Φασουλής

Εκείνω τότε τω καιρώ, την μίαν των Σαββάτων,

εκόντευαν οι Βουλευταί να βγάλουν τα στραβά των,

κι έννοιωθες ως στα κόκκαλα τον τσουχτερόν αέρα

κι ήτον η συνεδρίασις πασών σπουδαιοτέρα,

εσυζητούντο δηλαδή πιστώσεις μερικαί

υπό τον τίτλον έκτακτοι και συμπληρωματικαί.

Αλλʼ έξαφνα, βρε Περικλή, δεν ξέρω τί τους πιάνει

κι όλον το Κοινοβούλιον αγρίως εξεμάνη,

κι αρχίζουν μιάν ευγένεια και μιά ντιλικατέτσα,

που σήκωσαν δυό πιθαμαίς και την δική μας πέτσα.

“Φτού! να χαθής, παληάνθρωπε, γουρούνι, πρωτοκλέφτη....

να κάτσης κάτω γρήγορα και λόγος δεν σου πέφτει...

αγνώστου προελεύσεως μου φαίνεται πως είσαι...

εγώ αγνώστου, μασκαρά;... το πρόσωπό σου φτύσε...

φτού στο δικό σου τρεις φοραίς... φτού σου και πάλι φτού..

δεν είσαι μήτε γάϊδαρος ενός ψωρολεφτού...

σύ να μας πής πουθʼ έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις

και πώς μπορείς ελεύθερα μες στη Βουλή να μπαίνης”.

Κι εγώ τους είπʼ από ψηλά “βρε άνδρες Βουληφόροι,

μη σφίγγεσθε να φαίνεσθε στον κόσμο με το ζόρι

τοσούτον λεπτεπίλεπτοι και τόσον ντιλικάτοι,

γενήτε, σας παρακαλώ, και πρόστυχοι κομμάτι”.

Κι οι Βουλευταί σαν νάκουσαν εκείνο που τους είπα

κι αφρούς το στόμα έβγαζε του κάθε παρλαπίπα,

και ρόπαλʼ ανυψώθησαν κι Ηράκλεια ματσούκια

κι αντήχησαν μες στη βοή και δυό σκαστά χαστούκια,

κι ενώ δια την ρώμην του καθένας εγαυρία

ξί ξί κι απόρτ τους φώναζαν από τα θεωρεία,

κι εις όλους εφανέρωναν με των ματιών το γλάρωμα

ότι θα πέση στη Βουλή τρε κόμ ιλ φο μπαγλάρωμα,

μα στην ταράτσα της Βουλής βροντά μια τρακατρούκα

κι ευθύς αναχαιτίζεται η καθεμιά ματσούκα.

Μπόμπα φωνάζουν απʼ εδώ, μπόμπα κι απʼ εκεί πέρα...

Χριστέ και Παναγία μου... θα πάμε στον αέρα;

δουλειαίς με φούνταις, πατατράκ, κακό κι αντάρα τόση,

και φεύγετε να φεύγωμε, και ποιός θα μας γλυτώση;

Κι η τρακατρούκα μπάμ και μπούμ στʼ αυτιά μας εμυκάτο

κι Εισαγγελείς και Φρούραρχοι πηδούν απάνω κάτω...

πιάστε τους Ραβασόληδες συναλαλάζουν όλοι

κι εδώ μας εξετρύπωσαν αναρχικοί διαβόλοι,

κλονούντʼ εκ βάθρων τα κλεινά των Αθηνών εδάφη,

το κόβουν λάσπη Βουλευταί και δημοσιογράφοι,

δαίμων λυσσά και μαίνεται τριγύρω μας αλάστωρ

και φεύγω τουρτουρίζωντας κι εγώ μετά των άλλων,

αλλʼ ο Βουδούρης, Πρόεδρος τα μάλιστα προγάστωρ,

μιμούμενος αυτολεξεί τον Δουπουΐ των Γάλλων,

εφώναξε “στη θέσιν του καθένας ας καθίση

κι ευθύς η συνεδρίασις ας εξακολουθήση”

με τέτοια πόζα, Περικλή, και μʼ έναν τέτοιο τόνο

σαν νάχε γίνει σύγκρουσις της γης μας με τον Κρόνο.

Κι ο Δουπουΐ σαν έμαθε το ξαφνικό χαμπάρι

πως ο Βουδούρης τούβαλε στο θάρρος τα γηαλιά,

εφασκελώθη μόνος του κι επήγε να κρεπάρη

κι από την φούρκα την πολλή δεν έβγαζε μιλιά,

εν τούτοις στον επποτισμόν τον Γαλλικόν υπείκων

και διεθνές τελών κι αυτός και τυπικόν καθήκον,

εξ όλης της καρδίας του ενθέρμως συνεχάρη

της ηρωΐδος μας Βουλής το πρώτο παλληκάρι.

Ο δε Βουδούρης τούγραψε “Βρε Δουπουΐ χαλντούπη,

εμείς δεν φοβηθήκαμε την μπόμπα του Τρικούπη,

που ʽτράνταξε στον βρόνο της η κάθε ξένη χώρα,

και τέτοιαις τζιριτζάντζουλαις θα φοβηθούμε τώρα;”

Περικλέτος

Μωρέ χαρά στο θάρρος του...

Φασουλής

Αμμʼ τι θαρρείς, βρε κούκο;

εμείς οι κασσιδιάρηδες, εμείς οι Γιαουντήδες,

κι αν απομείνωμε ποτέ χωρίς παληοσουρτούκο

μα θα περνούμε πάντοτε της γης καπανταήδες,

κι ο κύριος Πρωθυπουργός, ο καπετάν Μπουρλότος,

έχει κουράγιο σαν Βαγιάν και Ραβασόλης πρώτος

σε δέκα μπόμπαις με τα δηό να στέκεται ποδάρια

και δός του περισσεύματα να χύνη με τα φτηάρια,

στοιχηματίζω δε με σε και κάθε γουρλομάτη

πως με μπουρλότα βρίσκεται η κάσσα του γεμάτη,

κι αν του καπνίση έξαφνα να ταμολάρη όλα

θʼ αφήσουν πάγια και μη δια παντός τα κώλα.

Λοιπόν που λες ο Πρόεδρος ενέπνευσε το θάρρος

κι ελάφρωσαν τα στήθη μας από το τόσο βάρος,

κι όλοι της τράκας την βροντήν σαν ήρωες αψήφησαν

και τας πιστώσεις, Περικλή, του Μπουρλοτιέρη ψήφισαν.

Και σαν επήγα σπήτι μου εσείσθη το μηαλό μου

κι έψαχνα τα παπλώματα και το προσκέφαλό μου,

κι έβλεπα κάθε κάμαρα και κάθε μου σαλότο

μήπως κανένας Ραβασόλ μου τρύπωσε μπουρλότο,

κι οπόταν διʼ ανάγκην μου με νυκτικόν ιμάτιον

επήγα στο δυσώνυμον υπό μηδέν δωμάτιον

εκύτταξα στην τρύπα του, μήπως κι εκεί ακόμα

μπουρλότο μούβαλε κρυφά κανένας φαρμασόνος,

και τιναχθώ κακήν κακώς οικτρόν κι απόζον πτώμα

και πέσω κατακούτελα επί του Παρθενώνος.

Περικλέτος

Ουγού, διαβόντρου Φασουλή, τι ξαφνικό μας βρήκε;

τί δαίμονας και στων Ρωμηών τους Ραβασόλ εμπήκε;

πού να χωθώ; πού να κρυφτώ; και πώς θα μʼ ασφαλίσετε;

τον νού μας θέτεν άματις να μας τον πιπιλίσετε;

Φασουλής

Μωρέ κουράγιο, Περικλή, σʼ αυτό το νταβατούρι,

μιμήσου στην παλληκαριά τον Πρόεδρο Βουδούρη,

και προσκαλούντες βοηθόν τον Αρην τον Εφέστιον

αφόβως εις το φλογερόν ας τρέχωμεν Ηφαίστειον,

κι εμείς οι Χιώταις, Περικλή, εμείς οι Βρονταδούσοι,

που τόνομά μας σκιάζεται κανένας να τʼ ακούση,

με τρακατρούκα δυνατή να συχνοσουλατσάρωμε

κι ίντα μας λες μισέ Μπουρλή, να τους την αμολάρωμε;

Περικλέτος

Λοιπόν κουράγιο Φασουλή... ας μη μας σκιάζουν γδούποι

και τρακατρούκαις ρίχνωντας ας λέμε στον Τρικούπη:

“Μεγάλε Ραβασόλαρε,

πήρε βορειάς κι αμόλαρε,

και σαν ʽρωλόγι Αγγλικό την μηχανή μας κούρδιζε

κι όλο για περισσεύματα μεγάλα τσιλιπούρδιζε”.

Φασουλής

Τί να σου πω, βρε Περικλή... εν μέση πρωτευούση

συμβαίνουν στας ημέρας μας μυστηριώδη δράματα,

και σκύψε κάτι να σου πω κανείς να μην τακούση...

έστειλ΄... ανώνυμα κι εγώ προς τους εν τέλει γράμματα...

το μεν στον Εξοχώτατον Πρωθυπουργόν του κράτους

μʼ ολίγους λόγους βροντερούς και σημαντικωτάτους:

“Εσύ, που μʼ Ισοζύγια μας γδέρνεις το τομάρι,

πάρε γενναίους φύλακας προς φρούρησιν κοντά σου,

γιατί μες στο Γραφείο σου θαλθώ με καλαμάρι

να ρίξω μελανίτιδα... στα περισσεύματά σου”.

Κι έγραψα και στη στρούγγα του: “μας έσκασες αλήθεια

και θα φουσκώσω μια βραδηιά με μπόλικα ρεβίθια,

και δίχως διόλου να σκιαχτώ σπαθάτους και Βουδούρη

θα ρίξω παγκλαστίτιδα... στην κλασική σας μούρη”.

Και με μελάνι κίτρινο κι επί κιτρίνης κόλλας

έστειλα κι ενʼ ανώνυμον στας αποχρώσεις όλας:

σαν το βρισίδι πάψετε τα δόντια μου θα τρίξω

κι όλων των αποχρώσεων ειδοποιώ τα κόμματα

ότι πληθούσης της Βουλής φως φανερά θα ρίξω

σφαίραν καββαλινίτιδα... στα παστρικά σας στόματα”.

Αυτά που λες απέστειλα με πάσαν ηρεμίαν,

αλλʼ επειδή δεν συμπαθώ προς την ανωνυμίαν

κι αντίκειται στο γένος μου και στην ανατροφήν μου

έβαλα εις τανώνυμα και την υπογραφήν μου.

Αυτά δεν πρέπει πράγματα μικρά να τα θαρρής

και τώρα, Περικλέτο μου, αντί να με βαρής

με δυνατό κοντόξυλο ή με γερή ματσούκα

να ρίχνης μες στα μούτρα μου καμμία τρακατρούκα

κι εγώ νʼ ανατινάζωμαι με τον τρελλό της κρότο...

Περικλέτος

Ορσε λοιπόν, βρε Ραβασόλ... μολών λαβέ μπουρλότο.



(Ενα φισφίς ο Περικλής πετά στον Φασουλή

κι αυτός σαν Χιώτης γόζεται “αλοί και τρις αλλοί”!)