Της Σοφίας Μακράκη*
(1ο)
Η τιτάνια θέληση του, λύγισε μια αυτοκρατορία, τη Βρετανική. Η δράση και η σκέψη του θα σφραγίσει τρεις από τις σημαντικότερες επαναστάσεις του 20ου αιώνα. Εναντίον της αποικιοκρατίας, των φυλετικών διακρίσεων, και της μη βίας.
Με την ένθεη δύναμη της θέλησης και τη ζεστασιά της καρδιάς του, πάλεψε τα ανθρώπινα πάθη του και βγήκε νικητής από την «αρένα» του Είναι του! Ολόψυχα, χωρίς πισωγυρίσματα, τάχθηκε στον αγώνα του καιρού του. Τη φωτεινή πορεία που χάραξε η νιότη του, την είχε σταθερά μπροστά του και η ιδέα του σκοπού του ήταν το πολικό αστέρι που έλαμπε μεσʼ την οθόνη του νου του. «Το καθήκον μου είναι διάφανο, σαν το φως του ήλιου» γράφει στην Αυτοβιογραφία του.
Από νωρίς κατάλαβε, πως για να υπηρετήσει το διάφανο καθήκον του έπρεπε νʼ αδειάσει την ύπαρξη του από τα πάθη του. Να απαλλάξει το Είναι του, από τις επιθυμίες που φέρνουν ηδονή και πόνο. «Οφείλω να εκμηδενιστώ» έγραφε, «όσο ένας άνθρωπος δεν θεωρεί τον εαυτό του, αυθόρμητα, τον τελευταίο ανάμεσα στον κόσμο, δεν υπάρχει σωτηρία γιʼ αυτόν».
Τα πρώτα χρόνια
Γεννημένος στις 2 Οκτωβρίου του 1869, ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι είναι ο τρίτος γυιός της Πούτλιμπαϊ, τέταρτη γυναίκα του κληρονομικού Πρωθυπουργού, (ενός από τα αναρίθμητα μικρά κρατίδια της Ινδίας) Κάμπα Γκάντι, στη πόλη Πορμπαντάρ. Η οικογένεια του ανήκει στην κάστα των Μπάνια, ήταν δηλαδή έμποροι.
( «Μαχάτμα» που σημαίνει «Μεγάλη Ψυχή» ήταν ο τιμητικός τίτλος, που του απέδωσε ο Ινδικός λαός. Μʼ αυτή τη φράση, τον προσφωνεί, για πρώτη φορά, ο μεγάλος ποιητής της Ινδίας, τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ της λογοτεχνίας, Ρομπιντανάθ Ταγκόρ, στις 18 Φεβρουαρίου του 1915, όταν ο Γκάντι από την Ν. Αφρική, φτάνει στην Βομβάη. Υιοθετήθηκε αμέσως από το λαό και έγινε γνωστός μʼ αυτό τον τίτλο σʼ ολόκληρο τον Πλανήτη).
Σε ηλικία 8 ετών ο πατέρας του θα επιλέξει για γυναίκα του την συνομήλικη του Καστουρπαϊ και οι γάμοι θα γίνουν πέντε χρόνια αργότερα, όταν τα παιδιά θα είναι δεκατριών ετών. Μια περιπέτεια, που όπως ο ίδιος εξομολογείται, του άφησε μια οδυνηρή ανάμνηση.
Στο Λονδίνο
Το 1888, με θαρραλέα απόφαση, αρνούμενος να υπακούσει τον αρχηγό της κάστα του, θα ταξιδέψει στην Αγγλία για να σπουδάσει δικηγόρος. Γοητευμένος από τα ήθη της χώρας που επισκέφτηκε θα προσπαθήσει να γίνει ένας τζέντλεμαν με αγγλική εμφάνιση και τρόπους.
Γρήγορα όμως τα χρήματα του λιγόστεψαν και αναγκάζεται να υιοθετήσει ένα πιο απλό τρόπο ζωής. Ενοικιάζει ένα δωμάτιο σε μια λαϊκή συνοικία και αρχίζει να διαβάζει βιβλία που δίδασκαν την αυτάρκεια στην καθημερινή ζωή. Υιοθετεί την υγιεινή διατροφή και γίνεται μέλος της χορτοφαγικής λέσχης του Λονδίνου. Μελετά πολλές ώρες και καταφέρνει να ζει με ελάχιστα χρήματα. Ζει μια περίοδο με ευεργετικά αποτελέσματα στη ψυχολογία του, γράφει στην Αυτοβιογραφία του.
Στην Αγγλία, θα του συστήσουν το διασημότερο βιβλίο του ινδουϊσμού, την «Μπαγκαβάντ Γκιτά». Το Ουράνιο τραγούδι! Το βιβλίο του φάνηκε ανεκτίμητο! Τον συγκλονίζει! Το διαβάζει σε όλες τις αγγλικές μεταφράσεις. (Αργότερα η «Γκιτά» έγινε ο αχώριστος σύντροφος του, την είχε πάντα μαζί του και την θεωρούσε το υπέρτατο μέσον για να γνωρίσει κανείς την Αλήθεια). Ιδιαίτερα έλκεται από τους παρακάτω στίχους:
«Όταν ένας άνθρωπος διαμένει στα αντικείμενα,*
αναπτύσσει προσκόλληση για τα αντικείμενα.
Από την προσκόλληση προέρχεται η επιθυμία,
και η επιθυμία γεννάει την οργή.
Από την οργή προέρχεται η σύγχυση, η αποτυχία της μνήμης.
Από την αποτυχία της μνήμης προβάλλει η απώλεια της διάκρισης,
και εδώ ο άνθρωπος αποτυχαίνει πάνω στην ατραπό του πνευματικού αγώνα».
«Όσο πιο βαθιά εισχωρείς σʼ αυτό το ποίημα τόσο πιο πλούσιο είναι το μετάλλευμα που βγάζεις» έγραφε. ( «Αυτό το ποίημα απαιτεί το μεγαλύτερο σεβασμό μας» έλεγε και ο Εμμ. Κάντ).
Ένα ακόμα βιβλίο, το «Φως της Ασίας», τον ωθεί να μελετήσει σχετικά με τον ινδουϊσμό. Στην καρδιά της Δύσης γνωρίζει τον πλούτο της δικής του παράδοσης! Με την παρότρυνση φίλου του διαβάζει την Αγία Γραφή. Η Παλαιά Διαθήκη δεν του δημιουργεί κανένα ενδιαφέρον. Γοητεύεται όμως από την Καινή Διαθήκη και ειδικότερα από την, «Επί του Όρους Ομιλία». Έκτοτε οι διδασκαλίες της «Γκιτά», το «Φως της Ασίας» και η «Επί του όρους Ομιλία» θα αποτελέσουν τα θεμέλια της θρησκευτικής του ζωής. Σʼ αυτή τη περίοδο διαβάζει και για τη ζωή του Προφήτη του Ισλάμ. Θαυμάζει τον ηρωισμό του και εντυπωσιάζεται από την τραχιά ζωή του.
Στην Αγγλία ο Γκάντι τηρεί, με αυστηρή πειθαρχία, τις τρεις υποσχέσεις που έδωσε στη μητέρα του, για να του επιτρέψει να ταξιδέψει. Όχι κρέας, όχι κρασί, όχι γυναίκες. Υιοθετεί την λιτότητα, ως τρόπο ζωής και αρκείτε στα απαραίτητα για την καθημερινή του διαβίωση. Οι συνθήκες που επιβάλει στον εαυτό του διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του. Η προσωπικότητα του έχει αποδεχθεί την φιλοσοφία της Ινδικής παράδοσης και θέτει τις εσωτερικές του δυνάμεις στην υπηρεσία ενός σκοπού.
Όταν γυρίζει στην πατρίδα του είναι περισσότερο Ινδός απʼ ότι έφυγε.
Δικηγόρος στην Ινδία
Όταν φτάνει στη Ινδία μαθαίνει από τον αδελφό του Λαξμίδα, που ήρθε να τον παραλάβει, ότι η μητέρα του έχει πεθάνει κι αυτό του προκαλεί οδύνη. Φτάνοντας στη πόλη Ραζκότ, όπου έχει μεταφερθεί η οικογένεια του, διαπιστώνει ότι η κάστα του δεν του συχώρησε την ανυπακοή του, να μη φύγει έξω από την Ινδία. Ο Γκάντι, παρά την θέληση του, και ύστερα από πιέσεις του αδελφού του, υποβάλλεται σε πράξεις καθαρμού, στον ιερό ποταμό, σύμφωνα με τις υποδείξεις του αρχηγού της κάστα τους.
Παρʼ όλα αυτά, παρέμεινε για όλους ο ανυπάκουος και για τους περισσότερους ήταν ανεπιθύμητος στη πόλη. Για να διευκολύνει τους συγγενείς του, παίρνει τη γυναίκα του και το γιό του και πάνε στη Βομβάη.
Ο νεαρός Γκάντι δεν θα καταφέρει να γίνει ένας καλός δικηγόρος. Η υπερβολική συστολή του δεν τον βοηθά στην άσκηση της δικηγορίας. Τα οικονομικά του τον αναγκάζουν να πεζοπορεί καθημερινά. Διανύει μεγάλες αποστάσεις και τρώει ελάχιστα. Αποθαρρυμένος γυρίζει στο Ραζκότ, όπου ο αδελφός του είναι ένας φημισμένος δικηγόρος.
Αυτή την εποχή ο Γκάντι συνδέεται με τον ποιητή και κοσμηματοπώλη Ραϋχανμπάι, ο οποίος συνδύαζε τη φιλοσοφική και θρησκευτική σκέψη με μια επιτυχή εμπορική δραστηριότητα. Ο Μοχάντας Γκάντι γοητεύεται από τη πνευματική του φρόνηση και τον θεωρούσε έναν από τους τρεις συγχρόνους του, που είχαν ασκήσει μεγάλη επίδραση στη σκέψη του. «Μεταξύ μας δεν υπήρχε κανένας οικονομικός δεσμός, μονάχα αυτός με τίμησε με την φιλία του. Εγώ ήμουνα ένα δικηγόρος χωρίς υποθέσεις κι αυτός επεδίωκε να συζητά μαζί μου σπουδαία θρησκευτικά θέματα» θα γράψει αργότερα.
(Οι άλλοι δυο ήταν ο μεγάλος Ρώσος μυθιστοριογράφος Τολστόι (1828-1910) κι ο Άγγλος Τζων Ράσκιν (1819-1900), φανατικός υπέρμαχος για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργατών . Το βιβλίο του Ράσκιν, «Ως το τέλος» θα γεμίσει ενθουσιασμό και θα χαράξει βαθιές πεποιθήσεις στον Γκάντι. Ο Τολστόι, συγκινεί τον Ινδό δικηγόρο όχι σαν μυθιστοριογράφος, αλλά σαν ασκητής και φιλόσοφος. Το έργο του «Το βασίλειο του Θεού βρίσκεται μέσα μας» ασκεί μεγάλη επίδραση στην προσωπικότητα του και του αποκαλύπτει τη πραγματική σημασία της μη-βίας! )
Στο Ραζκότ, θα σημειωθεί ένα επεισόδιο που θα αλλάξει ριζικά την πορεία της ζωής του Γκάντι. Στη προσπάθεια του να βοηθήσει τον αδελφό του, ο οποίος κατηγορείται για κάποιο παράπτωμα, επισκέπτεται τον Άγγλο πολιτικό εκπρόσωπο της περιοχής, και πρόεδρο του τοπικού δικαστηρίου τον οποίο είχε γνωρίσει στο Λονδίνο.
Του ζητά να συνηγορήσει στο θέμα που αφορούσε τον αδελφό του, όμως ο Άγγλος αρνήται τη βοήθεια του. Ο Γκάντι προσπαθεί να τον μεταπείσει. Η επιμονή του Γκάντι, αναγκάζει τον Άγγλο δικαστή να διατάξει τον υπηρέτη του να τον πετάξει έξω από το γραφείο του. Το γεγονός αυτό προδιάγραφε την δικηγορική του σταδιοδρομία στη πόλη και όπως αναφέρεται στην Αυτοβιογραφία του στάθηκε η αιτία να αλλάξει όλη η πορεία της ζωής του.
Σʼ αυτή τη δύσκολη στιγμή, από την εταιρεία «Ντάντα Αβδουλλάχ και Σία» του κάνουν πρόταση να τους εκπροσωπήσει σε μια υπόθεση της εταιρείας τους στην Ν. Αφρική. Ο Γκάντι δέχεται τη πρόταση με ανακούφιση και τον Απρίλιο του 1893, αποχαιρετά την σύζυγο του Καστουρμπάϊ, η οποία είχε γεννήσει και το δεύτερο αγόρι και ταξιδεύει για τη Νότια Αφρική.
Ενάντια στο απαρτχάιντ
Φτάνοντας στη πόλη Νατάλ, θα νοιώσει την ταπείνωση που υφίσταται η ινδική κοινότητα. Από τις πρώτες μέρες θα έρθει σε αντίθεση με τους δικαστικούς κύκλους της Αγγλικής Αυτοκρατορίας . Αρνούμενος να βγάλει το παραδοσιακό σαρίκι των Ινδών στο δικαστήριο, όταν το διέταξε ο Άγγλος δικαστής, εγκαταλείπει την αίθουσα.
Μερικές μέρες αργότερα, ενώ ταξιδεύει με εισιτήριο πρώτης θέσεως, σε αμαξοστοιχία που κατευθύνεται προς την Πρετόρια, ο εισπράκτορας τον πετά έξω από το τραίνο, γιατί δεν προθυμοποιείται να εγκαταλείψει το βαγόνι, που όπως του ανακοινώνεται είναι μόνο για τους λευκούς. Στη συνέχεια, ξυλοκοπείται από τον λευκό οδηγό του λεωφορείου, στο οποίο επιβιβάζεται, αφού και εκεί θα αρνηθεί με πείσμα να παραχωρήσει τη θέση του, σε ένα λευκό επιβάτη ενώ εκείνος θα έπρεπε να κρατηθεί από τη εξωτερική σκάλα του αυτοκινήτου. Κανένα ξενοδοχείο δεν θα δεχτεί να του δώσει δωμάτιο για να περάσει τη νύχτα του. Φιλοξενούμε μόνο Ευρωπαίους, τον ενημερώνουν! Τέτοιους εξευτελισμούς δεχόταν καθημερινά οι Ινδοί από τους Ευρωπαίους, οι οποίοι τους ονόμαζαν «κούλιδες», (αχθοφόρους).
Οι εμπειρίες αυτές θα ξυπνήσουν τον επαναστάτη μέσα του και ο Γκάντι θα αποφασίσει ότι δεν έχει άλλη επιλογή παρά να πολεμήσει την αδικία.
Με συνεχή υπομνήματα στη Κυβέρνηση και στους κρατικούς οργανισμούς, με άρθρα σε εφημερίδες, με ομιλίες, επισημαίνει την απάνθρωπη συμπεριφορά των λευκών και ζητά ισότητα και σεβασμό, των Ινδών. Σε μικρό χρονικό διάστημα θα καταφέρει να γίνει ο εκπρόσωπος 150.000 Ινδών. Στο μεταξύ συνεχίζει με πάθος να μελετά τα ιερά βιβλία των μεγάλων θρησκειών.
Είχε περάσει ένας χρόνος, από τότε που ήρθε, και είναι έτοιμος να επιστρέψει στην Ινδία. Αλλάζει τα σχέδια του όταν διαβάζει στην εφημερίδα ότι η Κυβέρνηση αποφασίζει να καταργήσει το δικαίωμα ψήφου στην Ινδική κοινότητα. Πιέζεται από τους συμπατριώτες του να παραμείνει για να τους εκπροσωπήσει σʼ αυτόν τον αγώνα. Πείθεται, και τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα τον κρατήσουν στην Ν. Αφρική για εικοσιένα χρόνια!
Ολοκληρωτικά αφοσιωμένος πια στην υπεράσπιση των συμπατριωτών του, πάει στην Ινδία το 1896 για να φέρει την γυναίκα του, τα δυο παιδιά του και ένα ορφανό ανιψιό του. Στην πατρίδα του θα εκφωνήσει πολλούς λόγους , θα γράψει άρθρα σε εφημερίδες, και θα κάνει γνωστή την κατάσταση που επικρατεί στη Ν. Αφρική στους πολιτικούς ηγέτες των Ινδιών.
Η δράση του αυτή, ενοχλεί τη λευκή κοινότητα της Ν. Αφρικής. Όταν επιστρέφει, με πλοίο, ένα εξαγριωμένο πλήθος προσπαθεί να τον λιντσάρει. Σώζεται με τη βοήθεια του αρχηγού της αστυνομίας, που του δίνει ρούχα αστυνομικού να φορέσει.
Ο Γκάντι, παρά τις δυσκολίες, συνεχίζει τις προσπάθειες για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των λευκών, ώσπου ξεσπά το 1899 ο πόλεμος των Μπόερς. (Ήταν απόγονοι των Ολλανδών, που πρώτοι αποίκησαν την Νότια Αφρική).
Παρʼ ότι ο Γκάντι συμπαθούσε τους Μπόερς, ένοιωθε ότι είναι σωστό να ενταχθεί στο πλευρό των Άγγλων, ως Βρετανός πολίτης. Θα ηγηθεί μια ομάδας εθελοντών, την οποία ο ίδιος έφτιαξε, με μοναδικό τους μέλημα, την περισυλλογή και την περιποίηση των τραυματιών. Ατρόμητοι και με φιλανθρωπικό αίσθημα οι Ινδοί ανέπτυξαν μια τακτική που εντυπωσίασε ακόμα και τον τακτικό στρατό. Η γενναιότητα που έδειξαν αναγνωρίστηκε από τους Άγγλους.
Ο Γκάντι μετά το τέλος του πολέμου θα εγκατασταθεί στο Γιοχάννεσμουργκ όπου έχει πια μεγάλη φήμη σαν δικηγόρος. Στο γραφείο του εργάζονται και Ευρωπαίοι. Αυτό προκαλεί αίσθηση στη τοπική κοινωνία, με τις έντονες φυλετικές διακρίσεις. Αναγνωρίζεται από τους πολιτικούς εκπροσώπους, τις μητέρας πατρίδας, ως αρχηγός των Ινδών της Ν. Αφρική, και δημιουργεί επαφές μαζί τους, μέσο του Ινδού πολιτικού, δικηγόρου Γκοκχάλε.
Τον Ιούνιο του 1903 ο Γκάντι αρχίζει να εκδίδει την εφημερίδα «Ινδική Γνώμη» που θα γίνει το όργανο για τη διάδοση των ιδεών του και του προγράμματος του. Όταν όμως θα ξεσπάσει η μαύρη πανούκλα στο Γιοχάννεσμπουργκ, ο Γκάντι εγκαταλείπει όλες του τις δραστηριότητες και προσπαθεί να οργανώσει νοσοκομεία και χώρους που θα ανακουφίζονται οι άρρωστοι τις Ινδικής συνοικίας.
Εκείνη την εποχή γοητεύεται από τις ιδέες του Ράσκιν, όπως τις ανέπτυσσε στο βιβλίο του, «Ως το τέλος», και αντιλαμβάνεται την αξία της χειρονακτικής εργασίας. Αποφασίζει να ιδρύσει μια αγροτική αποικία, στην οποία να κατοικούν όλοι οι συνεργάτες του και παράλληλα να στεγαστούν οι τυπογραφικές εγκαταστάσεις της εφημερίδας «Ινδική Γνώμη».
Θα οργανωθεί η φάρμα στο Φοίνικα, έτσι ώστε, όλοι που θα παρέμειναν εκεί, να έπαιρναν τα ίδια χρήματα και να είχε ο καθένας από ένα μικρό κομμάτι γης, για να το καλλιεργεί.
Ο Γκάντι θα αξιώσει τις πιο ταπεινές δουλειές. Είχε αναλάβει αποκλειστικά την καθαριότητα στις τουαλέτες και το σκούπισμα των δρόμων. Εργάζεται εντατικά. Νηστεύει και επεξεργάζεται τις νέες ιδέες του. Αναζητά μια κοινωνία με πραγματική ισότητα και γνήσιες δημοκρατικές διαδικασίες. Η «μίνι δημοκρατία» που εκφράζει η κοινότητα «Φοίνικας»
στηρίζεται στην αρχή: – το ατομικό καλό βρίσκεται μέσα στο κοινό καλό-. Την απαρτίζουν έξη οικογένειες που είναι όλοι στενοί συνεργάτες του.
«Βραχμαχάρυα», Όρκος αγνότητας
Το 1906 θα «ξεσπάσει» η περίφημη εξέγερση των Ζουλού, εναντίων των Άγγλων. Ο Γκάντι προθυμοποιείται αμέσως να ξαναφτιάξει μια ομάδα εθελοντών, ένα νέο υγειονομικό σώμα. Όταν πάει στο πεδίο των μαχών, αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει ξεσπάσει καμιά εξέγερση. Έχουν όμως οι λευκοί εξαπολύσει, τρομερό κυνηγητό, εναντίων των Ζουλού.
Οι φρικαλεότητες που θʼ αντικρύσει θα τον αγγίξουν ως τα μύχια της ψυχής του. Σʼ αυτή, τη συγκλονισμένη από πόνο ψυχή, θα πέσει λίγο αργότερα ο σπόρος της «Σατυαγκράχα», (αναζήτηση της Αλήθειας, αντίσταση χωρίς βία). Αποτροπιασμένος από την αγριότητα που εκδηλώνει ο άνθρωπος, θα θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία για το καλό του συνόλου. Συνειδητοποιεί όμως ότι αν ήθελε να υπηρετήσει με αφοσίωση την ανθρωπότητα, έπρεπε να ενστερνιστεί την ιδέα της «Βραχμαχάρυα» της μεγάλης εγκράτειας, δηλαδή την ερωτική αποχή.
Στην Αυτοβιογραφία του γράφει: « Έβλεπα πως θα μου παρουσιαζόταν πολλές ευκαιρίες, να επιτελέσω το καθήκον μου. Διαπίστωσα όμως, πως δεν θα υπηρετούσα τον σκοπό μου σωστά, αν είχα αφοσιωθεί στην οικογένεια μου, στην γέννηση και την ανατροφή των παιδιών. Μʼ άλλα λόγια δεν μπορούσα να κάνω μια σαρκική και μια πνευματική ζωή.
Ανακοινώνει στους συνεργάτες του τις απόψεις του για την «Βραχμαχάρυα» και μερικοί αποφάσισαν να την υιοθετήσουν, παρότι εξέφρασαν τις μεγάλες δυσκολίες ενός τέτοιου σκοπού. Ο Ίδιος ο Γκάντι αποφασίζει να την τηρήσει σε όλη του τη ζωή. «Πρέπει όμως να ομολογήσω», γράφει στην Αυτοβιογ, «πως δεν είχα συνειδητοποιήσει τότε, το μέγεθος και το μεγαλείο της υποχρέωσης που αναλάμβανα».
Για να μπορέσει να κυριαρχήσει στη φύση του και να αποκτήσει αυτοκυριαρχία, εφαρμόζει μια προσεκτική διατροφή και υιοθετεί τη νηστεία σαν μέσο κάθαρσης με συνέπεια την καλή υγεία. Συνεχώς «πειραματιζόταν» ώστε να μπορέσει να συντηρεί το «ζώο άνθρωπος» ενώ ταυτόχρονα θα εξύψωνε το νου, πάνω από τη κατάσταση του ζώου. Πιστεύει ότι η πραγματική ζωή αρχίζει μόλις το σώμα ικανοποιήσει τις ανάγκες του. «Όμως δεν ζούμε για να καλοπιάνουμε το σώμα», έλεγε, «ούτε του παρέχουμε πολυτελή διαβίωση και τροφή. Η ψυχή έχει ανάγκη από ένα απλό κατάλυμα και ένα ελαφρύ ένδυμα. Όταν το σώμα απορροφά τις περισσότερες προσπάθειες του ανθρώπου, το πνεύμα εξασθενεί και ο άνθρωπος ρέπει προς το ανικανοποίητο».
Η ιδέα της «Βραχμαχάρυα*» είναι για τον Γκάντι κάτι περισσότερο από σεξουαλική αποχή. Προς το «άσραμ» του το 1906 γράφει: «Ας θυμηθούμε την ετυμολογική σημασία της λέξεως «χάρυα», η οποία σημαίνει κανόνας ζωής. Η «Βραχμαχάρυα», δηλώνει τη συμπεριφορά, μέσα στα πλαίσια της αναζητήσεως του Βράχμα, δηλαδή της Αλήθειας. Από την πρώτη αυτή σημασία, εξαρτάται και η άλλη, η πιο περιορισμένη, της κυριαρχίας όλων των αισθήσεων. Πρέπει λοιπόν, να αφήσουμε κατά μέρος τον ατελή ορισμό, που περιορίζεται μόνο στο σεξουαλικό πρόβλημα». (Σύμφωνα με τον ινδουϊσμό ο άνθρωπος διαθέτει μια συγκεκριμένη ποσότητα δύναμης, την οποία αναλώνει είτε σε σεξουαλική δραστηριότητα, είτε σε πνευματική ανύψωση). Οριοθετεί τη στάση του, θέτοντας σαν θεμέλιο λίθο της προσπάθεια του την «Βραχμαχάρυα».
(Αύριο η συνέχεια-2ο)
* Η Μακράκη Σοφία είναι δασκάλα της ΙΚΕΜΠΑΝΑ