Της Αταλάντης Μιχελογιαννάκη- Καραβελάκη

Αʼ ΜΕΡΟΣ

Ό,τι σημαίνει βαθύτερα, πέρα από την καταγωγή, υπαρξιακά κι εσωτερικά, για τον Παπαδιαμάντη η Σκιάθος, για τον Ξενόπουλο η Ζάκυνθος, για τον Θεοτόκη η Κέρκυρα, σημαίνει κι η Βιάννος για τον Κονδυλάκη. Στο χρονογράφημά του Κρητική Ελβετία αναφέρει τα εξής:

«Δεν γνωρίζω μήπως με παρασύρει πολύ η αγάπη μου προς αυτόν τον τόπον, αλλά είναι βέβαιον ότι κανείς έπαινος δεν μου φαίνεται υπερβολικός».

Στη μικρή του πατρίδα την Άνω Βιάννο έζησε τα πρώτα δώδεκα χρόνια της ζωής του. Σʼ αυτό το διάστημα αποτύπωσε στην ψυχή του πολλά βιώματα ιστορικού, κοινωνικού και λαογραφικού περιεχομένου και μια πλημμύρα εικόνων υπέροχης φυσικής ομορφιάς που τον φόρτισαν συναισθηματικά με συγκινήσεις και απεριόριστη ποιητική διάθεση.

Ο Κονδυλάκης αγαπούσε πολύ τη Βιάννο και η ζωή του ήταν ένας κύκλος με αρχή και τέλος αυτόν τον τόπο. Αν και η απουσία του κράτησε 30 χρόνια, η παρουσία της Βιάννου στην ψυχή και στο έργο του γίνεται διαρκώς αισθητή.

Από γραπτές αναφορές η γέννησή του τοποθετείται το Δεκέμβριο του 1862 κι έτσι βιώνει την περίοδο, που το νησί μας ταραζόταν ακόμη από τις επαναστάσεις κατά των Τούρκων. Στο χρονογράφημά του «Επιστολή εκ Βιάννου», το οποίο δημοσιεύτηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1919 στην εφημερίδα του Ηρακλείου «Νέα Εφημερίς», επιβεβαιώνεται η χρονολογία γέννησής του έμμεσα από τον παρακάτω διάλογο:

«…Περί της ηλικίας μου δεν είχα βεβαίαν ιδέα. Αλλά ο Νικολάκης Στιωτάκης, ο οποίος μου εχρησίμευσε ως πρότυπον του Αστρονόμου εις τον Πατούχα και σήμερον έχει φθάσει εις βαθύ γήρας, μου λέγει:

- Εγώ ξέρω πότε γεννήθηκες. Το Δεκέμπρη του ʼ62. Και λες πως εγέρασες από δα;».

Οι γονείς του ήταν οι Βιαννίτες Δημήτριος Κονδυλάκης, γεωργός και πρακτικός γιατρός της εποχής εκείνης, και η Ρηγινιό, της οποίας το όνομα έδωσε στη μάνα τού Πατούχα. Είχε ετεροθαλή αδελφό τον Χαράλαμπο Κονδυλάκη, πρώτο θείο του πατέρα μου Δημητρίου Μιχελογιαννάκη.

Ο πατέρας του Κονδυλάκη είχε πάρει μέρος με άλλους Βιαννίτες και με τον προπροπάππον μου Ιωάννη Παπαμαστοράκη, στη μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866 - 1869. Στο διήγημά του «Αλέστα» δημοσιευμένο στην Εστία στις 27 και 28 Νοεμβρίου του 1895 αναφέρεται στη μαύρη χρονιά του 1866, που, αν και ήταν μικρός, θυμάται τις ψυχοσωματικές ταλαιπωρίες και τις κακουχίες που είχε υποστεί ο ίδιος και η οικογένειά του, αφού, εκδιωχθέντες και κυνηγημένοι από τους Τούρκους, κατέφυγαν στα βουνά για να σωθούν.

Γράφει: «Και μετʼ ολίγον διέτρεξε το χωρίον άπειρος θρηνώδης βοή εν μέσω της οποίας διέκρινα την φοβεράν κραυγήν κινδύνου

Αλέστα!

Η μάνα μου έδραμεν έξω, ως αλλοφρονούσα, προς αναζήτηση του πατρός μου.

Την στιγμήν εκείνην διήρχετο ο Μανώλης ο Πατούχας μετά τινος άλλου και πυροβολούντες εις τον αέρα ανεκραύγαζαν.

Στʼ άρματα, παιδιά, στʼ άρματα !».

Επίσης, στο «Αναμνήσεις Γυναικοπαίδου», που θεωρείται αυτοβιογραφικό, αναφέρεται πάλι στην επανάσταση του 1866 και στην τρομερή περιπέτεια πολλών Κρητικών και του πατέρα του, που πολέμησαν και στη συνέχεια βρέθηκαν από τη δυτική Κρήτη πρόσφυγες σε παραλία του Πειραιά. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο Δημοτικό Σχολείο της Άνω Βιάννου. Την περίοδο αυτή της ζωής του την αποτυπώνει στο διήγημά του «Νεωτεριστής» με όλο τον κοινωνικό, ιστορικό και εθιμικό περίγυρο.

Αναφέρει για δάσκαλο του τον Καπετανάκη, ο οποίος φρόντιζε όχι μόνο για τη μάθηση, αλλά και για τη σωματική ενίσχυση και την ανάπτυξη του θάρρους και της τόλμης των μαθητών του, ώστε να έχουν ατρόμητες καρδιές και να αψηφούνε τους κινδύνους. Τους έκανε και απλές, στρατιωτικές ασκήσεις, ώστε να είναι, λέει, αντάξιοι και καλύτεροι των προγόνων κι έτσι να τελειώσουν το έργο τους, δηλαδή την απελευθέρωση της πατρίδας από τον τούρκικο ζυγό.

Σε κάποια άλλη σχολική χρονιά ίσως να είχε δάσκαλό του και τον καλόγερο Ιάκωβο, που θα τον δούμε ως δάσκαλο του Πατούχα και το 1869 δάσκαλο του σχολείου της Άνω Βιάννου.

Τα πρώτα χρόνια του γυμνασίου θα έρθει στο Ηράκλειο, αλλά οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες της οικογένειάς του δεν θα του επιτρέψουν να συνεχίσει και έτσι διακόπτει τα μαθήματα για να εργαστεί ως υπάλληλος. Ο θείος του Πέτρος Κονδυλάκης, βουλευτής τότε στα Χανιά, θα τον βοηθήσει και έτσι το 1879 συναντούμε τον Κονδυλάκη ως γραμματέα στο Εφετείο Χανίων, τον επόμενο χρόνο στο Ειρηνοδικείο Μεραμπέλλου και τον μεθεπόμενο στη Σητεία.

Με τη Σύμβαση της Χαλέπας το 1878 είχε επιτραπεί η έκδοση εφημερίδων και εντύπων στην Κρήτη. Ο εκδοτικός πυρετός, που παρατηρείται τα επόμενα χρόνια σε Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο, δεν αφήνει αδιάφορο τον Κονδυλάκη. Διαβάζει πάρα πολύ και είναι ταλέντο στο γράψιμο.

Ο ερχομός του λοιπόν στη Σητεία σηματοδοτεί και την πρώτη ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία. Στέλνει ανταποκρίσεις από το Λιμάνι Σητείας στην Εφημερίδα «Αλήθεια» του Τιμόθεου Ψαρουδάκη στα Χανιά.

Από την περίοδο της υπηρεσίας του ως γραμματέα στο Ειρηνοδικείο Σητείας σώζονται πέντε επιστολές του προς τον εκδότη και διευθυντή Τιμόθεο Ψαρουδάκη.

Σε μια απʼ αυτές τις επιστολές υπό χρονολογία 2 Φεβρουαρίου 1882 γράφει: «Ενταύθα, δηλ. εν Σητεία, συνέστη θεατρικός θίασος σκοπών ίνα δια του εισοδήματος των υπʼ αυτού δοθησομένων παραστάσεων θεραπεύση τας ανάγκας των εν τη Ελληνική Σχολή Λιμένος φοιτώντων απόρων παίδων ….. Οι ευπαίδευτοι και φιλόμουσοι νέοι ... Ι. Σκούφος, Ιωαν. Κονδυλάκης, Εμμανουήλ Καλογερίδης … πάνυ φιλοτίμως προσηνέχθησαν αυθορμήτως όπως συγκροτήσωσι τον θίασον αυτών.» Βλέπομε λοιπόν εδώ τον Κονδυλάκη ως νεαρό ηθοποιό.

Η παραμονή του στη Σητεία κρατά λίγο καιρό, διότι φεύγει για Αθήνα αποφασισμένος να τελειώσει το γυμνάσιο. Φοιτά στο Βαρβάκειο Αθηνών από το 1882 έως το 1884. Στο διήγημά του «Καλικάντζαρος» περιλαμβάνει εντυπώσεις από την εκεί σχολική του ζωή.

Το 1883 παίρνει μέρος σε διαγωνισμό της «Εστίας» για συγγραφή ελληνικού διηγήματος. Συγκεκριμένα έλαβε μέρος με το διήγημα «Ταν ή επί ταν» πιθανώς κατά σκόπιμη παραφθορά του «Ταν ή επί τας», που το θέμα του ήταν κρητικό.

Μάλιστα η Επιτροπή θα σημειώσει: «Ο συγγραφεύς είναι άριστος γνώστης του βίου των Κρητών και μάλιστα του κρητικού ιδιώματος».

Το 1884 αποτελεί ένα σταθμό στη δημοσιογραφική του καριέρα. Αρχίζει να εργάζεται στις αθηναϊκές εφημερίδες. Δημοσιεύει διηγήματα και ευθυμογραφήματα στο «Ραμπαγά» και στην «Εστία». Την ίδια χρονιά εκδίδεται το πρώτο γνωστό λογοτεχνικό του έργο από τη λογοτεχνική βιβλιοθήκη Φέξη, με τίτλο «Διηγήματα: Η Κρήσσα ορφανή, ο αδερφοδιώκτης, το βοσκόπουλο του «Ψηλορείτη». Πλήρες αντίτυπό του υπάρχει στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης στα Χανιά, το οποίο βιβλιογράφησε ο καθηγητής Τωμαδάκης.

Το διήγημα «Η Κρήσσα Ορφανή» έχει υπότιτλο «Το εν Αρκαδίω ιερόν δράμα», όπου αναφέρεται με λεπτομέρεια στις ηρωικές πράξεις των πρωταγωνιστών του ολοκαυτώματος. Αργότερα, το 1904, συγγράφει και το ιστορικό έργο «Η ολοκαύτωσις του Αρκαδίου».

Αναφερόμενος σʼ αυτό το ηρωικό γεγονός δίνει πληροφορίες για την ιστορία της Μονής και για τα πρόσωπα, την παλικαριά και τη θυσία τους.

Αναφέρει: «Πριν την επανάσταση του ʼ21 η μονή είχε 270 μοναχούς. Κατά την εορτήν των αγίων της μονής Κωνσταντίνου και Ελένης 70 ιερείς φέροντες χρυσοκεντήτους ιερατικάς στολάς ετέλουν την λειτουργίαν. Όμως στις 8-11-1866 εις σύνθημα δοθέν παρά του Γαβριήλ, είς των πλησίων αυτού μαχητών, ονόματι Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης, εκ του χωρίου Άδελε της Ρεθύμνης κατήλθεν εις τον υπόνομον και πυροβολήσας εις την πυρίτιδα την ανέφλεξε, γενόμενος αυτός το πρώτον θύμα ……».

Ως άριστος γνώστης της Κρητικής Ιστορίας θα συμπληρώσει και το έργο των Σπ. Ζαμπελίου και Καλλινίκου Κριτοβουλίδου, «Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης» με μικρή όμως συμβολή, γιατί η δημοσιογραφική δραστηριότητά του δεν του αφήνει ελεύθερο χρόνο.

Την ίδια περίοδο φοιτά στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όμως σύντομα εγκαταλείπει την Αθήνα. Γυρίζει πάλι στην Κρήτη και καταλήγει στα Χανιά, όπου ασκεί για λίγο το διδασκαλικό επάγγελμα στο Γεράκι Κυδωνίας, τη σχολική χρονιά 1884-85.

Αναφέρει: « … Είχα αναγνώσει το παιδαγωγικόν σύστημα, το οποίον αναπτύσσει ο Τολστόι εις τα σχολεία «Γιάσναγιαν Πολιάναν» και στο οποίο αφήνει τους μαθητάς ελεύθερους να μελετούν και να παίζουν οπόταν θέλουν και όπως θέλουν...» Ο Κονδυλάκης είχε υπόψη του τα νέα παιδαγωγικά ρεύματα της εποχής, που απαιτούσαν τη ριζική αναθεώρηση των σχέσεων ανάμεσα στους μαθητές και δασκάλους. Σε χρονογράφημά του με τίτλο Γιάσναγια - Πολιάνα στη εφημερίδα «Εμπρός» στις 17-12-1917 αναφέρεται με λεπτομέρεια στις παιδαγωγικές αρχές βάσει των οποίων διδάσκονταν οι μαθητές του σχολείου του Τολστόι Γιάσναγια – Πολιάνα και κάνει κριτική σʼ αυτές.

Γράφει: «Ουδείς πειθαναγκασμός, ελευθερία απεριόριστος.

… Η θέληση και η διάθεσις των παιδίων δεν έπρεπε να πιεσθή δια να μη στρεβλωθή ο φυσικός των χαρακτήρ και να μη στενοχωρηθή και εμποδιστή η φυσιολογική των ανάπτυξις»

Η αναγέννηση στην παγκόσμια παιδαγωγική, που συντελείται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και στη αρχές του 20ου, βρίσκουν τον Κονδυλάκη απόλυτα σύμφωνο. Αποκηρύσσει τις αποτρόπαιες και απαράδεκτες ταχτικές το «Μόνο τα κόκκαλα γερά δάσκαλε» που θα πει ο ήρωας του Πατούχα Σαϊτονικολής, παραδίδοντας το γιο του στο δάσκαλο.

Έτσι στο έργο του «Όταν ήμουν δάσκαλος», έργο εμπνευσμένο από το βάπτισμα του στο διδασκαλικό επάγγελμα, λέει ως νεαρός σχολάρχης στους μαθητές του: «Θέλω να γίνω φίλος σας και όχι τύραννος, να σας φανώ ωφέλιμος και όχι να σας κάμω δειλούς και ταπεινούς.»

Η καριέρα του ως δασκάλου θα τερματίσει σύντομα, όμως λίγο αργότερα, στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, θα ανταποκριθεί σε προκήρυξη της τότε κυβέρνησης για συγγραφή βιβλίων σχολικής χρήσης. Ο Κονδυλάκης πίστευε στην παιδευτική αξία των ιστορικών γνώσεων και έτσι γράφει το βιβλίο το «Ιστορία και Γεωγραφία της Κρήτης», το οποίο εκδόθηκε το 1900 από το τυπογραφείο Π. Δ. Σακελλαρίου και επανεκδόθηκε το 1903 με ελάχιστες αλλαγές από το τυπογραφείο Αριστομένους Σ. Διαλησμά. Το βιβλίο αυτο εγκρίθηκε από το αρμόδιο Υπουργείο για τα σχολεία της δημοτικής εκπαίδευσης, τα σχολαρχεία και τα γυμνάσια. Με εγκύκλιο προς τους γυμνασιάρχες και διευθυντές δημοτικών σχολείων την 6η Σεπτεμβρίου του 1901 ο τότε υπουργός Σ. Ε. Στάης συνιστά τη χρήση τους στη σχολική πράξη.

Ο Κονδυλάκης είχε την ευστροφία, τις πνευματικές δυνάμεις και τις γνώσεις ώστε να παρακολουθεί τις εξελίξεις της εποχής του και πέρα από τον ελλαδικό χώρο. Στο λογοτεχνικό του έργο υπήρξε πρωτοπόρος. Άνοιξε δρόμους και οδήγησε τις μεταγενέστερες γενιές σε επιτυχημένες πορείες. Το έργο του Ιωάννη Κονδυλάκη έχει συστηματικά μελετηθεί. Υπάρχει γνώμη κατασταλαγμένη. Ανήκει στους σπουδαιότερους λογοτέχνες της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Υπάρχει όμως ακόμη ένας σημαντικός όγκος ανέκδοτου υλικού του. Από τα 6.000 χρονογραφήματά του, ελάχιστα έχουν επανεκδοθεί. Χωρίς επανέκδοση μένει και σημαντικό μεταφραστικό του έργο.

Από τα έργα του Κονδυλάκη «Ο Πατούχας», «Η Πρώτη Αγάπη», «Όταν ήμουν δάσκαλος»,«Οι Άθλιοι των Αθηνών», «Το 62 Κάτω ο Τύραννος» και κάποια χρονογραφήματα έχουν κυκλοφορήσει από πολλούς εκδοτικούς οίκους μεμονωμένα ή σε συλλογές. Υπάρχουν και εκδόσεις που περιλαμβάνουν τα Άπαντα του, αλλά είναι ελλιπείς.

Η έκδοση των Απάντων Κονδυλάκη των αδελφών Φραγκάκη είναι 4 τόμοι, εκδόθηκαν το 1961 και περιλαμβάνουν τα βασικά έργα του και 20 μόνο χρονογραφήματα.

Τα «Άπαντα» του Κονδυλάκη από τον Π. Οικονόμου, με επιμέλεια Μανόλη Πατεραντωνάκη, είναι 3 τόμοι και περιλαμβάνουν τα γνωστά του έργα και 300 χρονογραφήματα.

Η έκδοση Δεδεμάδη με επιμέλεια Γιώργη Πικρού είναι 6 τόμοι με τα βασικά έργα του Κονδυλάκη και όχι πάνω από 300 χρονογραφήματα.

Εύχομαι και ελπίζω να βρεθεί σύντομα τρόπος έκδοσης ολόκληρου του σώματος τού έργου του. Είναι ελπιδοφόρο το γεγονός, ότι ήδη η Πινακοθήκη, που βρίσκεται στον Κερατόκαμπο Βιάννου, έχει αρχίσει επανέκδοση κειμένων του. Τα πρακτικά δε του Συνεδρίου, που οργανώθηκε το 2010 από την Πινακοθήκη στην Άνω Βιάννο, από τον ακάματο Σάββα Πετράκη, τους συνεργάτες του και με την συμβολή του καθηγητή Αλέξη Πολίτη, με ικανό αριθμό αξιόλογων ομιλητών, και με θέμα, «Το μεταφραστικό και αθησαύριστο έργο του Κονδυλάκη»,όταν δημοσιευθούν, θα αποτελούν άλλο ένα σημαντικό σημείο αναφοράς, για περαιτέρω έρευνα του έργου του Διαβάτη. Είχα την τιμή και τη χαρά να συμμετάσχω σε αυτό το συνέδριο, ως ομιλήτρια, καταθέτοντας τα αποτελέσματα προσωπικής έρευνας, για αθησαύριστα χρονογραφήματά του στην εφημερίδα «Εμπρός» και όχι μόνο.

Ο Ιωάννης Κονδυλάκης ήταν ο γνωστός συγγραφέας του Πατούχα και ο «λευκός» δημοσιογράφος, που υπέγραφε τα δημοσιεύματά του από το 1889 στις εφημερίδες των Αθηνών «Άστυ», «Σκριπ», «Εστία», «Εφημερίς» ως Βαρδής Γύπαρης ή Γιάννης Ακτήμων ή Κονδυλοφόρος ή στο «Εμπρός» με το πασίγνωστο Διαβάτης. Για μας όμως τους Βιαννίτες ήταν ο Κυρ-Γιάννης και ο θείος για τα πάμπολλα ανίψια του. Άλλωστε τον τρόπο με τον οποίο τον προσφωνούσαν οι συγχωριανοί του τον αναφέρει και ο ίδιος στο διήγημά του «Μια επαρχία», το οποίο απαρτίζεται από δώδεκα μικρότερα αφηγήματα που τα δημοσίευσε τον Σεπτέμβριο του 1919 η εφημερίδα του Ηρακλείου «ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ». Τα είχε γράψει μετά την επίσκεψή του στη Βιάννο το φθινόπωρο του 1919 και αφορούν τα γεγονότα εκείνων των ημερών στο ανθρώπινο και το φυσικό περιβάλλον της τότε Επαρχίας Βιάννου, η οποία, όπως μαρτυρά, ονομαζόταν επί Ενετών Ριζόκαστρο ή Ρίζο.

Το 1888 συναντούμε τον Κονδυλάκη στα Χανιά συντάκτη της εφημερίδας «Άμυνα» για ένα χρόνο και παράλληλα μέχρι το 1889 να βγάζει μαζί με τον τυπογράφο - εκδότη Στυλιανό Αλεξίου (τον πατέρα της Γαλάτειας Καζαντζάκη, της Έλλης Αλεξίου και του Λευτέρη Αλεξίου) την εφημερίδα «Νέα Εβδομάδα» εδώ στο Ηράκλειο. Η οξεία διαμάχη των πολιτικών κομμάτων της εποχής εκείνης, των Καραβανάδων και των Ξυπόλυτων του δίνει πλούσιο υλικό. Όμως με την έκρηξη της επανάστασης του 1889, όχι μόνο απαγορεύουν οι Tούρκοι την έκδοση εφημερίδων στην Κρήτη, αλλά διώκουν και τους δημοσιογράφους.

Μόλις που καταφέρνει ο Κονδυλάκης να διαφύγει τη σύλληψη από τις τουρκικές αρχές και δραπετεύει στις 22 Ιουλίου του 1889 στην Αθήνα. Στα άρθρα του «Ημέραι Κινδύνων και φόβων», που είχαν τον υπότιτλο «Εκ του ημερολογίου Κρητός πρόσφυγος» και που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα των Αθηνών «ΕΦΗΜΕΡΙΣ», δίνει την πολιτικοκοινωνική κίνηση των ημερών εκείνων στην πόλη του Ηρακλείου, όπου όπως λέει: «Ο πανικός είναι γενικός και όλοι σκέπτονται περί φυγής. Όλοι συμφωνούν ότι είναι αδύνατος πλέον η συμβίωσις Χριστιανών και Οθωμανών εν Ηρακλείω …».

Μέσα από αυτά τα κείμενα αντλούμε πάμπολλα στοιχεία για την πόλη μας, την κοινωνία και το περιβάλλον της. Πληροφορούμαστε για τη δράση ατόμων, που ο ηρωισμός τους ήταν μια φυσική πράξη, αυθόρμητη σαν την ίδια τη ζωή.

Φεύγει λοιπόν για την Αθήνα τον Ιούλιο του 1889, για να εγκατασταθεί πια μόνιμα και να συνεχίσει τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία στις αθηναϊκές εφημερίδες για είκοσι σχεδόν συνεχόμενα χρόνια, μέχρι το 1919. Στην Κρήτη θα κατεβεί ξανά για λίγο, το 1896- ʽ97, ως εθελοντής πολεμιστής του Κρητικού Αγώνα μαζί με τη θρυλική «Πανεπιστημιακή Φάλαγγα», που την αποτελούσαν Κρήτες και μη φοιτητές. Από την περιοχή των Χανίων θα καλύπτει και ως πολεμικός ανταποκριτής τα γεγονότα στις αθηναϊκές εφημερίδες.

Στο διήγημα «Σκούρα» και στο «Ο Γέρος» αναφέρεται σʼ αυτή την περίοδο, στους κινδύνους και στις μάχες κοντά στη Σούγια, μα και στην ανδρεία των συμπολεμιστών του που τιμούσαν τα όπλα τους, τους σισανέδες και τις λαζαρίνες. Το παρακάτω επεισόδιο από το «Σκούρα» δείχνει τον πατριωτισμό του Κονδυλάκη, αλλά και τους άρρηκτους δεσμούς που ενώνουν τους Κρητικούς και που μπορεί κάποτε να δοκιμάζονται αλλά πάντα παραμένουν δυνατοί. «Προ δέκα ημερών είχεν έλθει στη Σούγια η Ένωσις φορτωμένη πολεμοφόδια και ολίγα τουφέκια. Μες στα ολίγα τουφέκια ήτο κι ένα δεμάτι κοντά σισανεδάκια κι έπεσαν όλοι πάνω σαν γεράκια. Εγώ είχα μια παλιοκαραμπίνα του Βερναρδάκη, που δεν έκανε δουλειά στα εκατό μέτρα. Εχύθηκα λοιπόν να πάρω ένα σισανέ, που εθεωρούντο τότε τα καλύτερα όπλα, αλλά το ίδιο τουφέκι το κρατούσε από την μπούκα ο Γαλανοσήφης.

- Πάρε άλλο, κουμπάρε Σήφη, του είπα.

- Εσύ να πάρεις άλλο.

Αλλά πού άλλο; Τα ʽχανε διαγουμίσει. Ο Σήφης έσυρε δυνατά το σισανεδάκι και μου το πήρε. Εγώ άναψα και δεν εσυλλογίστηκα φιλία, δεν εσυλλογίστηκα κουμπαριά και κρακ, κρακ του γύρισα την καραμπίνα.

- Ας το τουφέκι, του φώναξα, γιατί, μα τον ουρανό, θα σε σκοτώσω.

Αλλά κι αυτός, μʼ ένα πήδο, επήρε μετερίζι μια ελιά κι αμασέλιασε το τουφέκι του.

- Άι μωρέ νιοι ! εφώναξε ο Χατζη-Μιχάλης κι εμπήκε στη μέση. Να σκοτωθείτε, μωρέ ;

Κι αφού με το ψηλό του ανάστημα μας εχώρισε μας είπε:

- Δε ντρέπεστε, μωρέ. Για να σκοτώνεστε αναμεταξύ σας, σας πέψανε τα τουφέκια ή για να σκοτώνετε Τούρκους;

Ήρθε και ο μακαρίτης ο Κριάρης και οι δύο αρχηγοί αποφασίσανε να δώσουν σʼ εμένα το σισανέ, γιατί το τουφέκι μου ήτανε χειρότερο από το τουφέκι του Σήφη ….»

Και στη συνέχεια μας δίνει τη σκληρή μάχη που ακολούθησε, τον κίνδυνο που πέρασε και τη σωτηρία του από το Σήφη, με απλότητα κλασική.

Ο Καθηγητής Τωμαδάκης αναφέρει: «...όχι μόνον με τη γραφίδα αλλά και με το όπλον ο Κονδυλάκης εξυπηρέτησε την κρητικήν ελευθερία».

Λίγο αργότερα ο Κονδυλάκης επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τις δημοσιογραφικές και συγγραφικές του δραστηριότητες.

Αύριο το τελευταίο μέρος