Το ανανεωμένο τμήμα Orizzonti προβάλλεται ως το “καμάρι” του φετινού φεστιβάλ, καθώς, όπως τονίζουν οι επικεφαλής της διοργάνωσης Πάολο Μπαράτα (πρόεδρος του ιδρύματος της Biennale) και Μάρκο Μίλερ (διευθυντής του φεστιβάλ), μέσα απʼ αυτό ανιχνεύονται νέες μορφές έκφρασης που διευρύνουν ή μεταμορφώνουν εντελώς την άποψή μας για τον κινηματογράφο. Αξίζει νʼ αναφερθεί το «Coming Attractions» του αυστριακού Πέτερ Τσερκάσκυ που χρησιμοποιεί υλικό από διαφημίσεις της δεκαετίας του ʼ70 και του ʼ80 για να φτιάξει ένα παιχνίδι με αναφορές στις πρώτες δεκαετίες του κινηματογράφου.

Πολύ ενδιαφέρον ήταν επίσης το τεσσάρων λεπτών «The Futurist» της βρετανής Έμιλυ Ρίτσαρντσον, που είναι μια αδιάκοπη τετράλεπτη περιστροφική λήψη στο εσωτερικό του μνημειακού κινηματογράφου The Futurist που διατηρείται από τη δεκαετία του ʼ20 στο Σκάρμπορο της βόρειας Αγγλίας. Τα πλάνα είναι φτιαγμένα από ακίνητες ψηφιακές φωτογραφίες του της τεράστιας αίθουσας και φωτισμένα με φως από τη μηχανή προβολής.

Αφήσαμε για το τέλος το εντεκάλεπτο «Casus belli» του Γιώργου Ζώη, μία από τις τρεις καινούριες ελληνικές συμμετοχές στο φεστιβάλ. Χαρήκαμε πολύ όταν όχι μόνο δε διαψεύστηκαν οι προσδοκίες μας, αλλά διαπιστώσαμε ότι η ταινία είχε ένα ξεκάθαρο, επίκαιρο και σημαντικό θέμα, μαζί με ευρηματικό, δεξιοτεχνικό χειρισμό που στο τέλος ανταμείφθηκε με δυνατό χειροκρότημα απʼ όλη την αίθουσα. Ο Ζώης στήνει μια σειρά από ανθρώπινες ουρές (στο σούπερ-μάρκετ, στην εκκλησία, στο κλαμπ, στο ΑΤΜ, στο πρακτορείο αθλητικών στοιχημάτων) που σχηματίζουν μία μεγαλύτερη η οποία καταλήγει σε ουρά συσσιτίου απόρων. Χωρίς νʼ αποκαλύπτουμε περισσότερα, η ταινία γίνεται ένα σχόλιο για τους δύο κόσμους στους οποίους έχει χωριστεί η δυτική κοινωνία, της αφθονίας και της ανέχειας, με τον τίτλο είτε να υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του ζητήματος είτε να προβλέπει τη μελλοντική κατάσταση του πλανήτη. Έξυπνο, άμεσο και σατιρικό, μας αφήνει αισιόδοξους για μελλοντικές μεγάλου μήκους απόπειρες του σκηνοθέτη.