουλτανιέ της Περσίας, από την οποία έλαβε και το όνομά της . Αποʼ κει μεταφέρθηκε αρχικά στην Μικρά Ασία, απ΄όπου διαδόθηκε η καλλιέργειά της στις άλλες χώρες. Από το 1830 οι Μικρασιάτες στράφηκαν στην καλλιέργεια της σουλτανίνας. Μετά το 1850 οι αμπελώνες αντικατέστησαν όλες σχεδόν τις άλλες καλλιέργειες. Η ξανθή σταφίδα, μικρή σουλτανίνα ή ροζακιά συγκεντρωνόταν σε μεγάλες ποσότητες στα πετρελαιοκίνητα εργαστήρια των εμπορικών οίκων για επεξεργασία κατά κανόνα από γυναίκες εργάτριες.

Κατά τον Π. Γεννάδιο, τα πρώτα κλήματα σουλτανίνας εισήχθησαν από την Σμύρνη στην Ελλάδα από τον Α. Λογοθέτη και φυτεύτηκαν στο κτήμα του στο Ναύπλιο, απʼόπου η καλλιέργεια της εξαπλώθηκε στον Αργολικό κάμπο κι αργότερα σε άλλα μέρη της χώρας. Η ανάπτυξη εμπορικών συναλλαγών στη Σμύρνη αποτέλεσε κατά τον 18ο αιώνα το βασικό κίνητρο μετακίνησης προς αυτή, ποικίλων εμπορικών ομάδων, Ελλήνων, Εβραίων κι Αρμένιων από την Κων/πολη, τη Θεσσαλονίκη, την Έφεσο, την Μαγνησία, τα Βουρλά και την Προύσα, ενώ οι μέτοικοι από τον τότε ελληνικό χώρο, προέρχονταν κυρίως από την Χίο, την Κρήτη και άλλα νησιά του Αιγαίου όπως η Νάξος.

Μετά την επανάσταση του ΄21, όλες οι απελευθερωμένες περιοχές από την οθωμανική κυριότητα, πέρασαν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους και ονομάστηκαν «εθνικές γαίες». Αυτές χρησιμοποιήθηκαν ως εγγυήσεις για τη σύναψη των εξωτερικών δανείων της περιόδου 1823-25 και του 1833. Έτσι παρά τις επανειλημμένες εσωτερικές διεκδικήσεις για διανομή τους σε ακτήμονες, παρέμειναν στην κρατική κυριότητα που τις ενοικίαζε στους καλλιεργητές λαμβάνοντας το ποσό της δεκάτης συν το 15% επί της παραγωγής. Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε μέχρι το 1871. Τότε οι ανάγκες για μεγαλύτερη και συστηματικότερη παραγωγή σταφίδας οδήγησαν την κυβέρνηση του Κουμουνδούρου στην διανομή των εθνικών γαιών και στη δημιουργία μιας τάξης μικροϊδιοκτητών γης, διότι η σταφίδα, το μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν, απαιτούσε εντατική φροντίδα και μακροχρόνια επένδυση, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει σε μισθωμένη γη.

Κι ενώ η Κρήτη παρέμενε επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ένα μεγάλο ζήτημα της αγροτικής οικονομίας της εποχής ήταν το σταφιδικό. Η καταστροφή των αμπελώνων της Γαλλίας το 1860, άνοιξε τις εξαγωγές σταφίδας προς αυτήν, καλύπτοντάς τις βιομηχανικές της ανάγκες στην ποτοποιία. Η σταφίδα ήταν το μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας, στις αγορές της Αγγλίας και του Βελγίου. Η μεγάλη ζήτηση οδήγησε στη σχεδόν μονοκαλλιέργεια των αμπελώνων στην Πελοπόννησο και την ραγδαία αύξηση της παραγωγής.

Από το 1870 όμως η Γαλλία άρχισε σταδιακά να παράγει ξανά, γεγονός που οδήγησε στο σταδιακό κλείσιμο της αγοράς από το 1892, μέχρι και το οριστικό το 1897. Η πτώση της τιμής ξεκίνησε από το 1880, ανακόπτοντας την αρχική υπεραισιοδοξία των ελλήνων και προκαλώντας την πρώτη κοινωνική κρίση. Οι μικροκαλλιεργητές κατέφυγαν στη μετανάστευση ή στο δανεισμό από τους τοκογλύφους. Οι σταφιδέμποροι ζήτησαν και εξασφάλισαν τον προστατευτισμό του κράτους, με την παρακράτηση των αποθεμάτων. Παράλληλα όμως δεν αξιοποιήθηκε η ευκαιρία για βιομηχανική επεξεργασία της σταφίδας, πριν από το τέλος του αιώνα.

Το 1885-1890 υπάρχουν πλεονάσματα αμπελουργικών προϊόντων διεθνώς και οι αμπελουργοί της Κρήτης αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα διάθεσης των προϊόντων τους. Ενώ το 1893 οι εφημερίδες της εποχής αναφέρονται στον κίνδυνο εγκατάλειψης της αμπελοκαλλιέργειας στο νησί .Την περίοδο της οικονομικής κρίσης του 1892-93, οι αγρότες δέχονται σημαντικό πλήγμα από τους δυσβάσταχτους δανειακούς όρους ξένων τραπεζικών οίκων όπως η «Hambro» του Λονδίνου, αλλά και την σταφιδική κρίση που περιόρισε τις ελληνικές εξαγωγές στις παραδοσιακές ευρωπαϊκές αγορές. Το παραπάνω είχε ως επακόλουθο τον θεαματικό περιορισμό των εσόδων του κράτους. Η κατάσταση αυτή του υπέρμετρου δανεισμού και της σταφιδικής κρίσης σε ένα ασταθές πολιτικά περιβάλλον οδήγησαν την χώρα σε πτώχευση τον Νοέμβριο του 1893.

Το 1901 με παρέμβαση της Κρητικής Πολιτείας (Βενιζέλος - Φούμης Υπουργός Γεωργίας) έρχεται κι η ποικιλία της σουλτανίνας στην Κρήτη για να δοθεί διέξοδος στην αμπελουργία της. Λίγο αργότερα (1910) και μετά τον αποτυχημένο ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ξεσπούν ταραχές στις αγροτικές περιοχές της χώρας και κυρίως την Θεσσαλία, όπου δολοφονείται ο Μαρίνος Αντύπας, ένας από τους πρωτεργάτες των αγροτών στο Κιλελέρ. Όμως ούτε μετά το Κιλελέρ, λύθηκε το αγροτικό πρόβλημα. Χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας και η Μικρασιατική Καταστροφή για μια ριζική λύση.

Την περίοδο αυτή κι αφού έχει μπολιαστεί η κοινωνία της Κρήτης με τις ιδέες της συντεχνίας και του συνεργατισμού από τους πρόσφυγες, στο Ηράκλειο οι αγρότες αποφασίζουν να πάρουν τις τύχες στα χέρια τους συνενώνοντας τις δυνάμεις τους , ιδρύοντας την Ένωση Γεωργικών Συν/σμων τον Νοέμβριο του 1927.

Εξω από το εργοστάσιο του Κωνσταντινίδη, που δεν υπάρχει πια στη Λεωφ.Μακαρίου, απέναντι από την Χανόπορτα.

Έτσι εκτός από την βορειοανατολική παραλιακή ζώνη της Πελοποννήσου, η σουλτανίνα εξαπλώθηκε στην Κρήτη κύρια στη περιοχή Ηρακλείου, αλλά και του Λασιθίου, όπου βρήκε κατάλληλες εδαφοκλιματικές συνθήκες για την ανάπτυξή της.

Η επέκταση της καλλιέργειας αυτής υπήρξε για πολλά χρόνια βραδεία και μόνο μετά τους εξοντωτικούς διωγμούς του Ελληνισμού της Ιωνίας (1912-14), οπότε κατέφυγαν στην Ελλάδα πολλοί έμπειροι καλλιεργητές σουλτανίνας, άρχισε η καλλιέργεια να επεκτείνεται και να αποκτά οικονομική σημασία. Νέα ώθηση δόθηκε πάλι από το 1923, οπότε βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης σημαντικοί πληθυσμοί Ελλήνων και Τούρκων αντηλλάγησαν και ο όγκος του ομογενούς πληθυσμού της Ιωνίας, στον οποίο περιλαμβανόταν μεγάλος αριθμός καλλιεργητών σουλτανίνας αλλά και αστών οι οποίοι είχαν μεγάλη πείρα στην επεξεργασία και το εμπόριό της. Μεγάλο μέρος των Μικρασιατών αγροτών που εγκαταστάθηκαν σε περιοχές του Νομού Ηρακλείου και ιδιαίτερα της πόλης του Ηρακλείου και των περιχώρων της (όπως τα Ν.Βρύουλα ή Κατσαμπάς ,τις Ν.Κλαζομενές ή Ατσαλένιο, τη Φορτέτσα, τον Αη Γιάννη, τις Αρχάνες) προερχόταν από την περιοχή της Ερυθραίας και τις κωμοπόλεις των Βουρλών, των Αλάτσατων και των Καράμπουρνων.

Κατά την περίοδο αυτή η καλλιέργεια σουλτανίνας αναπτύχθηκε ραγδαία στο Νομό Ηρακλείου, όπου και εγκαταστάθηκε σημαντικός αριθμός προσφυγικών αγροτικών και αστικών οικογενειών, στα πρώην μουσουλμανικά αγροτικά και αστικά κτήματα, όπως συνέβαινε μέχρι τότε και στην Μικρασιατική Ιωνία όπου από τη καλλιέργεια, την επεξεργασία στα πετρελαιοκίνητα εργαστήρια των εμπορικών οίκων (βάψιμο- αφαίρεση μίσχου-συσκευασία) και το εμπόριο της σταφίδας, άφηνε στις τοπικές κοινωνίες τόσο σημαντικά κέρδη που έλεγαν πως από το κλήμα μάζευαν τσαμπιά από λίρες. Tότε αναπτύσσεται στο κέντρο και στα δυτικά προάστια της πόλης η οικοδόμηση αποθηκών για την διαλογή της σουλτανίνας κι αργότερα επεξεργασίας της σύμφωνα με τα νέα πρότυπα, προκειμένου να προωθείται στις ξένες αγορές. Η άνθιση της βιοτεχνίας και μετέπειτα βιομηχανίας της πόλης είναι πλέον γεγονός.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 η ελληνική οικονομία μπήκε σε φάση μιας πολύ σκληρής ύφεσης. Το 1934 αν και ο όγκος της παραγωγής του συνόλου των βασικών βιομηχανικών και αγροτικών προϊόντων αυξήθηκε περίπου 10% και οι εξαγωγές κατά 14%, τα πράγματα δεν άλλαξαν πολύ, υπέρ των αγροτών και των εργαζομένων. Ως άμεση συνέπεια είχαμε την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων. Η έντονη «μυρωδιά» των φασιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη άρχισε να έρχεται και στην Ελλάδα. Το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του Πλαστήρα στις 6 Μάρτη 1933 και η δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου τον Ιούνη του ίδιου χρόνου πιστοποιούν του λόγου το αληθές. Στις 5 Αύγουστου 1935 οι σταφιδεργάτες του Ηρακλείου κήρυξαν απεργία και πραγματοποίησαν μεγάλη διαδήλωση στην πόλη. Οι δυνάμεις καταστολής διέλυσαν τους διαδηλωτές με τα όπλα. Αποτέλεσμα ήταν 6 νεκροί και αρκετοί τραυματίες. Η απεργία γενικεύτηκε και οι εργάτες κατέλαβαν για λίγες στιγμές την πόλη. Η κυβέρνηση, τρομοκρατημένη από τις εξελίξεις, κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση στρατιωτικού νόμου. Οι εργάτες ενωμένοι κατάφεραν με τον αποφασιστικό αγώνα τους να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους.

Σημείωση: το μεγαλύτερο τμήμα του άρθρου βασίζεται στα κείμενα του ημερολόγιου 2011, του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Κρήτης που είχε επιμεληθεί ο υπογραφόμενος.

(*) O Γιώργος Τίγκιλης είναι Ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Σμυρναίων Ηρακλείου, σήμερα Προιστάμενος ΚΕΠ Δήμου Ηρακλείου.

(Αύριο το βʼ μέρος)