Η φετινή διοργάνωση ξεκίνησε με το «Black swan» («Μαύρος κύκνος») του αμερικανού Ντάρεν Αρονόφσκι, σκηνοθέτη μεταξύ άλλων των «π» (1998), «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο» (2000) και του «Παλαιστή» για τον οποίο είχε κερδίσει το Χρυσό Λιοντάρι εδώ στη Βενετία το 2008. Ο «Κύκνος» είναι η ιστορία μιας μπαλαρίνας στη Νέα Υόρκη, της Νίνας, που επιτέλους επιλέγεται για τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, στην απαιτητική «Λίμνη των Κύκνων». Η Νίνα επιδιώκει την τελειότητα, αλλά ο μόνος που μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην άψογη ερμηνεία της είναι ο ίδιος της ο εαυτός. Η προσωπική της ανασφάλεια, η υπερ-προστασία της μητέρας της, η σύγχυση που της δημιουργεί η έλξη για τον διευθυντή της, και η ξαφνική παρουσία μιας φαινομενικά ιδανικής ανταγωνίστριας, όλα ανακατεύονται από την εμμονική προσήλωση στην απόδοσή της, που οδηγεί τον εαυτό της στα άκρα. Ένα ψυχολογικό δράμα με στοιχεία θρίλερ, σκοτεινό, ερωτικό, έντονο και ελαφρώς νοσηρό (η εμμονή του Αρονόφσκι με τα τραύματα), αλλά τελικά συνηθισμένο και προβλέψιμο, τόσο στην πρόοδο της πλοκής όσο και στα ευρήματα έκφρασης του κεντρικού ζητήματός της. Όπως και στον «Παλαιστή», ο σκηνοθέτης ενδιαφέρεται για την ηθελημένη, τεχνητή πίεση και τον πόνο που υφίσταται το σώμα για χάρη της αθλητικής ή καλλιτεχνικής επίδοσης, δίνοντας μια σκοτεινή και μάταιη οπτική της όλης προσπάθειας. Καλές ερμηνείες απʼ όλο το καστ, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη Νάταλι Πόρτμαν στον ρόλο της χορεύτριας, τον Βενσάν Κασέλ ως διευθυντή, τη Μίλα Κούνις ως ανταγωνίστρια και μια αγνώριστη Γoυαϊνόνα Ράιντερ στον ρόλο της ξεπεσμένης πρίμα μπαλαρίνας.
Με το «Νορβηγικό δάσος» («Noruwei no mori»), ο Τραν Αν Χουνγκ μεταφέρει στο σινεμά το ομώνυμο μυθιστόρημα του Iάπωνα Χαρούκι Μουρακάμι, για ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που στοιχειώνονται συναισθηματικά από τον θάνατο του κοινού τους φίλου και συντρόφου της κοπέλας, στο Τόκιο του 1967. Με τον τίτλο εμπνευσμένο από το ομώνυμο τραγούδι των Beatles, η ιστορία εκτυλίσσεται κινηματογραφικά με αργούς ρυθμούς, εσωτερικότητα, μελαγχολία, με την αισθηματική πρόοδο των δύο νέων εύθραυστη κι αβέβαιη.
Αμφιλεγόμενη
Μία από τις αμφιλεγόμενες ταινίες της διοργάνωσης είναι το «Happy few», όπου ο Γάλλος Άντονι Κορντιέ στήνει ένα ερωτικό κουαρτέτο ανάμεσα σε δύο παντρεμένα ζευγάρια που εν γνώσει τους ανταλλάζουν μεταξύ τους συντρόφους μόνο για σεξ, δοκιμάζοντας έτσι τη φύση και τα όρια της αγάπης τους. Ο Κορντιέ έχει επίγνωση του εξεζητημένου θέματός του, αλλά σκόπιμα εξαντλεί τα όρια της υπομονής των ηρώων του ακριβώς για να τα δοκιμάσει. Οι ηθοποιοί αντεπεξέρχονται υποδειγματικά, ο σκηνοθέτης ξέρει πώς να εκμαιεύσει αισθησιασμό, και πώς να ʽπροσγειώσειʼ ακόμη και την πιο ευάλωτη σκηνή του, μια περίπτυξη των ζευγαριών πάνω σε αλεύρι (!). Αν και δεν παραγνωρίζεται, ο εγωισμός μάλλον ʽστρογγυλεύεταιʼ από το σενάριο, όπως και η επίπτωση που έχουν αυτές οι αλλαγές στα παιδιά των δύο οικογενειών. Απʼ όλʼ αυτά φαίνεται σαν ο Κορντιέ να ζητάει την επιείκειά μας για να τραβήξει τα όρια, να παρατείνει το όνειρο (ή την ονείρωξη;), ούτως ή άλλως για να διαπιστώσει αυτό που εξαρχής φαινόταν προδιαγεγραμμένο από την ανθρώπινη φύση.
Αυτό που δύσκολα μπορούσε να προδιαγράψει κανείς, ήταν η απογοήτευση που προκάλεσε η νέα ταινία του αμερικανού εικαστικού και σκηνοθέτη Τζούλιαν Σνάμπελ, ο οποίος έχει διαμορφώσει μια μικρή αλλά πολύ ενδιαφέρουσα φιλμογραφία με τις μυθοπλασίες «Basquiat» (1996), «Πριν πέσει η νύχτα» (2000), «Το σκάφανδρο κι η πεταλούδα» (2007, βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες) και το μουσικό ντοκιμαντέρ «Berlin» (2008). Τίποτα δεν προετοίμαζε για την απλοϊκότητα και τη μονομέρεια του «Miral», που βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Χιντ Χουσεΐνι, της παλαιστίνιας που το 1948, καθώς το Ισραήλ καταλάμβανε όλο και περισσότερα παλαιστινιακά εδάφη, συγκέντρωνε ορφανά παιδιά στο σπίτι της και τελικά δημιούργησε ένα ορφανοτροφείο που για δεκαετίες περιέθαλψε χιλιάδες παιδιά-θύματα του πολέμου. Μεταφέροντας το ομώνυμο μυθιστόρημα της Ρούλα Χεμπρεάλ για ένα τέτοιο κορίτσι, της Μιράλ, ο Σνάμπελ διατρέχει την εξέλιξη της αραβο-ισραηλινής διαμάχης για να καταλήξει στη συνθήκη του Όσλο το 1993, το πλησιέστερο σημείο συναίνεσης όπου βρέθηκαν ποτέ οι δύο πλευρές. Ο Σνάμπελ τάσσεται καταφανώς υπέρ των Παλαιστινίων, στάση ιστορικά δικαιολογημένη και καταρχήν καθόλου επιλήψιμη, ενώ στο τέλος αφιερώνει το φιλμ και στους δύο λαούς ευχόμενος για ειρήνη ανάμεσά τους. Το ζήτημα είναι ότι χρησιμοποιεί απλοϊκά μέσα για να υποστηρίξει τη θέση του.
Σοφία Κόπολα
Αντίθετα, μία από τις καλές ταινίες του επίσημου διαγωνιστικού αποδείχτηκε το «Somewhere», η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της βραβευμένης με Όσκαρ Σοφίας Κόπολα («Αυτόχειρες παρθένοι» 1999, «Χαμένοι στη μετάφραση» 2003 και «Μαρία Αντουανέτα» 2006). Ο Στήβεν Ντορφ υποδύεται έναν σταρ του Χόλυγουντ, μέσα από την ιστορία του οποίου το φιλμ φτιάχνει μια σάτιρα για τη βιομηχανία του θεάματος. Παρότι εξαιρετικά διάσημος κι επιτυχημένος, ο Τζόνυ ζει μια άδεια και ανούσια ζωή, την οποία πλέον χαροποιεί μόνο η κόρη του. Η Κόπολα ακολουθεί εδώ το μοτίβο της απομόνωσης που την απασχόλησε και στις προηγούμενες δύο ταινίες της, όπου οι πρωταγωνιστές είναι εξαιρετικά δημοφιλή άτομα με μεγάλη εσωτερική μοναξιά.
Το «Silent souls» («Ovsyanki») του Ρώσου Αλεξέι Φεντορτσένκο αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος «The buntings» του Άιστ Σεργκέγιεφ, που είναι επίσης ο πρωταγωνιστής και κύριος χαρακτήρας του φιλμ, στο οποίο βοηθάει έναν φίλο του να θάψει τη νεκρή γυναίκα του σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού τους, μιας αρχαίας βορειοευρωπαϊκής φυλής. Η ιδέα είναι ενδιαφέρουσα, αλλά το σενάριο δεν εμβαθύνει στους χαρακτήρες και υστερεί σε ανάπτυξη.
Το «La passione» του Κάρλο Ματσακουράτι είναι μια ευχάριστη ιταλική κωμωδία για έναν επιτυχημένο σκηνοθέτη που διανύει περίοδο κρίσης και προκειμένου να αποφύγει τον διασυρμό στα Μ.Μ.Ε., συμφωνεί να σκηνοθετήσει την παραδοσιακή αναπαράσταση των Παθών σʼ ένα χωριό της Τοσκάνης. Το φιλμ οφείλει σε μεγάλο βαθμό την όποια επιτυχία του στον πρωταγωνιστή Σίλβιο Ορλάντο, και δε στερείται ρυθμού ή ευρημάτων, αλλά μένει κανείς με την αίσθηση ότι το πλήθος των σεναριακών ιδεών θα μπορούσαν να έχουν αξιοποιηθεί με ακόμη μεγαλύτερο μπρίο, ενώ το τελευταίο 15λεπτο ο ήρωας εγκαταλείπεται σε μια άνευρη κατάληξη.
Επίσης κωμικό είναι το «Potiche» του Γάλλου Φρανσουά Οζόν («Η πισίνα» 2003, «5x2» 2004) που διασκευάζει το ομώνυμο θεατρικό έργο των Πιέρ Μπαριγιέ και Ζαν-Πιέρ Γκρεντί, και αποτελεί τη δεύτερη συνεργασία του σκηνοθέτη με την Κατρίν Ντενέβ μετά τις «8 Γυναίκες» του 2002.
Μια ευχάριστη κωμωδία για τη μάχη των δύο φύλων στη δεκαετία του ʼ70, όπου η Ντενέβ υποδύεται τη φαινομενικά αφελή νοικοκυρά στο πλάι του συζύγου της που διευθύνει το εργοστάσιο του πατέρα της και την απατά με τη γραμματέα. Μια απεργία θα γίνει αφορμή ώστε η σύζυγος να διεκδικήσει έναν πιο ενεργό ρόλο και τελικά φτάνει να εκλεγεί βουλευτής. Στο ύφος των «8 Γυναικών», ο Οζόν φτιάχνει την κωμωδία του με πολύ χρώμα, μπρίο και στιλιζάρισμα, παρότι αυτή τη φορά -ευτυχώς για μας- με μόνο ένα τραγούδι στη διάρκεια της πλοκής.
Σε τελείως αντίθετο ύφος κινείται το «Post mortem» του Χιλιανού Πάμπλο Λαραίν, μια ιστορία εμμονικού έρωτα στη Χιλή του ταραγμένου 1973.
Ενδιαφέρουσα ιστορία, καλές ερμηνείες, αλλά το φιλμ φαίνεται να μην ξέρει τις προτεραιότητές του, μοιράζοντας άνισα το βάρος ανάμεσα στην αισθηματική και την πολιτική υπο-πλοκή, με αποτέλεσμα τη δημιουργία συναισθηματικά πολύ έντονων σκηνών που όμως υποφέρουν από τις ελλείψεις του σεναρίου (η σκηνή με τα πτώματα στις σκάλες του νοσοκομείου, η τελική φραγή της πόρτας της αποθήκης κ.α.).
Ωστόσο, η πιο απαιτητική ταινία του διαγωνιστικού μέχρι τώρα ανήκει στην Κέλυ Ράιχαρτ, που πέρυσι μας είχε δώσει το «Γουέντυ και Λούσυ», στο οποίο όπως κι εδώ, πρωταγωνιστούσε η συμπαθέστατη Μισέλ Γουίλιαμς που επιμένει να συμμετέχει ως επί το πλείστον σε ανεξάρτητες παραγωγές, κρατώντας στο μίνιμουμ τη συμμετοχή της σε σχέδια εμπορικών προδιαγραφών.
Η ιστορία μιλάει για τρία ζευγάρια που διασχίζουν την αμερικανική ενδοχώρα το 1845 με τη βοήθεια ενός υποτιθέμενα έμπειρου οδηγού, ο οποίος όμως αδυνατεί να τους κατευθύνει σωστά και έγκαιρα.
Στον δρόμο του συναντούν κι αιχμαλωτίζουν έναν ινδιάνο που φαίνεται πιο αξιόπιστος κι έτσι τώρα διχάζονται ανάμεσα στον λευκό αλλά αναξιόπιστο οδηγό και στον ικανότερο αλλά “βάρβαρο” Ινδιάνο.
Aγώνας επιβίωσης
Κλείνοντας τις μέχρι τώρα προβολές του επίσημου διαγωνιστικού, το «Essential killing» του Πολωνού Γέρζι Σκολιμόφσκι, αφηγείται τον αγώνα επιβίωσης ενός Αφγανού που αιχμαλωτίζεται από τον αμερικανικό στρατό αλλά ξεφεύγει και προσπαθεί να παραμείνει ζωντανός σε μια χιονισμένη τοποθεσία.
Από τους πιο ενδιαφέροντες τίτλους μέχρι τώρα, δημιουργεί αμφιλεγόμενα συναισθήματα για τον κεντρικό ήρωα που υποδύεται ο Βίνσεντ Γκάλο (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, συμμετέχει κι εκείνος με δική του ταινία στο φεστιβάλ), αφού αφενός σκοτώνει τρεις Αμερικανούς στρατιώτες και στα όνειρά του ακούμε το πολεμοχαρές κήρυγμα του μουφτή, στοιχεία που εξισορροπούνται από τα βασανιστήρια στο κρατητήριο των Αμερικανών καθώς και τις εικόνες που παραπέμπουν στο παρελθόν του και αφορούν αποκλειστικά την οικογενειακή του ζωή. Ας σημειωθεί ότι την Παρασκευή βραβεύτηκε με Χρυσό Λιοντάρι για το σύνολο του έργου του ο κινεζικής καταγωγής σκηνοθέτης Τζον Γου, ταυτισμένος με τις θεαματικές και βίαιες περιπέτειες που γύρισε στο Χονγκ-Κονγκ και στο Χόλυγουντ.
Στο φεστιβάλ προβάλλεται εκτός συναγωνισμού η φετινή παραγωγή στην οποία συμμετείχε ως συν-σκηνοθέτης με τον Σου Τσάο-Πιν, «Reign of Assassins» («Jianyu»), μια περιπέτεια εποχής στην οποία δυστυχώς η συμβολή του Γου δε θα λέγαμε ότι είναι ιδιαιτέρως ευδιάκριτη.