(2ο-τελευταίο)
Η Γέννηση της «Σατυαγκράχα» και της «Αχίμσα»
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1906, θα μιλήσει για πρώτη φορά για την ιδέα της «Σατυαγκράχα*» - αναζήτηση της Αλήθειας και της «Αχίμσα*» - άσκηση της μη βίας. Τη θέτει σε εφαρμογή τον επόμενο χρόνο, όταν η Κυβέρνηση ζητά με νόμο, να εφοδιαστούν με δελτίο ταυτότητας όλοι οι κάτοικοι ασιατικής προελεύσεως. Ένα μέτρο που θεωρήθηκε, ότι παραβίαζε την ατομική αξιοπρέπεια.
Οι διαδηλωτές, σύμφωνα με τις αρχές της «Σατυαγκράχα» έπρεπε νʼ αρνηθούν την καταγραφή τους στα βιβλία της αστυνομίας, όμως να δεχθούν με ευπείθεια την φυλάκιση, αφού παραβίαζαν τον νόμο. Είχαν λάβει αυστηρές εντολές να μη κακοποιήσουν όσους ήθελαν να προσέλθουν για καταγραφή. Η κυβέρνηση μετά από μια σειρά προειδοποιήσεις, άρχισε τις συλλήψεις.
Οι κρατούμενοι, ανάμεσα τους και ο Γκάντι, γέμισαν τις φυλακές. Η κυβέρνηση βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Αναγκάστηκε να υποσχεθεί ότι, θα αρθεί ο νόμος, αν οι Ινδοί πήγαιναν αυθόρμητα να δηλώσουν τα ονόματα τους. Οι κρατούμενοι πίστεψαν την υπόσχεση της Κυβέρνησης και το έπραξαν, όμως ο νόμος δεν ανακαλέστηκε.
Η επιτυχία της διαδήλωσης έγινε γνωστή, ταυτόχρονα και το όνομα του Γκάντι, σε όλο τον κόσμο. Ο Γκοκχάλε, ο αρχηγός του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου, στην Ινδία, αρχίζει έκτοτε να παρακολουθεί προσεχτικά τις κινήσεις του. Διαδίδει τις ιδέες του Γκάντι και υποστηρίζει τις πρακτικές του.
Την εποχή αυτή ο Γκάντι εμπνέεται από το βιβλίο του Τολστόι, «ο Θεός είναι μέσα μας» και αρχίζει μια αλληλογραφία, με τον Ρώσο συγγραφέα. Ιδρύει μια νέα κοινότητα, την οποία ονομάζει προς τιμή του, «Φάρμα Τολστόι». Τα 50-60 άτομα που ζουν εκεί, έχουν κοινό συσσίτιο και μοιράζονται εξ ίσου, τα αγαθά της κοινότητα, σύμφωνα με τις ιδέες του ηγέτη τους.
Τον Οκτώβριο του 1912 επισκέπτεται την Ν. Αφρική και τη «Φάρμα Τολστόι» ο Ινδός πολιτικός Γκοκχάλες. Από την Κυβέρνηση θα δεχτεί τιμές και υποσχέσεις, για καλλίτερες συνθήκες των Ινδών. Οι υποσχέσεις όμως δεν είχαν κανένα αντίκρισμα. Απεναντίας, η κυβέρνηση ζητά από τους μετανάστες, των οποίων είχε λήξει η πενταετή τους σύμβαση εργασίας, να πληρώσουν ένα αρκετά μεγάλο ποσόν, αν ήθελαν να παραμείνουν, ως ελεύθεροι εργάτες. Μʼ αυτό τον τρόπο τους ανάγκαζε ουσιαστικά, να παραμείνουν σε ισόβια δουλεία ή παρά τη θέληση τους, να επαναπατρισθούν.
Η αδικίας της κυβέρνησης κορυφώνεται, με την εξαγγελία της ακύρωσης των γάμων, που δεν είχαν γίνει σύμφωνα με το τυπικό της χριστιανικής εκκλησίας. Μια ενέργεια που στρέφοντα κυρίως κατά των Ινδών, οι οποίοι παντρευόταν σύμφωνα με τη θρησκεία τους. Έτσι οι μέν γυναίκες, με την απόφαση αυτή, χαρακτηριζόταν παλλακίδες, τα δε παιδιά νόθα. Οι αδικίες είχαν συσσωρευτεί! Είχαν φέρει όμως στο πλευρό του Γκάντι και άλλες κοινωνικές ομάδες. Συμπορευόταν τώρα μαζί του οι μεταλλωρύχοι και οι γυναίκες.
Μια μαζική απεργία των μεταλλωρύχων και μια πορεία 6.000 αποφασισμένων Ινδών αρχίζει. Μια ομάδα, ανάμεσα τους και η γυναίκα του Γκάντι, Καστουρμπάϊ, προσπαθούν να περάσουν παράνομα, από το Ντάρμπαν στο Τράασβαλτ, με σκοπό να αναγκάσουν τις αρχές να τους συλλάβει. Όπως ήταν αναμενόμενο «οι πρωτοπόροι» έτσι έγιναν γνωστοί, συνελήφθησαν και κλείστηκαν στις φυλακές. Το παράδειγμα τους το ακολούθησαν και άλλοι, με μεγάλη συμμετοχή γυναικών.
Οι φυλακές γεμίζουν ξανά και η απεργία θορυβεί το Λονδίνο. Οι ανταποκριτές στέλνουν ευμενή σχόλια, στις εφημερίδες τους, για τους αποσκελετωμένους απεργούς και τον μικρόσωμο στρατηγό της ειρήνης.
Η ινδική κοινότητα, με την καθοδήγηση του Γκάντι, θα αντέξει όλες τις στερήσεις, τις τιμωρίες και τις φυλακίσεις, ακόμα και το εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο Γκάντι θα γίνει τακτικός θαμώνας των φυλακών. Θα είναι όμως ένα πρότυπο κρατουμένου, ο οποίος προσφέρει τις υπηρεσίες του, σε όλους όταν τις χρειαστούν.
Στο τέλος, και μετά από πιέσεις της Ινδίας και της Αγγλίας, το 1914, η Κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης, θα αναγκαστεί να κάμει σημαντικές παραχωρήσεις στις απαιτήσεις των Ινδών. Οι συνομιλίες γίνονται μεταξύ Γκάντι και του στρατηγού Γιαν Κρίστιαν Σμάρτς. Παρά τα αντίθετα συμφέροντα που εκπροσωπούν οι δυο άνδρες, ο Σμάρτς δηλώνει αργότερα: « Η μοίρα με προόριζε να είμαι αντίπαλος ενός ανθρώπου, για τον οποίο έτρεφα την πιο μεγάλη εκτίμηση»
Μετά την ανακωχή των δυο πλευρών, ο Γκάντι, μαζί με την οικογένεια του, θα επιστρέψει οριστικά στην Ινδία.
Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη Ν. Αφρική, οι αγώνες , οι νηστείες, οι φυλακίσεις, θα εξαγνίσουν την προσωπικότητα του Γκάντι. Θα τον βοηθήσουν να γίνει μια βαθιά μετάλλαξη μέσα του. Πολλοί είπαν ότι αυτά που έδωσε η Ν. Αφρική στο Γκάντι είναι πολύ περισσότερα, απʼ ότι αυτός της πρόσφερε, στην εικοσάχρονη παραμονή του εκεί. Το ομολογεί ο ίδιος: «Τώρα κατανοώ πως τα κύρια περιστατικά που έζησα με οδήγησαν με ένα μυστικό τρόπο στην «Σατυαγκράχα», στην αναζήτηση της Αλήθειας».
Ο άτολμος δικηγόρος επιστρέφει στην Ινδία ως «Μαχάτμα»
Στην Ινδία τον υποδέχονται ως μια εξέχουσα προσωπικότητα. «Σε χαιρετώ, Μεγάλη Ψυχή» θα πει ο ποιητής Ταγκόρ και το πλήθος του κόσμου τον επευφημεί. Θα παραμείνει όμως μακριά από την πολιτική δράση για τρία χρόνια. Περιοδεύει στην Ινδία και προσπαθεί να μάθει από τους απλούς ανθρώπους, την κατάσταση που επικρατεί στην χώρα.
Αρχίζει ένα νέο αγώνα όταν οι Άγγλοι, με το νομοσχέδιο Ράουλατ (Rowlatt) εξουσιοδοτούν τις αστυνομικές αρχές, να φυλακίζουν όσους θεωρούσαν ύποπτους για ανταρσία.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 1919 ο Γκάντι προσκαλεί είκοσι προσωπικότητες από την Ινδική κοινότητα και με όρκο εγκαινιάζουν μια μεγάλη εκστρατεία της «Σατυαγκράχα». «Διακηρύσσουμε με τον πιο επίσημο τρόπο, ότι σε περίπτωση που τα νομοσχέδια γίνουν νόμοι και έως ότου καταργηθούν, θα αρνηθούμε στους νόμους αυτούς κάθε πολιτική υπακοή, καθώς και σε όλους τους άλλους νόμους, που η επιτροπή θα κρίνει αργότερα, ότι πρέπει να απορριφθούν. Διακηρύσσουμε ότι στον αγώνα μας θα ακολουθήσουμε πιστά την αλήθεια και θα απόσχουμε από πράξεις βίας σε βάρος προσώπων και πραγμάτων».
Για πρώτη φορά θα εφαρμοστεί η «Σατυαγκράχα» σε έδαφος της Ινδίας. Σύμφωνα με τις υποδείξεις του εμπνευστή της, η τακτική ήταν: Να επιδιώκει κανείς την επανόρθωση της αδικίας, χωρίς να προξενήσει βία και να αισθανθεί μίσος για τον αντίπαλο. Το άτομο αντιστέκεται στους άδικους νόμους, χωρίς όμως να αντιδρά στις ποινές που επιβάλλονται σʼ όποιον τους παραβαίνει. (Είναι ένας ασύλληπτος, εύστροφος και επιτυχής συνδυασμός νομιμότητας και παρανομίας).
Στους απεργούς ο Γκάντι αναλύει τις προϋποθέσεις για την επιτυχή έκβαση του στόχου τους: 1) Σε καμιά περίπτωση προσφυγή στη βία, 2) καμιά κακοποίηση απεργοσπαστών, 3) δυσπιστία στις προσφορές και στις ελεημοσύνες, 4) καμιά υποχώρηση όσο κι αν κρατήσει η απεργία. Για να εξοικονομούν οι απεργοί τα αναγκαία για τη συντήρηση τους, έπρεπε να το κάνουν με οποιαδήποτε άλλη έντιμη εργασία.
Η πράξη αυτή προκαλεί πολιτικό σεισμό. Την άνοιξη του 1919 η Ινδία συγκλονίζεται από ένα ανέλπιστο ξύπνημα. Οι Άγγλοι αντιδρούν με άγριες συμπλοκές.
Εξουσιοδοτούν τον διοικητή της φρουράς, στρατηγό Ντάϊερ, να κατευνάσει το απεργιακό κύμα. Ο στρατηγός διατάσσει, τους 50 στρατιώτες του, να ανοίξουν ασταμάτητο πυρ, εναντίον των 10.000 χιλιάδων ατόμων που βρισκόταν συγκεντρωμένοι, σε ένα κλειστό σχετικά χώρο. Τετρακόσιοι Ινδοί σκοτώνονται, στην καθιστική ειρηνική διαδήλωση στο Αμριτσάρ και 1400 τραυματίζονται.
Η βία που έχει ξεσπάσει αναγκάζει τον Γκάντι να αναστείλει την απεργία. Περίλυπος, επισκέπτεται το τόπο της τραγωδίας και ανακοινώνει πέντε μέρες απεργία πείνας, για εξιλέωση και καθαρμό. Τα γεγονότα στο Αμριτσάρ τον απομακρύνουν οριστικά από τους
Άγγλους.
Ο Γκάντι ο νέος αρχηγός
για την Ινδία
Οι Μουσουλμάνοι της Ινδίας, μετά την δυσαρέσκεια τους για τους σκληρούς όρους που είχαν επιβάλει οι σύμμαχοι, μετά το Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, στη Τουρκία, σχετικά με τις αρμοδιότητες του Χαλίφη ( πνευματικού αρχηγού ολόκληρου του Ισλάμ), τέθηκαν στο πλευρό του Γκάντι
Το φθινόπωρο του 1920, στην έκτατη συνεδρίαση των πολιτικών ηγετών, θα βρει τον Γκάντι να είναι η δεσπόζουσα πολιτική φυσιογνωμία, με πανεθνική επιρροή. Χάρις σʼ αυτόν, το ινδικό κόμμα, «Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο», θα αποκτήσει δύναμη και θα επηρεάζει, με τις αποφάσεις του, όλη την Ινδική Χερσόνησο.
Προτείνει τη, μη συνεργασία, με τις Αγγλικές αρχές και ζητά από τους πολιτικούς, να επιστρέψουν όλους τους τίτλους και τις διακρίσεις, που τους έχουν απονεμηθεί από τους Άγγλους αποικιοκράτες. Τους υποδείχνει να είναι οι πρωτοπόροι σε μια συνεχιζόμενη αντίσταση.
Οι Αρχές της «Σατυαγκράχα» και της «Αχίμσα» μεταδίνονται σε όλες τις πόλεις και στα χωριά. Ταυτόχρονα αρχίσει ένα μπαράζ μποϊκοτάζ σε όλα τα βρετανικά προϊόντα. Ο Γκάντι υιοθετεί το ινδικό Χαντάρ, ένα λευκό βαμβακερό ένδυμα, και δίνει πρώτος το παράδειγμα, μαθαίνοντας να γνέθει με τη «χάρκα», ρόκα. Χιλιάδες λαού θα μιμηθούν τον τρόπο που ντύνεται.
Σε μια συμβολική πράξη, την 1 Αυγούστου 1921, θα στηθεί ένας τεράστιος σωρός με πολύτιμα υφάσματα που δεν είχαν παραχθεί στην Ινδία. Ιερουργώντας σαν μεγάλος ιερέας, ο Γκάντι θα βάλει φωτιά και στις φλόγες του οι Ινδοί θα δηλώσουν την αποφασιστικότητα τους.
Οι εργαζόμενοι στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, νομοθετικά σώματα, και στις δικαστικές αρχές, που υποστηρίζονται από τις Αγγλικές αρχές, θα συμμετάσχουν στο μποϊκοτάζ. Ολόκληρη η Ινδία είναι σε μια εγρήγορση! Μια έκρηξη ενθουσιασμού δονείται απʼ άκρη σε άκρη.
Οι Βικτωριανοί αποικιοκράτες θα απαντήσουν με βίαιες συλλήψεις. Χιλιάδες οπαδοί του Γκάντι οδηγούνται στις φυλακές, οι οποίοι δέχονται αδιαμαρτύρητα τις τιμωρίες.
Τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους, ο Γκάντι θα στείλει τελεσίγραφο στον Αντιβασιλέα, ζητώντας μέσα σε 15 ημέρες, να παραχωρηθεί η αυτονομία της Ινδίας. Σʼ αυτό το διάστημα όμως, εκδηλώνεται έντονη βία από τον ινδικό όχλο, εναντίον Άγγλων αστυνομικών. Εγκλώβισαν και έκαψαν δέκα οκτώ άτομα.
Τα έκτροπα αναγκάζουν τον Γκάντι να αποσύρει το τελεσίγραφο και ανακοινώνει την αναστολή της «Σατυαγκράχα», παρά την έντονη διαμαρτυρία πολλών μελλών του Εθνικού Κογκρέσου.
Ο Ινδός ηγέτης συλλαμβάνεται. Στο δικαστήριο, αρχίζοντας την απολογία του, συμφώνησε με τον εισαγγελέα, ο οποίος τον κατηγορούσε για τα επεισόδια σε βάρος των αστυνομικών. Τελειώνοντας είπε: «Για όλα αυτά, κύριε δικαστά, δεν σου μένει τίποτε άλλο παρά να δώσετε την παραίτηση σας, διαχωρίζοντας τη θέση σας από το σύστημα που υπηρετείτε αυτή τη στιγμή. Αν όμως πιστεύετε σʼ αυτό το σύστημα, πρέπει να μου επιβάλετε τη μεγίστη των ποινών»
Ο δικαστής εντυπωσιάζεται από το μεγαλείο και τη στάση του Ινδού Σωκράτη. Όσοι από τους μαθητές του παρευρίσκοντο στη αίθουσα, στο τέλος τις διαδικασίας, έπεσαν στα πόδια του Μαχάτμα κλαίγοντας. Οι δημοσιογράφοι, στις ανταποκρίσεις τους, αναφέρουν το θαυμασμό και το σεβασμό τους, για τον ειρηνιστή άγιο της Ινδίας. Η φήμη του έχει τιναχθεί στα ύψη! Θα του απαγγελθεί φυλάκιση για έξι χρόνια.
«Στα ξενοδοχεία της Αυτού Μεγαλειότητας»όπως αποκαλούσε τις φυλακές
Ο Μαχάτμα στη φυλακή μελετά κείμενα όλων των θρησκειών. Γράφει την «Αυτοβιογραφία» του και « Η Σατυαγκράχα στην Ν. Αφρική». Αυτοσυγκέντρωση και γνέψιμο με τη ρόκα, γεμίζουν τις ώρες του. «Είμαι ευτυχής σαν ένα πουλάκι, που νοιώθει ότι ο χρόνος δεν πάει χαμένος» γράφει σε ένα φίλο του.
Μετά από δύο χρόνια φυλάκισης, η εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας στην οποία υποβλήθηκε, γίνεται αιτία αποφυλάκισης του. Θα βρει το κόμμα του Κογκρέσου διασπασμένο. Η ενότητα μεταξύ Ινδών και Μουσουλμάνων έχει χαθεί. Μεταξύ των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων έχει ξεσπάσει αιματηρή συμπλοκή. Ο Γκάντι κηρύσσει απεργίας πείνας τριών εβδομάδων, με αίτημα να ακολουθήσει ο λαός το δρόμο της μη βίας.
Θα παραμείνει έξω από τα πολιτικά δρώμενα, για ένα χρόνο, παρατηρώντας σιωπηλά τις έριδες που έχουν ξεσπάσει, μεταξύ των τάσεων, στο Ινδικό Κογκρέσο. Ζει στο κοινόβιο το οποίο έχει ιδρύσει, στο Σαμπαρμάτι. Μαζί του μένουν περίπου εκατό άτομα, τα οποία με την καθοδήγηση του, επιδίδονται σε νηστείες και προσευχές. Με τη δική τους βοήθεια, αρχίζει μια νέα προσπάθεια για την εκπαίδευση των «ανέγγιχτων», των εκτός κάστας Ινδών. Προσπαθεί να τους μάθουν κανόνες υγιεινής, να γνέθουν και να διαβάζουν. Αφιερώνει αρκετό από το χρόνο του γράφοντας άρθρα στην εφημερίδα «Νέα Ινδία», αναλύοντας τις αρχές της «Σατυαγκράχα» και της «Αχίμσα».
Ο Γκάντι έχει μαθήτριες και στενές συνεργάτριές του γυναίκες. Η χειραφέτηση της γυναίκας στην Ινδία, είναι δικό του έργο. Με τον όρκος της «Βραχμαχάρυα», της σωματικής εγκράτειας, τον οποίο τήρησε με αυστηρή προσπάθεια, όπως εξομολογείται στην αυτοβιογραφία του, δεν θέλησε να απομακρύνει το ωραίο φύλλο από κοντά του. Γράφει: «Ανάμεσα μας δεν υπάρχει τίποτα, που να μας κάνει ξένους ή εχθρούς».
Οι Πορείες στα σπλάχνα της Ινδίας
Ανίκανα τα μέλη του Κογκρέσου να αντιμετωπίσουν τις εσωτερικές διαμάχες, θα στραφούν και πάλι στον Μαχάτμα. Του παραχωρούν την προεδρία του κόμματος το 1925. Δεν δέχεται αρχικά, όμως καταλαβαίνει ότι μόνο υπό την δική του ηγεσία θα επανέλθει η ενότητα στο κόμμα και την αναλαμβάνει για λίγο χρονικό διάστημα.
Επιστρέφει μετά από μερικούς μήνες στην ατμόσφαιρα του «άσραμ» στο Σαμπαρμάτι. Συνεχίζει τις μελέτες και τα πειράματα του για υγιεινή ζωή.
Οι νέες ταραχές, 86 νεκροί και 750 τραυματίες, μεταξύ Ινδών και Μουσουλμάνων, τον αναστατώνουν. Αποφασίζει να κηρύξει μια νέα απεργία πείνας 21 ημερών, για «να εξιλεώσει τα παραπτώματα και τις αδυναμίες του λαού του». «Ο πιο φλογερός πόθος μου» θα δηλώσει αργότερα, «ήταν να στερεώσω, στην ανάγκη και με το αίμα μου, τις δυο κοινότητας».
Μετά τη λήξη της απεργίας, ο Γκάντι, με μια μικρή ομάδα από το Άσραμ του, θα οργώσει στη κυριολεξία τη χώρα. Χιλιάδες Ινδοί τον ακολουθούν στις πορείες του. Νύχτα μέρα μια αδιάκοπη λατρεία εκφράζεται προς τον Μαχάτμα. Διασχίσει την Ινδία, διδάσκοντας τα πλήθη που καταφτάνουν από παντού για να τον ακούσουν. Με πόδια γυμνά, με απλή λινή ενδυμασία, απευθύνεται σʼ αυτούς με μάτια γεμάτα καλοσύνη. Μιλά στους ακροατές του σαν να μιλά σε παιδιά. Τα λόγια του είναι ήρεμα, χωρίς βιασύνη. Είναι ένας δάσκαλος που μοιάζει με τον Χριστό ή τον Φραγκίσκο της Ασσίζης, θα πουν.
Όταν η Αγγλική Κυβέρνηση ανακοινώνει την συγκρότηση μιας επιτροπής, τη γνωστή ως επιτροπή Σάϊμον, για την μεταρρύθμιση του Συντάγματος, και η Ινδία δεν εκπροσωπείται από κανένα Ινδό, ο Γκάντι θα αξιώσει στο συνέδριο του Ινδικού Κόμματος την πλήρη ανεξαρτησία της Ινδίας. Ζητά από τον λαό συστράτευση για το σκοπό αυτό.
Η αφορμή για να εκδηλωθεί μια πανινδική εκδήλωση θα δοθεί όταν η Αποικιακή Κυβέρνηση αποφάσισε να διπλασιάσει το φόρο του αλατιού. Ο Γκάντι κηρύσσει μια πανεθνική πορεία ανυπακοής. Η πανστρατιά της Σατυαγκράχα θα κάνει τη πιο θεαματική και την πιο πετυχημένη πορεία της. Την περίφημη «πορεία του Αλατιού». Αποφασίζετε η πορεία να καλύψει 390 χλμ.
Ο Γκάντι παραγγέλνει με τους αγγελιοφόρους του στα πλήθη: «Ο Μαχάτμα σας ζητεί κανένα επεισόδιο να μην διαταράξει την έναρξη της ιερής λιτανείας. Καμιά εχθρική φωνή να μην ακουστεί, αλλά μόνο λόγια πίστεως και θρησκευτικές προσευχές. Όποιος φορεί ρούχα ξενικής κατασκευής να τα πετάξει στο σωρό και εκεί να καούν. Από σήμερα οι Ινδοί πρέπει να έχουν ένα μόνο ένδυμα, κι αυτό είναι το μπαμπακερό Χαντάρ. Ας είναι η πίστη κι η σταθερότητα μας όμοια με τη δική του και η νίκη θα μας χαμογελάσει»..
«Μπροστά στην παντοδυναμία του Άγγλου γίγαντα η παρέλαση των Μαρτύρων, η πορεία τους προς τις αλυκές, ήταν η μόνη δυνατή στρατηγική. Εναντίον των νόμων και των πολυβόλων, της Αποικιοκρατίας, ορθώθηκε όλη η φιλοσοφία και η πανάρχαια αγιότητα των ινδικών μύθων. Μπροστά στη δολιότητα, που αρνιόταν την αυτοκυβέρνηση στον ινδικό λαό, προβάλει με τα εμβλήματα της προγονικής θρησκείας, η μεγαλοπρέπεια μιας θρησκευτικής χορογραφίας, που θα άφηνε τον κόσμο κατάπληκτο» γράφει, η εφημερίδα Ιλ. Πόπολο ντʼ Ιτάλια.
Θα συλληφθούν πάνω από εξήντα χιλιάδες άτομα και θα οδηγηθούν στις φυλακές. Ακολουθούν απεργίες πείνας , διαμαρτυρίες, συζητήσεις και ανακωχές.
Αυτό το διάστημα ο Γκάντι θα οργανώσει δυναμικές εκστρατείες, και θα δώσει μεγάλες μάχες για να έχουν και οι κατώτερες τάξεις, «τα παιδιά του Θεού» όπως τους ονόμαζε, τα ίδια συνταγματικά δικαιώματα. Το 85% του πληθυσμού είναι αναλφάβητο. Αφοσιώνεται στην εκπαίδευση εκπροσώπων των κατωτέρων τάξεων και προσπαθεί να συμβάλλει στην κοινωνική και οικονομική ανόρθωση της χώρας, ενθαρρύνοντας της οικοτεχνίες.
Η Ινδία ανεξάρτητη χώρα
Μετά την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Μάρτιο του 1942 ο Γκάντι θα βρεθεί και πάλι αντιμέτωπος με την Αγγλική εξουσία της Ινδίας. Οι Βρετανοί κάτω από την πίεση του πολέμου, αντιδρούν βίαια και φυλακίζουν όλη την ηγεσία του Κόμματος του Κογκρέσου, αποφασισμένοι να το συντρίψουν οριστικά.
Ο λαός εκδηλώνει άγριες εξεγέρσεις, οι οποίες καταπνίγονται ανελέητα. Τεράστιο το χάσμα που δημιουργείται πια, μεταξύ Ινδών και Άγγλων. Μια μόνο φράση δονείται σε ολόκληρη τη χώρα. Ouit India!.... Φύγετε από την Ινδία!.... Ζητούν άμεση παράδοση της εξουσίας και καθολική ανεξαρτησία.
Νέες απεργίες πείνας από τον Γκάντι στις φυλακές όπου βρίσκεται. Αυτή τη περίοδο, και ενώ ήταν φυλακισμένη, πεθαίνει η σύζυγος του Καστουρμπαϊ σε ηλικία 74 ετών. «Δεν μπορούσε να βρει καλλίτερο θάνατο» θα πει ο Γκάντι, «έδωσε τη ζωή της για την ελευθερία»
Με το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου, και μετά την παράδοση της Ιαπωνίας , τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου 1947, μετά από διαβουλεύσεις, η Ινδία μπαίνει στην αναμονή της ανεξαρτησίας της. Όμως προκύπτει μεγαλύτερο πρόβλημα. Οι Μουσουλμάνοι, με αρχηγό τους τον Αλή Τζιννάχ, και με την βοήθεια των Άγγλων, πιστοί στο δόγμα, «διαίρει και βασίλευε», ζητούν τη δημιουργία χωριστού μουσουλμανικού Κράτους. Ο Γκάντι προσπαθεί να μεταπείσει τον μουσουλμάνο ηγέτη, αλλά δεν τα καταφέρνει. Πικραμένος, θα αρνηθεί να πάρει μέρος στους εορτασμούς για την ανεξαρτησία της Ινδίας.
Αμέσως μετά, αρχίζει μια ανακατάταξη των πληθυσμών, στην περιοχή του νέου κράτους Πακιστάν, και στην Ινδική χερσόνησο. Σʼ αυτήν την ανταλλαγή, ξεσπούν άγριες συμπλοκές μεταξύ των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων. Μια αποχαλινωμένη φρίκη αρχίζει. Οι ωμότητες έδιναν αφορμή για άλλες ωμότητες. Μισό εκατομμύριο νεκροί και αμέτρητοι τραυματίες ο απολογισμός.
Τα γεγονότα βυθίζουν τον Γκάντι σε βαθιά θλίψη. Αφιερώνει τις τελευταίες δυνάμεις του, νʼ αποτρέψει τη βία κηρύσσοντας αδιάκοπα την ειρήνη και στα δύο στρατόπεδα. Στη προσπάθεια του να ειρηνεύσει τα πράγματα, αρχίζει μια μέχρι θανάτου, απεργίας πείνας. Ήταν η εικοστή. Σταματά την απεργία μόνο όταν οι αρχηγοί και από τις δύο πλευρές θα τον διαβεβαιώσουν ότι υπάρχει τάξη και νομιμότητα.
Το τέλος
Λίγες μέρες μετά , την ώρα τις καθιερωμένης καθημερινής προσευχής του Γκάντι, θα γίνει απόπειρα εναντίον του με χειροβομβίδα. Απτόητος συνεχίζει την προσευχή του.
Η ώρα όμως του τέλους έχει σημάνει. Στις 30 Ιανουαρίου 1948 , 78 χρόνων πια, υποβασταζόμενος από τις δύο νεαρές κοπέλες που τα τελευταία χρόνια ήταν οι «πατερίτσες»του, όπως έλεγε, θα ξεκινήσει για τον απογευματινό του περίπατο. Πλήθος κόσμου τον περιμένει καθημερινά για να του υποβάλει τα σέβη του.
Μέσα από το πλήθος ξεκόβει ένας γεροδεμένος τριανταπεντάχρονος βραχμάνος Ινδός, ο Ναθουράμ Βιναγιακ Γκόντσε, έρχεται σιμά του, υποκλίνεται και στη συνέχεια πυροβολεί το γυμνό στήθος του. Ο Μεγάλος ηγέτης, πριν ξεψυχήσει, βρήκε το χρόνο να τον συγχωρήσει και αφού επικαλέστηκε το όνομα Ράμα, όπως από παιδί αποκαλούσε το Θεό, λύγισε τα γόνατα και ξεψύχησε.
Η «πένθιμη πυρά» άναψε το απόγευμα, στις 31 Ιανουαρίου, μπροστά στα εκατομμύρια πλήθη που τον αποχαιρετούσε με βουβά δάκρυα, ψάλλοντας αποσπάσματα από την Μπαγκαβάντ Γκιτά. Πάνω από τα κεφάλια τους πετούσαν καταδιωκτικά και τετρακίνητα βομβαρδιστικά. Μια ατελείωτη, μεγαλοπρεπή νεκρική πομπή αποχαιρετά την μεγαλύτερη μορφή του 19ου αιώνα.
Ο Αλπέρτ Αϊνστάιν, μεγάλος θαυμαστής του Γκάντι, είδε στη μη βία του Γκάντι, το πιθανό αντίδοτο στη μαζική βία που εξαπολύθηκε με τη διάσπαση του ατόμου.
Ο Αρχισυντάκτης των Απάντων του Γκάντι, «Συνοπτικές Εργασίες» ο κ. Πατέλ λέει: «Είναι άλλο πράγμα ο Γκάντι ως πολιτικό πρόσωπο και άλλο ως άτομο, ως πιστός που ψάχνει για το Θεό. Βρέθηκε στη πολιτική σκηνή κάτω από την πίεση ιστορικών συγκυριών, η φύση του όμως ήταν φύση αγίου ανθρώπου»
Εκατοντάδες οργανώσεις προσπάθησαν να εφαρμόσουν τις ιδέες του, πολλά κινήματα επικαλέστηκαν το όνομα του, όμως δεν βρέθηκαν άτομα να έχουν το ανάστημα του. Οι μόνες εξαιρέσεις, που πλησίασαν τις ιδέες του είναι ο μεταρρυθμιστής μαθητής του, Βινόμπα Μπάβε (Vinobe Bhave) στις Ινδίες και ο υπερασπιστής των πολιτικών δικαιωμάτων των νέγρων, Μάρτιν Λούθερ Κίγκ, στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σήμερα υπάρχουν πάνω από 400 βιογραφίες του. Ωστόσο όπως είπε ο Τζαβαχαρχάλ Νεχρού «Κανένας δεν μπορεί να γράψει για τη ζωή ενός μεγάλου ανθρώπου, τόσο μεγάλου όσο ο Γκάντι, αν δεν είναι ο ίδιος τόσος μεγάλος όσο ο Γκάντι»
Για επίλογο θα χρησιμοποιήσουμε ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη του Γκάντι στον απεσταλμένο της “Neue Freie Pnesseʼʼ στις 4 Ιανουαρίου 1932.
« Οι πολιτικοί πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για νʼ αποφευχθεί η μεγάλη συμφορά ενός νέου πολέμου. Θα ένιωθα ευτυχία να πιστέψω, ότι η σημερινή ειρήνη οφείλεται στις ειρηνιστικές προσπάθειες των ανθρώπων. Είναι όμως ειρήνη που μάλλον την χρωστάμε στις περιστάσεις, στην έλλειψη λ.χ. των απαραίτητων πόρων για τη χρηματοδότηση του πολέμου. Και οι λαοί δεν μπορούν νʼ ασκήσουν κανέναν έλεγχο σʼ αυτές τις συνθήκες. Μόνο ο αφοπλισμός θα μπορούσε να σώσει τον κόσμο από τον μεγάλο κίνδυνο που τον απειλεί».
Μήπως ήρθε η στιγμή να αναλογιστεί η ανθρωπότητα ότι οι ιδέες του Γκάντι είναι απαραίτητες για να βγούμε από τη βαθιά κρίση που μας έχει οδηγήσει η απειλητική έξαρση της τεχνολογίας, και ο τρόμος των πυρηνικών οπλοστασίων;
Ο σημερινός πολιτισμός, μόνο κατʼ όνομα είναι πολιτισμός. Έχει ανυψώσει ως μοναδικό σκοπό της ζωής, την καλοπέραση, το δυνατό αυτοκίνητο, το κομψό κινητό, τα φανταχτερά ρούχα των υψηλών τιμών. Δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για τους θησαυρούς που κρύβει η ανθρώπινη ψυχή. Παραπλανά τους ανθρώπους και τους υποδουλώνει με την συνεχή αναζήτηση του χρήματος, τους κάνει ανίκανους και ανικανοποίητους. Τους στερεί την ήρεμη ζωή και κάθε μέσον δημιουργικής έκφρασης και εντιμότητας.
Βιβλιογραφία:
-Αυτοβιογραφία του Γκάντι - εκδ. Ιάμβλιχος
-Θρησκεία και Αλήθεια - Οικονομία και Ηθική (Συγγ. Γκάντι. Εκδ. Mikromega)
-Εγκυκλοπαίδεια: Πάπυρος Larous Britannica
-Μαχάτμα Γκάντι - του Βεντ Μεχτά εκδ. Κάκτος
-Γκάντι - εκδ. Φυτράκη
-Γκάντι και Μαρξ
Από παλαιότερα άρθρα &
από πολλές ιστοσελίδες του διαδικτύου.
* Η Μακράκη Σοφία είναι δασκάλα της ΙΚΕΜΠΑΝΑ
Αυτό το άρθρο έχει συνέχειες