Ο οπλαρχηγός του ΕΑΜ στην Κρήτη, Νικόδημος Κριτσωτάκης, αφηγείται τα γεγονότα της Βιάννου μέσα από τις διηγήσεις του αγωνιστή Μανόλη Μηλιαρά.

Ξεκινά από την 12η Σεπτεμβρίου 1943 που βρέθηκαν σφαγμένοι στην Κάτω Σύμη οι δύο “πατατάδες”.

Αναφέρεται στις πολιτικές διαμάχες μεταξύ των αντιστασιακών ομάδων.

Και παραθέτει τα γεγονότα:

“Οι Γερμανοί μόλις πληροφορήθηκαν τη σφαγή των δύο “πατατάδων”, εκινητοποίησαν σοβαρές στρατιωτικές δυνάμεις από το Ηράκλειο με κατεύθυνσιν προς τη Βιάννο και ειδικά προς χωριό Κάτω Σύμη.

Κατά το πέρασμά τους από τα χωριά Βαχό, Αμυρά, Κεφαλοβρύση και Πεύκο, συνελάμβανον όσους άνδρες εύρισκαν, ως ομήρους που έφθασαν τους 15, που μαζί μ’ αυτούς είχε συλληφθεί και ο παπάς και δάσκαλος του Κεφαλοβρυσίου Ματθαίος Γιαλιαδάκης (συνελήφθη την ώρα της λειτουργίας εις την εκκλησία), που ασφαλώς θα εκτελούντο για αντίποινα στην Κάτω Σύμη.

Μια γυναίκα ειδοποίησε την πιο κοντινή προς την Κάτω Σύμη ομάδα, που ήταν του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Δημήτρη Παπά, για την κινητοποίησιν των Γερμανών και τη σύλληψη των 15 ομήρων, που τους οδηγουν σαν πρόβατα στο σφαγείο. Μαζί του είχε 10 ψυχωμένους αντάρτες σαν τον Μανώλη Μηλιαρά, Βασίλη Πλαγιωτάκη, Θανάση Αλμπάνη, Δημήτρη Νικολαΐδη, Μανώλη Μελεισουργάκη (τα ονόματα των υπολοίπων μας διαφεύγουν) και από κοινού κατέστρωσαν το σχέδιον επιθέσεως, με αντικειμενικόν σκοπόν να αιφνιδιάσουν τους ανερχομένους προς την Κάτω Σύμη πάνοπλους Γερμανούς με απόφασιν να τους εξοντώσουν ή να τους αιχμαλωτίσουν.

Η μορφολογία του εδάφους επέτρεπε μια τέτοια επιτυχία. Πήραν θέσεις μάχης με διάταξη ακροβολισμού και με κατεύθυνσιν βολής προς ένα πλάτεμα του δρόμου που απήχε 100 μέτρα περίπου από το χωριό, και ανέμενον τους σιδηρόφρακτους Γερμανούς, που δεν άργησαν να επισημανθούν. Η πρώτη ομοβροντία έθεσε εκτός μάχης 10 από τη δύναμη των Ναζί και άρχισε η μάχη εξοντώσεως.

Ο αποτελεσματικός ακροβολισμός και η προφύλαξή τους από τα επακολουθήσαντα συνεχή πυρά των ανταρτών, δεν ήταν δυνατή, γιατί η θέσις των νταμπουριασμένων αγωνιστών εδέσποζε του πεδίου της μάχης και κανένα σημείον δεν ήτο απυρόβλητο για τους αντάρτες. Δεκάδες Γερμανών πέφτουν και η μάχη βρίσκεται στην εξέλιξή της, χωρίς να παύσουν να αμύνονται οι Γερμανοί με καταιγιστικά πυρά, αλλά οι επιζώντες ήσαν ελάχιστοι. Οι σφαίρες των ανταρτών λιγόστευαν και πήγαιναν να εξαντληθούν. Δεν εδίστασε τότε ο επικεφαλής ατρόμητος Παπάς, να καλέσει εις βοήθειαν αντιεαμικές ανταρτικές ομάδες που βρίσκονταν στην Πάνω Σύμη του Γ. Νυργιανού και Χρ. Μπαντουβά, γιατί η πρόθεσίς του ήταν να μη γλυτώσει κανένας Γερμανός.

Δεν άργησαν πραγματικά να κατέβουν οι ομάδες αυτές και να ενωθούν με τον ΕΛΑΣ, με αποτέλεσμα να συνεχισθή η μάχη και να αιχμαλωτισθούν 13 Γερμανοί, μαζί με τον αξιωματικό τους, οι μόνοι επιζήσαντες και να περισυλλεγή άφθονον πολεμικόν υλικόν, που συνεπεκόμισαν όλες οι αντάρτικες ομάδες που έλαβαν μέρος στη μάχη.

Στη σύγκρουση μόνον ένας αντάρτης ετραυματίσθη, οι δε όμηροι προφυλάχθησαν από τις σφαίρες των ανταρτών και απελευθερώθησαν όλοι.

Αυτή ήταν η μάχη της Σύμης, που έμεινε ιστορικά διά την καταπληκτική οργάνωση που είχε σαν πολεμική επιχείρηση από τον Καπετάνιο του ΕΛΑΣ Δημήτρη Παπά και για την γενναιότητα και αποφασιστικότητα των ανταρτών που έλαβαν μέρος, που είχαν την τόλμη να αναμετρηθούν με πάνοπλες γερμανικές δυνάμεις, χωρίς καμία απώλεια.

Πρέπει να τονισθεί εδώ, ότι ο ΕΛΑΣ δεν επεδίωξε τη μάχη αυτή, αλλά η σειρά των πραγμάτων του την επέβαλαν σαν αναπότρεπτη ενέργεια. Κάθε αδράνεια και αδιαφορία θα ήταν ξένη προς την αποστολήν του και το πατριωτικό του χρέος σαν Εθνικού Λαϊκού Στρατού. Τα δραματικά γεγονότα που επηκολούθησαν κατά του πληθυσμού και των Βιαννίτικων χωριών ως αντίποινα ήταν αναπόφευκτα, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούν να υποτιμήσουν και να μειώσουν την τεράστια σημασία και αξιολόγηση που είχε η μάχη σαν αντιστασιακή χειρονομία και πολεμική πράξη”.