Του δικηγόρου Ανδρέα Παναγιώτου - Αʼ μέρος

Πρώτη Μαΐου 1976, σχεδόν χαράματα, κι η είδηση έφτασε σαν αστραπή σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, στον κάθε Ελληνα, όπου κι αν βρίσκεται, στον κόσμο ολόκληρο μέχρι την άκρη της οικουμένης.

Ο Αλέξανδρος Παναγούλης σκοτώθηκε.

Οι καρδιές πάγωσαν, η σκέψη σταμάτησε, κανένας δεν ήθελε να το πιστέψει. Σκληρή όμως η μοίρα, πικρή και η αλήθεια. Το ηρωϊκό παλικάρι έφυγε, μας αποχαιρέτησε δυστυχώς για πάντα. Το επίμονο παράπονο κι ο αβάστακτος πόνος πλημμύριζαν τη ψυχή μας, οι απορίες και τα τόσα ερωτήματα τροφοδοτούσαν το θολό νεφέλωμα των ανεξήγητων μύθων και του θαυμαστού πλέον θρύλου. Η συναίσθηση της μεγάλης απώλειας, η αγωνία της αισθητής απουσίας, αποτύπωναν την έκφραση της συνείδησης για το ξεχωριστό παλικάρι που τόσο πρόωρα και άδικα χάθηκε.

Είναι πραγματικά από τις λίγες και εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις που τέτοια απρόσμενη είδηση, τόσο συντάραξε, τόσο συγκλόνισε και τόσο συγκίνησε, οδηγώντας αυθόρμητα τον καθένα μέχρι και τον πιο απλό ανώνυμο άνθρωπο και ιδιαίτερα τον ανήσυχο νέο, να προσέρχεται ευλαβικά τιμητής και προσκυνητής στο άψυχο σκήνωμά του κι οι επώνυμοι να συνωστίζονται και ανταγωνίζονται πώς να καταστήσουν εμφανή την παρουσία τους, χαρακτηριστικό του αντικρύσματος και εκτοπίσματος της ακτινοβολίας της προσωπικότητάς του. Το μυριόστομο σύνθημα και μήνυμα της λαοθάλασσας που το συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία αποκαλυπτικό και αντάξιο της αγωνιστικής του ταυτότητας.

Ενας στο χώμα-χιλιάδες στον αγώνα

Κι όμως δυστυχώς, η ιστορία δεν μας χαρίζει εύκολα άλλο Αλέξανδρο Παναγούλη. Γιατί ο Αλέκος ήταν ένας και μοναδικός.

Γνήσιος Ελληνας, αγνός και φλογερός πατριώτης, με βαθειά πίστη και αφοσίωση στις μεγάλες αξίες, τις μεγάλες ιδέες της Λευτεριάς και της Δημοκρατίας, όπως μας τις κληροδότησε η βαρειά ελληνική παράδοση μέσα από τους αιώνες. Γιʼ αυτό και σε μας τους Ελληνες πέφτει βαρειά η ευθύνη απέναντί τους, γιατί εδώ στην Ελλάδα γεννήθηκαν, αυτή είνʼ η πατρίδα τους και από ʽδω ξεκίνησαν και φώτισαν ολόκληρη την πολιτισμένη ανθρωπότητα.

Ανυπότακτος, εκρηκτικός επαναστάτης, αντάξιος της ελληνικής λεβεντιάς, όπως μας έρχεται μέσα από τα τόσα φωτεινά παραδείγματα παλικαριάς, ηρωϊσμού και θυσίας, που εμπνέουν και καθοδηγούν τη στάση και τη συμπεριφορά μας στις μεγάλες δοκιμασίες μέσα από τα κρίσιμα αναδιπλώματα της ιστορίας.

Ιδεολόγος και οραματιστής που νοιαζόταν για μια καλύτερη Ελλάδα, ένα καλύτερο αύριο, όπως δήλωνε στην ιστορική του απολογία ενώπιον του έκτακτου Στρατοδικείου. Μια απολογία που αποκαλύπτει ακριβώς όλο το μεγαλείο της ανωτερότητάς του, απέναντι στη μικρότητα των αδίστακτων δυναστών και τυράννων.

Οταν δήλωνε με θάρρος και περηφάνεια ότι ανήκει στην Ελληνική Αντίσταση επεξηγώντας τους υψηλούς σκοπούς της. Οτι δεν καθοδηγείται από ταπεινά και ευτελή κίνητρα, ούτε από χρηματισμό και ξενοκίνητες επιδιώξεις, αλλά από συνέπεια και σεβασμό στα ιδεολογικά του πιστεύω, ως πραγματικός Ελληνας.

Οταν απαντούσε στη μομφή της λιποταξίας, τονίζοντας ότι προτιμά τη λιποταξία αντί την προδοσία, όπως οι ίδιοι έπραξαν ως επίορκοι του στρατεύματος και της αποστολής του, αφού το χρησιμοποίησαν για να καταργήσουν δια της βίας τη Δημοκρατία στη χώρα που την γέννησε και να επιβάλουν δια της βίας την καταδυνάστευση της πατρίδας τους και του λαού της.

Οταν εξηγούσε ότι δεν αποδέχεται τη βία, όταν όμως δια της βίας επιβάλλεται τέτοια κατάσταση, ελλείψει άλλου τρόπου, μόνο δια της βίας ανατρέπεται, επικαλούμενος ακόμη και τον Χριστό και τον Γκάντι.

Οταν διεκήρυττε ότι δεν θα σκότωνε κάποιο άνθρωπο, αλλά ένα τύραννο.

Με επιστέγασμα εκείνη την εντυπωσιακή και θαραλλέα κατάληξη, που θα μείνει πλέον ως ιστορικό απόφθεγμα για τις επόμενες γενιές, ότι,

Γνωρίζει ποιά θα είναι η ποινή που θα του επιβληθεί και αυτή θα ήταν ασφαλώς η ποινή του θανάτου, αλλά δεν υποχωρεί, θεωρώντας ότι “το ωραιότερο κύκνειο άσμα οποιουδήποτε πραγματικού αγωνιστή, είναι ο επιθανάτιος ρόγχος προ του εκτελεστικού αποσπάσματος παρά ενώπιον μιας τυραννίας” και αυτή τη θέση αποδέχεται.

Ανήσυχος και προβληματισμένος νέος δεν ανέχεται το φασιστικό διδακτορικό καθεστώς που επέβαλαν δια της βίας οι επίορκοι Συνταγματάρχες. Ούτε αντέχει να παραμείνει θεατής. Εγκατέλειψε τη στρατιωτική μονάδα στην οποία υπηρετούσε αναζητώντας ερείσματα για αντίσταση και αγώνα.

Στις 18.6.67, χρησιμοποιώντας το διαβατήριο γνωστού του Κύπριου φοιτητή, καταφεύγει στην Κύπρο, γιατί όπως ο ίδιος εξηγούσε, ήταν το μόνο ελεύθερο κομμάτι του Ελληνισμού και εκεί θα μπορούσε να βρει στηρίγματα και βοήθεια λόγω της πρόσφατης αγωνιστικής της εμπειρίας από τον απελευθερωτικό της αγώνα εναντίον των Αγγλων.

Στην Κύπρο, η είδηση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 στην Ελλάδα κτύπησε σαν κεραυνός στο κεφάλι μας, κορυφώνοντας την αγωνία και τις ανησυχίες της σκληρής δοκιμασίας της μικρής μας πατρίδας. Γιʼ αυτό και ο ξεσηκωμός ήταν άμεσος.

Από την πρώτη μέρα, με πρωτοστάτες κάποιους νέους επιστήμονες, δημοσιογράφους και ανθρώπους των Γραμμάτων και της τέχνης, κινητοποιηθήκαμε και εκδώσαμε την πρώτη διακήρυξη καταδίκης του πραξικοπήματος και της δικτατορίας, αξιώνοντας την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα που τη γέννησε. Την επόμενη, 22 Απριλίου, πραγματοποιήσαμε την πρώτη μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας, κατά την οποία εκδώσαμε τη δεύτερη αντιδικτατορική διακήρυξη και εκλέξαμε τη γνωστή Επιτροπή για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα από διαπρεπείς προσωπικότητες της Κυπριακής κοινωνίας (Βίας Μαρκίδης, Χρίστος Κατσαμπάς, κα Πετρώνδα, Σόλων Νικήτας, Τάκης Χατζηδημητρίου, ο υποφαινόμενος και Ζήνων Κατσούρης).

Ηταν η πρώτη Επιτροπή που δημιουργήθηκε παγκόσμια, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της αντιδικτατορικής προσπάθειας, καλώντας το λαό σε αντίσταση, αλλά και επαγρύπνηση, προειδοποιώντας για τους κινδύνους και τις συνέπειες που προέκυπταν πλέον για την Κύπρο.

Την Επιτροπή εκείνη και τους πιστούς συνεργάτες της που με το αξιόλογο έργο και τις δραστηριότητές της κράτησε στους ώμους της την αξιοπρέπεια της μικρής μας πατρίδας, παρά τις αντίξοες συνθήκες, παλεύοντας καθημερινά με τις απειλές και τις τρομοκρατικές επιθέσεις των κατευθυνόμενων μπράβων της χούντας.

Αποτελεί γεγονός, ότι ο Αλέκος κατά την πρώτη περίοδο της άφιξης του στην Κύπρο, άγνωστος ων και ελλείψει σχέσεων και διασυνδέσεων, ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα, αφού κατʼ απαίτηση των ελληνικών Αρχών κηρύχθηκε καθηκόντως καταζητούμενο πρόσωπο και αναζητείτο η σύλληψή του. Παρά ταύτα βρέθηκαν και πάλι οι θαρραλέοι εκείνοι που αποδέχτηκαν και ανέλαβαν την ευθύνη της φιλοξενίας, της απόκρυψης και της προστασίας του. (Οικ. Ζόππου, Αντρέας Χριστοδουλίδης, ο υποφαινόεμνος, Τάκης Χατζηδημητρίου, Νίκος Σιαφκάλης).

Αυτό κράτησε μέχρι τέλος Ιανουαρίου 1968, όταν μετά από παρέμβαση των Χατζηδημητρίου και Βάσου Λυσσαρίδη, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, έδωσε οδηγίες στον αρμόδιο υπουργό να του εκδώσει ταξιδιωτικά έργγραφα προς διευκόλυνση της διαφυγής του και ο υπουργός Εσωτερικών και Αμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, εξέδωσε και του παρέδωσε στις 27.1.68 διαβατήριο και την επόμενη, 28.1.68, μέρα Κυριακή, επέβλεψε ο ίδιος προσωπικά την ασφαλή αναχώρησή του από την Κύπρο με προορισμό τη Ρώμη μέσω Βυρηττού.

Ημουν παρών στη συνάντηση Παναγούλη-Γιωρκάτζη για τις διευθετήσεις του διαβατηρίου και της φυγής του από την Κύπρο. Παρακολούθησα με προσοχή τη γνωριμία τους, τις αντιδράσεις τους και τις συζητήσεις που έγιναν μεταξύ τους. Γιʼ αυτό και είμαι σε θέση να επιβεβαιώσω, ότι οι απόψεις, οι εκτιμήσεις και ανησυχίες τους κάπου συνέπιπταν. Από τη μια ο Παναγούλης με όλο εκείνο το πάθος εναντίον της θλιβερής κατάστασης του χουντοφασισμού των Συνταγματαρχών, που ντρόπιαζε την Ελλάδα και από την άλλη ο Γιωρκάτζης πλήρως απογοητευμένος από τη στάση και τη συμπεριφορά τους για την Κύπρο. Και πώς να μην ήταν απογοητευμένος με τα όσα έκπληκτοι παρακολουθούσαμε.

Τις εξ Αθηνών ανοιχτές απειλές ότι βρισκόμαστε εκτός εθνικής γραμμής και θα λογοδοτήσουμε; Την ενθάρρυνση των φανατικών και ακραίων αντιμακαριακών στοιχείων που πανηγύριζαν απειλώντας τους πάντες και τα πάντα ότι πλησιάζουν οι μέρες μας; Το φιάσκο των συνομιλιών του Εβρου; Τις αποκρουστικές και προσβλητικές θεωρίες Παπαδόπουλου περί πόρνης για την οποία δεν αξίζει να τσακώνονται οι δυο εραστές της, αφού μπορούν να τη μοιράζονται; Τα γεγονότα της Κοφίνου και την επακόλουθη συμφωνία, με αποκορύφωμα την εθνική ταπείνωση της απόσυρσης της Ελληνικής Μεραρχίας, την οποία θεωρούσε μαχαιριά στα σπλάχνα μας, αφήνοντας την Κύπρο εκτεθειμένη και απροστάτευτη;

Ηταν για μένα ολοφάνερο, ότι λειτούργησε μεταξύ τους μια ζεστή επικοινωνία και συμπάθεια, που ξύπνησε μέσα τους και τη σπίθα της αγωνιστικής φλέβας που τους χαρακτήριζε, αφού ο Γιωρκάτζης έβλεπε μπροστά του άνθρωπο αποφασισμένο, άνθρωπο με περιεχόμενο, ενδιαφέροντα και αναζητήσεις και όχι όπως τον παρουσίαζαν οι πληροφορίες της χούντας. Και δεν έχω αμφιβολία ότι τα αμοιβαία αισθήματα που ξεπήδησαν από αυτή τη συνάντηση και τη γνωριμία, σηματοδότησαν οπωσδήποτε τις μεταγενέστερες εξελίξεις και τη συνεργασία τους. Είναι αρκετά αποκαλυπτικά τα πιο κάτω, για να αρκεσθώ μόνο σʼ αυτά.

Οταν ο Γιωργκάτζης παρέδιδε στον Παναγούλη, χέρι με χέρι, το διαβατήριο, αφού του ευχήθηκε καλό ταξίδι, τον παρακάλεσε να το επιστρέψει μέσω μου μόλις φτάσει στον προορισμό του, γιατί είναι επίσημο έγγραφο και ο τυχόν εντοπισμός του θα έχει συνέπειες, δημιουργώντας προβλήματα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Και ο Αλέκος αφού τον ευχαρίστησε, του ανάφερε.

“Κύριε υπουργέ, όπως εσείς υπήρξατε ειλικρινής μαζί μου, έτσι και γω θα είμαι ειλικρινής μαζί σας και σας λέω ότι δεν θα το επιστρέψω, γιατί αυτό για μένα σημαίνει πολλά”.

Η αντίδραση και απάντηση του Γιωρκάτζη ήταν απλώς η σιωπή.

Και δεν έμεινε μέχρι εδώ, αλλά προχώρησε υποδεικνύοντας τρόπους για να μη γίνει αντιληπτός και ενδιαφέρθηκε να βρίσκεται και ο ίδιος στο αεροδρόμιο για να επιβλέψει προσωπικά την ασφαλή αναχώρησή του, όπως και έγινε.

Ο Αλέκος μόλις έφτασε στον προορισμό του και κουβέντιασε με τους συνεργάτες του, μου έστειλε αμέσως μήνυμα στο οποίο με ενημέρωνε για την κατάσταση και με καλούσε να μεταβώ επειγόντως στη Ρώμη για συνεννοήσεις, γεγονός που έπραξα.

Εκεί, μετά από πολλούς προβληματισμούς και συζητήσεις, κατελήξαμε στη δημιουργία ένοπλου κινήματος εναντίον της χούντας, ιδρύοντας προς τούτο την Ελληνική Αντίσταση και καθορίζοντας τους τρόπους και το πλαίσιο της ένοπλης δράσης της.

Την προμήθεια οπλισμού και εκπαίδευση στελεχών θα προσπαθούσαμε να εξασφαλίσουμε από την Κύπρο και γιʼ αυτό μου ανατέθηκε και ανέλαβα την αποστολή βολιδοσκόπησης του Γιωρκάτζη.

Ομολογώ ότι δεν αντιμετώπισα δυσκολίες, γιατί ο Γιωρκάτζης ένιωθε τόσο απογοητευμένος από τους Συνταγματάρχες που συμφωνούσε ότι θα έπρεπε να απομακρυνθούν, να “ξεκουμπιστούν” όπως χαρακτηριστικά έλεγε, γιατί τους θεωρούσε πλέον απρόβλεπτους και επικίνδυνους. Ετσι ανταποκρίθηκε πρόθυμος και διατεθειμένος να βοηθήσει. Η μόνη του επιφύλαξη ήταν κατά πόσο πρόκειται για σοβαρή προσπάθεια, έχοντας υπόψη ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έγιναν σοβαρές προσπάθειες ένοπλης αντίστασης, πράγμα που συνεννοηθήκαμε να κουβεντιάσει ο ίδιος με τους ηγέτες του κινήματος.

Στο ενημερωτικό μήνυμα που έστειλα στους συναγωνιστές στη Ρώμη, τόνιζα μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα σχετικά.

“Συμφωνεί απόλυτα με σχέδια όπως τα συζητήσαμε εκεί... Απεδέχθη να βοηθήσει μέσα στα πλαίσια δυνατοτήτων και πλήρους μυστικότητας... Διαπίστωση ελλείψεως σοβαρότητας διʼ αντιμετώπισιν καταστάσεως, ανευθυνότης και σύγχισις τον φοβίζουν για πλέον ενεργόν ανάμειξιν. Ενδεχόμενο διαρροής πληροφοριών και αποκαλύψεων δημιουργούν έλλειψιν εμπιστοσύνης. Εξαρτάται από σας να του αποδείξετε το εναντίον. Είναι πολύτιμη πηγή και πρέπει να διαφυλαχθεί με πολλή προσοχή”.

Ετσι, από την Κύπρο εξασφαλίσαμε την πιο σημαντική πηγή βοήθειας, από τον ίδιο τον υπουργό Εσωτερικών και Αμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, που εθεωρείτο και ο πανίσχυρος άνδρας που κρατούσε στα χέρια του τον έλεγχο της εσωτερικής κατάστασης.

Από εκείνη τη στιγμή τα πράγματα άρχισαν να κινούνται με τέτοια ταχύτητα, που κατά τη γνώμη μου δεν άφηναν τα κατάλληλα περιθώρια για σωστή προετοιμασία.

Στις 8.5.68 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μυστική συνάντηση Γιωρκάτζη-Παναγούλη-Νικολαΐδη στο Παρίσι. Επιστρέφοντας μου ανακοίνωσε ότι υποσχέθηκε να βοηθήσει. Τούτο στήριζε στην αποφασιστικότητα του Παναγούλη να αναλάβει την ευθύνη του ένοπλου κινήματος και την πολιτική σοβαρότητα του Νικολαΐδη, μέσω του οποίου όπως μου ανάφερε, όταν θα αλλάξουν τα πράγματα, θα μπορούσαμε να καθιερώσουμε μια πολύ καλή επικοινωνία και συνεργασία. Το ίδιο επανέλαβε και στον υπεύθυνο για την ασφάλειά τους όταν αργότερα ήρθαν στην Κύπρο, λέγοντάς του “Πρόσεχε, γιατί μαζί του βρίσκεται και σημαντικό πολιτικό πρόσωπο”.

Κατόπιν τούτου ριχτήκαμε όλοι πλέον επί τω έργω, αναλαμβάνοντας ο καθένας το ρόλο και τις ευθύνες του.

Προσωπικά, είχα την ευθύνη του Συνδέσμου ή επί το ακριβέστερο του συντονιστή για τις συνεννοήσεις μεταξύ Λευκωσίας-Ρώμης-Αθήνας. Επίσης την καθοδήγηση της οργάνωσης πυρήνων Νεολαίας στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις που ανατέθηκε στον Στάθη Παναγούλη και άρχισα ήδη να στέλλω σχετικές οδηγίες. Αρχισα ακόμη να στέλλω ενημερωτικά φυλλάδια για εκρηκτικά.

(Αύριο η συνέχεια)

* Ομιλία στα ΠΑΝΑΓΟΥΛΕΙΑ 2010 του Δήμου Αγ. Δημητρίου Αττικής, την 16/05/2010