Οι εργαζόμενες γυναίκες στον τόπο μας διαιρούνται σε τρεις κατηγορίες: Σε πισωδρομικές, σε ελευθεριάζουσες, και σε προοδευτικές φιλελεύθερες.

Οι πρώτες, οι πισωδρομικές, παρόλο που απόχτησαν την οικονομική τους ανεξαρτησία, δεν ενοούν με κανέναν τρόπο να βγουν από την πρόληψη πως η γυνάικα οφείλει υποταγή στον άνδρα. Πιστέβουν πως οι προσπάθειες για την ηθική της απολύτρωση όχι μόνο δεν είναι ακολουθήσιμες παρά το αντίθετο είναι ολέθριες. Σʼ αυτή τη ριζωμένη πρόληψη συντελεί και το αστικό καθεστώς. Οχι μόνο δεν κάνει καμιά προσπάθεια να πάψει πια η γυναίκα να είναι ή σκλάβα, ή υποταγμένη αδιαμαρτύρητα προαιώνια, παρά αντίθετα πασκίζει με κάθε τρόπο να την απομακρύνει από την πολιτική και τον κοινωνικό αγώνα, προσπαθώντας να της ξεμηδενίσει κάθε ορμή προς τη χειραφέτηση. Ιδανικό, αλήθεια, ευκολοκατόρθωτο, άμα σκεφτούμε πως η γυναίκα είναι πλάσμα συντηρητικό από λόγους φυσιολογικούς, αφού ο προορισμός της είναι να γίνεται μητέρα πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής της, και πως από το ρόλο αυτό, που η φύση την προόρισε, δεν είναι εύκολο νʼ αποσπαστεί.

Την παθητική της όμως αυτή στάση εμπρός στα πιο ζωτικά της συμφέροντα όχι λίγο τη δυναμώνουν και τα λογής λογής συντηρητικά στοιχεία, που αποτελεούν την πλειονότητα στον καθυστερημένο τόπο μας. Από τις στήλες των εφημερίδων, από την αίθουσα της Βουλής, ή από το βήμα των δημόσιων ομιλιών άλλο δεν κάνουν οι διάφοροι αμύντορες παρά να “κρούουν” τον κώδωνα κινδύνων παντοειδών”. Θρησκεία, οικογένεια, πατρίδα, όλα απειλούνται από τους μαλιαροκομουνιστές. Μα και η φεμινιστική συντηρητική κίνηση δεν επενεργεί λιγότερο στις εργαζόμενες αξύπνητες γυναίκες. Αντί να τις διδάσκουν να ενδιαφέρονται για τα κοινωνικά και τα πολιτικά προβλήματα του τόπου μας, αντί να τις συμβουλέβουν να συνταυτίσουν τις τύχες τους μʼ όλη την εργατική τάξη, αφού τα συμφέροντα όλων που εργάζονται είναι αλληλένδετα, αντίθετα τις διδάσκουν, πως η γυναίκα οφείλει να μένει στα “καθήκοντα του οίκου, ως μητέρα και ως σύζυγος”. Σα να πήγε η γυναίκα να δουλέψει στα λογής εργοστάσια, έτσι από αλαφρομυαλιά για να τη συμβουλέβουμε να συνετιστεί και να ξαναγυρίσει στον ίσιο δρόμο του νοικοκυριού. Αυτά όμως άλλο δεν αποδείχνουν παρά ανικανότητα να αντιληφτούμε μια κατάσταση. Οχι, δεν μπορούμε να καθυστερούμε τη γυναίκα μʼ αυτές τις ουτοπίες. Η ζωή οργανώθηκε διαφορετικά, πάει τέλειωσε. Η οικογένεια δε ζει πια με το μηνιάτικο ή με το μεροκάματο του αντρός ή του αδερφού. Μια μόνο γυναίκα μπορεί να γίνει η “βασιλίς του οίκου: η μεγαλοαστή. Γιατί τίποτα δεν τη βιάζει να εγκαταλείψει το ρόλο αυτό. Η εργαζόμενη όμως γυναίκα πρέπει να το πάρει απόφαση, πως από δω και πέρα ο αγώνας είναι ο κλήρος της. Αγώνας όμως, όχι σκλαβιά. Γιατί, αν πέρασε ο καιρός “των βασιλίδων του οίκου”, άλλο τόσο πέρασε και ο καιρός των δούλων.

Η εργαζόμενη γυναίκα πρέπει να ζητήσει να πετύχει μια κατάσταση ισοτιμίας με τον εργάτη. Οι ίδιοι προστατεφτικοί νόμοι που αφορούν αυτόν, να αφορούν και την εργαζόμενη γυναίκα. Να ζητήσει ακόμη δωρεάν περίθαλψη σε περίπτωση γένας. Να ζητήσει τρίμηνη ανάπαψη για τον τοκετό, χωρίς καμιά κατακράτηση από το μιστό της να ζητήσει πιο ανθρωπιστικό μεταχείρισμα του βρέφους από μέρος του δημόσιου βρεφοκομείου όπου από τα χίλια μωρά που μπαίνουν το χρόνο πεθαίνουν τα ενιακόσια.

Να ζητήσει να ιδρυθούν creches δηλαδή ιδρύματα, όπου να αφήνει το μικρό της όλη μέρα, κι όχι όπως κάνει τώρα που τʼ αφήνει στους δρόμους. Και ακόμα να ζητήσει από το Κράτος να τιμωρείται με βαρύτατη ποινή ο αδερφός ή οποιοσδήποτε που θα σκότωνε μια γυνάικα από λόγους τιμής.

Αυτά οφείλει να επιδιώξει η εργαζόμενη γυναίκα. Και οι συντηρητικές φεμινίστριες, αντί να πιστέβουν πως με τους χορούς στο Στάδιο και τους συλλόγους των Γονέων θʼ αποσβήσουν τον κομουνισμό, θάταν προτιμότερο να ενεργήσουν να απολεφτερωθεί η εργαζόμενη γυναίκα, με τη δραστηριότητα και με τη ριζοσπαστικότητα που πολέμησαν άλλοτε για τη δική τους χειραφέτηση. Να μη λησμονούν, πως αυτές οι ιδίες που συμβουλέβουν την εργάτισα να ξαναγυρίσει στο σπίτι της “να μπαλώνει τις κάλτσες του αντρός της”, χειραφετήθηκαν τόσο ώστε να πάρουν και πανεπιστημιακά διπλώματα, και αυτό σʼ εποχή που πραγματικά ένα παρόμοιο κίνημα το θεωρούσαν επαναστατικό, όχι μόνο εδώ παρά και σʼ όλη την Ευρώπη. Και τόσο πιο πολύ επαναστατικό, όσο δεν το δικαιολογούσε καμιά κοινωνική ανάγκη. Να μη λησμονούν πως εκείνος που είναι έτοιμος πάντα να δεχτεί κάθε κοινούργια ιδέα, που τείνει στην παραγωγή της ζωής, είναι πάντα ο ανώτερος ανθρώπινος τύπος, και αντίθετα είναι πάντα ο μέτριος τύπος εκείνος που αδυνατεί να προσαρμοστεί σʼ αυτή. Και είναι ακόμη μετριότερος, άμα αρχίζει από επαναστάσεις και καταλήγει σε πισωδρομισμό.

Η δεύτερη κατηγορία είναι η εργαζόμενη γυναίκα που παρεξηγεί και παρανοεί την ένοια της ελευθερίας και των δικαιωμάτων και πέφτει ολοένα θύμα όσων εκματελέβονται τη στιγμιαία της παραζάλη και την οδηγούν σʼ έναν τρομερό ηθικό κατήφορο. Και τούτο γίνεται επειδή η χειραφέτηση της δεν είναι αποτέλεσμα βαθειάς εσωτερικής ανάγκης νʼ απαλυτρωθεί σαν άτομο, όσο ανάγκη οικονομική που παρουσιάσηκε απότομα και την παραδίνει απροετοίμαστη στο νέο της ρόλο. Απαράλαχτα όπως ένα κορίτσι γινόταν ανέκαθεν μοδίστρα και καπελού, χωρίς αυτό να τις δίνει καμιά ανεξαρτησία, έτσι και σήμερα παίρνει το πανεπιστημιακό δίπλωμα οποιοδήποτε κορίτσι, χωρίς διόλου να νιώθει την τεράστια σημασία που έχει το δίπλωμα στον αγώνα που σήμερα αγωνίζεται η γυναίκα και γενικά το άτομο. Γίνεται γιατρός, δικηγόρος, χημικός, φιλόσοφος, όχι για να αποχτήσει την απαιτούμενη πνευματική και κοινωνική δύναμη να παλαίψει για τα δίκια της, όσο γιατί έτσι πήραν δρόμο και κάνουν τώρα και κάμποσα χρόνια τα κορίτσια. Υπάρχει όμως κι ένα σημείο που το εργαζόμενο κορίτσι των μεγάλων πόλεων χειραφετήθηκε πέρα ως πέρα: Ο έρωτας. Αδιαφορεί αν πηγαινοέρχεται στις τράπεζες και τα υπουργεία για χίλιες δραχμές το μήνα, ή αν θα ράβει σʼ ένα εργαστήρι όλη του Θεού την ημέρα για τριάντα δραχμές.

Αδιαφορεί ολότελα αν θα μπορέσει κι αυτή να έχει το λόγο της στα ζητήματα του Κράτους, όπως τον έχει ο πρώτος τυχόν γνωστός και άγνωστος. Το φίλο της όμως έμαθε πως έχει το δικαίωμα να τον βρει. Είμαι σίγουρη, πως τα φιλελεύθερα πνεύματα που μʼ ακούνε θα τσουκνίσουν τα μούτρα τους από αυτές μου τις ιδέες. Και μήπως, αλήθεια, δεν έχει το δικαίωμα ένα κορίτσι οποιοδήποτε νʼ αγαπήσει; Και το αντίθετο δε θάταν ίσα ίσα το αφύσικο και το αντιπαθητικό; Σωστά. Μα η τάξη αυτών των εργαζόμενων γυναικών, που μιλώ τώρα, ούτε και στον έρωτα δεν κατάφερε νάχει καποια ατομικότητα. Ο,τι βλέπουν και κάνει η μεγαλοαστική κοσμοκρατορία του πλούτου και της διαφθοράς αυτό νομίζουν πως κάνει ωραία τη ζωή. Προχτές ένα κορίτσι με πολύ καλή μόρφωση μου έλεγε:

- Δε βαστιέται πια αυτή η ζωή, να μη μπορώ να κάμω ένα παλτό της προκοπής... Ετσι μούρχεται να δεχτώ να γίνω φιληνάδα του διευθυντή μου...

Και τόλεγε σοβαρά, έτοιμη να μου φέρει ένα σωρό αδιαφιλονείκητα επιχειρήματα. Κι όμως το κορίτσι που τόσο κατηγορηματικά και τσεκουράτα έλυνε το πρόβλημα του πανοφοριού της, δεν είχε τολμήσει πέντε χρόνια που εργαζότανε στο ίδιο γραφείο να ζητήσει μια μικρή αύξηση, παρά δούλεβε για χίλιες διακόσιες δραχμές το μήνα. Πώς συμβαίνει σε μας τις γυναίκες αυτή η παράδοξη ψυχολογική κατάσταση της αδιαμαρτύρητης υποδούλωσής μας σε μια αδικία, κι από την άλλη μεριά η τρομερή πρωτοβουλία μας να πέσουμε σε μια ανήθικη σωματεμπορία; Γιατί δεν μπορέσαμε ακόμη να τοποθετηθούμε σαν άτομα υπεύθυνα για τις πράξεις μας εμπρός στη ζωή. Για την ώρα παραμένουμε νευρόσπαστα που μας πάνε και μας φέρνουν αιτίες ολότελα εξωτερικές και που δεν αγγίζουν καθόλου το κριτήριο της συνείδησής μας. Κάνουμε ή δεν κάνουμε κάτι, όχι με την αυτενέργεια μακρόχρονης καλλιέργειας της ατομικότητάς μας, παρά με την επιπολαιότητα και την αβαθοσύνη ενός πρωτόπειρου μαθητεβόμενου της ζωής.

Είναι ζήτημα, αν από τις πενήντα κοπέλες που παρασέρονται στον κακό δρόμ της άδειας συναισθηματικά ζωής, σπρωγμένες από μια οποιαδήποτε εξωτερική ή οικονομική αιτία, είναι ζήτημα αν οι τρεις νιώθουν τη φρίκη και την τραγικότητα που κλείνει αυτή η τόσο συνειθισμένη συναλλαγή. Ο,τι όμως κάνει τραγικότερο το παραστράτημα της νέας Ελληνίδας προς την εύκολη απόλαψη της ζωής, είναι η ορισμένη περίοδο, που περνάει ο κόσμος. Γιατί τώρα ίσα - ίσα μας χρειάζεται να στέκει γερά στα πόδια της για να βοηθήσει να γίνει η ζωή καλύτερη, ευγενικότερη, δικαιότερη. Για την ώρα δε θα μας χρειαζόταν να χαρούμε τη ζωή, παρά να τη φτιάξουμε.

Ερχομαι τώρα στην τρίτη κατηγορία, στις διανοητικά ανώτερες Ελληνίδες, σε κείνες που με πραγματικά εξελιγμένη συνείδηση, με μόρφωση και πλατύ μυαλό βρέθηκαν αμέσως στο ύψος της παγκόσμιας ανησυχίας, αγκαλιάζοντας τις ιδέες που μόνο μʼ αυτές θα προκόψει ο άνθρωπος. Κι είναι αδύνατο να μη συγκινηθεί κανείς, άμα βλέπει τις ολίγιστες αυτές γυναίκες με πόση δύναμη προσπαθούν να οδηγήσουν τις αφώτιστες ομόφυλές τους προς κάθε πνευματική και κοινωνική κατάχτηση.

Εκεί όμως που σʼ όλη τη γραμμή η γυναίκα πήρε την πρεπούμενη θέση της στην κοινωνία η Σοβιετική Ρωσία. Εκεί ο αγώνας του διαφωτισμού της γυναίκας του λαού πήρε ύψιστη σημασία. Εκεί τα διάφορα μέσα, που μπαίνουν σε ενέργεια, δεν περιορίζονται μόνο στις κεντρικές μεγαλουπόλεις - όπως γίνεται για όλα τα ζητήματα στα καπιταλιστικά κράτη, γιατί στα κέντρα βρίσκεται η μεγαλοαστική αριστοκρατία και για χάρη της γίνονται όλα - παρά απλώνονται ως το τελευταίο χωριουδάκι της πιο μακρινής στέπας.

Ενα φυλλάδιο πάνω σʼ αυτόν τον αγώνα μας πληροφορεί για ό,τι γίνεται ανάμεσα στην πανσπερμία του βάρβαρου πληθυσμού του Καυκάσου, όπου ως τα σήμερα οι άνθρωποι ζουν βυθισμένοι στη σκοτεινή αγριότητα και αμάθεια, όπου διατηρούνται οι πιο πρωτόγοντες θρησκεφτικές δοξασίες και οι πιο βαθιοριζωμένες προλήψεις και όπου η γυναίκα σκύβει κάτω από τον πιο άκαμπτο νόμο που τη θέλει σκλάβα στερημένη κάθε δικαίωμα.

Το διαφωτισμό της γυναίκας τον επιχειρεί το Σοβιετικό κράτος, ιδρύοντας γυναικείους συλλόγους παντού. Σήμερα οι σύλλογοι αυτοί όπου βρίσκονται, αριθμούν μέλη πολλές εκατοντάδες. Με τους συλλόγους αυτούς συνδέονται σχολεία για τις αγράμματες, όπου διδάσκονται πολλά χρήσιμα και ωφέλιμα πράματα. Επίσης έγιναν παντού πραχτικά μαιευτήρια, όπου προετοιμάζονται μαίες με τις απαραίτητες γνώσεις υγιεινής.

Στις σάλες των συλλόγων γίνονται καθημερινά επίσης ομιλίες με διαφωτιστικά θέματα για την υγιεινή του βρέφους, για τις αρρώστιες των παιδιών, για την πολιτική γυναικεία κίνηση και καλλιτεχνία. Εκείνο όμως που κάνει μεγαλύτερη εντύπωση είναι η προσπάθεια που γίνεται να μορφωθεί η γυναίκα και καλλιτεχνικά. Και βλέπουμε σιμά στα σχολεία που αναφέραμε και σχολεία όπου διδάσκεται η δραματική, το τραγούδι, ο χορός...

Σε άλλες πάλι περιφέρειες ανοίγεται το “Σπίτι της Χωρικής” χωρισμένο κι αυτό σε τμήματα για όλες τις ανάγκες: Ιατρεία για άρωστα παιδιά, νοσοκομεία και creches. Οσοι πήγαιναν να ιδρύσουν τους Συλλόγους που είπαμε, ή το “Σπίτι της Χωρικής” (Σύλλογοι ή “Σπίτια Χωρικής”, ιδρύονται ανάλογα με τη διανοητική κατάσταση των χωρικών και τις ανάγκες τους) έπαιρναν μαζί τους ένα γιατρό, έναν νοσκόμο, φάρμακα και αγγελίες γραμμένες φυσικά στη ντόπια γλώσσα ή διάλεχτο. Μόλις λοιπόν οι αποστολές αυτές έφταναν κάπου, αμέσως οργάνωναν ομιλίες καλώντας σʼ αυτές το γυναικείο πληθυσμό. Αμέσως έπειτα ο γιατρός δεχόταν τους άρρωστους, μοίραζαν φάρμακα και ταυτόχρονα πληροφορούσαν τις γυναίκες για το Σύλλογο ή το “Σπίτι της Χωρικής” που είχαν έρθει να ιδρύσουν.

Σήμερα, τα “Σπίτια της Χωρικής” όπου βρίσκονται, τα επισκέπτονται περίπου 400 χωρικές το μήνα, ερχόμενες από τα πλησιόχωρα για να ζητήσουν κάθε είδους πληροφορία, και 60 περίπου γράμματα λαβαίνονται καθημερινά σε κάθε νοσοκομειακό σταθμό. Γύρω από το “Σπίτι της Χωρικής”, έχουν επίσης ιδρυθεί σχολεία αγράμματων γυναίκων, πραχτικά μαιευτήρια, παιδαγωγικά τμήματα για δασκάλες. Επίσης υπάρχουν και τμήματα για πραχτικές γνώσεις: κηπουρική, ραφτική, κοφτική κτλ. Οι γυναίκες που επισκέπτονται το “Σπίτι της Χωρικής”, και χρειάζεται να μείνουν μερικές μέρες, φιλοξενούνται εκεί χωρίς να δίνουν καμιά πληρωμή. Μόνο που βοηθούν στις εσωτερικές του εργασίες, στο μαγειριό, στους κοιτώνες, στο νοσοκομείο.

Πολλές φορές όμως στους αγριότοπους, όπου γυρίζουν οι αποστολές, βρίσκουν εις πόρτες σφαλιχτές και τα κλειδιά παρμένα. Οι χωριάτισες φοβούνται και νʼ αντικρίσουν τις ομόφυλές τους που ήρθαν ξαφνικά και κόλησαν στην πλατεία του χωριού τα μεγάλα εκείνα χαρτιά, που τις καλούν να μαζεφτούν να τους μιλήσουν! Μην παραξενέβεστε. Ετσι φαντάζει μπαμπούλας πάντα η αστρομάτα η ιδέα στην αρχή.

Σιγά σιγά όμως ξεθαρέφτηκαν και σήμερα σε χωριά με χίλους κατοίκους συναντάνει κανείς παραρτήματα του “Σπιτιού της Χωρικής” που διαφωτίζουν σʼ όλα τα ζητήματα τις πρωτόγονες αυτές υπάρξεις.

Χώρια όμως από τις εντατικές αυτές προσπάθειες, το Σοβιετικό Κράτος, θέλοντας μʼ αυτό να επιβάλει στο λαό τη γυναίκα σαν ισότιμη συνεργάτρια στον αγώνα της ανθρωπότητας, δίνει γιορτή στο όνομά της, τη γιορτή της γυναίκας, όπου το συμμαζεμένο πλήθος ακούει τι ανέκαθεν πρόσφερε σε αυταπάρνηση και ηρωισμό η ως τα χτες περιφρονημένη αυτή ύπαρξη. Αυτά όμως δεν γίνονται από πέντε έξι γυναίκες, όσο κι αν είναι άξιες στον αγώνα που ανάλαβαν. Αυτά τα κάνει το Κράτος, γιατί μόνον αυτό έχει τα τεράστια μέσα που χρειάζονται για ένα τέτοιο ζήτημα.