Οπως τα προκάτοχά του χρόνια, και το 2006 παραμένει άκρως “βεβαρημένο” με πλήγματα και θυσίες στο χώρο της Τετάρτης Εξουσίας. Αναπόφευκτο από τη φορά στον Τύπο, κακό με τις τραγικές συνέπειές του που πολλές φορές όχι μόνο καταντούν σημαδιακές αλλά και αναμορφώνουν ριζικά το καθιερωμένο τοπίο.

Από ελληνικής πλευράς, σαν καίριο πλήγμα θεωρείται το κλείσιμο της ελληνικής υπηρεσίας του ΒBC της οποίας το πασίγνωστο και ελκυστικό ηχητικό σήμα δέσποζε επί 66 συνεχή χρόνια και το οποίο ακούστηκε για τελευταία φορά το βράδυ της περασμένης Πρωτοχρονιάς. Ηταν το τελευταίο “αντίο” του ελληνόφωνου ΒBC.

Χαριστική βολή η κατάργηση - παρά τις επίμονες και πολύπλευρες αντιδράσεις - μιας ραδιοφωνικής εκπομπής που σκόρπιζε ρίγη συγκίνησης, έδινε θάρρος και ελπίδες σε γηγενείς και αποδήμους στα μαύρα χρόνια της Κατοχής και της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Λίγες μέρες αργότερα ακολούθησε και το άλλο πλήγμα με τον αιφνιδιαστικό θάνατο της πασίγνωστης, παλαίμαχης και αγωνιστικής δημοσιογράφου Γιολάντας Τερέντσιο, μιας από τις καταξιωμένες μορφές της δημοσιογραφίας μας που με το πέρασμά της από όλα σχεδόν τα κατατόπια του Τύπου, μάς άφησε αντεξίτηλα τα ίχνη της. Ανυπολόγιστη η προσφορά της, γνήσιος στρατιώτης στον τομέα της ενημέρωσης και κατατόπισης του κοινού σε επίμαχα και επιτακτικά θέματα.

Θλιβερό, πράγματι, προνόμιο θυσιών για τη χώρα μας οι δύο χρονικά σύντομοι θάνατοι: του ελληνόφωνου ΒBC και της Γιολάντας Τερέντσιο, μιας από τις γλυκότερες φωνές του.

Υπάρχουν αλήθεια κάποιες φωτεινές μορφές που στην πορεία τους αναδεικνύονται σε οάσεις στην απέραντη έρημο, που δίνουν δροσιά και σκια. Σʼ αυτές ανήκει και η Γ. Τεράντσιο της οποίας η αγωνιστική δραστηριότητα ξεκίνησε το 1942 με τη σύλληψή της από τους Γερμανους και την εξορία της στην Αυστρία μέσα σε μια κόλαση βασανιστηρίων και εξευτελισμών.

Τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία της άρχισε το 1948, στον “Ταχυδρόμο της Αλεξάνδρειας”, και συνέχισε 1954-1967 στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη (εναλλάξ “Βήμα”, “Νέα”, “Ταχυδρόμος”).

Είχα προηγηθεί κατά πολύ σαν συντάκτης του “Βήματος” όταν η Τερέντσιο πρωτόρθε συνεσταλμένη και διστακτική. Η ίδια στο βιογραφικό της αποκαλυπτει τη πρώτη επαφή και υποδοχή της στο ΔΟΛ:

“Ο παλιός οικογενειακός φίλος Γιώργος Φτέρης, γνωστός από τις επιφυλλίδες του στο “Βήμα”, με σύστησε στον Δημήτριο Λαμπράκη. Αυτός είπε “να δούμε τί φώτα μας φέρνει απʼ το Παρίσι” και με παρέδωσε στον Χρήστο Λαμπράκη, εικοσιπεντάχρονο τότε, που μόλις αναλάμβανε τη διεύθυνση του “Ταχυδρόμου”. Εχοντας στο μυαλό του το καταναλωτικό κοινό, τις γυναίκες και μια που ήμουνα κι εγώ γυναίκα, μου ανέθεσε μια έρευνα γύρω από τα καλλυντικά και τα ινστιτούτα καλλονής. Δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα, άλλα ήταν τα όνειρά μου, έκανα όμως ό,τι μου ζήτησε και αφού ικανοποιήθηκε από το αποτέλεσμα, ζήτησα να κάνω εκείνο που τράβαγε εμένα: κοινωνικές έρευνες, αρχίζοντας από κείνο που μʼ έκαιγε - τις φυλακές.

Ηταν το πρώτο ρεπορτάζ στις γυναικείες φυλακές μετά τον Εμφύλιο - αρχές 1955”.

Τα θέματα που της ανέθεταν για ανάπτυξη και δημοσιοποίηση είχαν τις περισσότερες φορές ανάγκη ενημέρωσης από ξένες πηγές γιʼ αυτό και ερχόταν συχνά στο δικό μου “εξωτερικό και μεταφραστικό τμήμα” προς... διαφώτιση.

Ετσι αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια συνεργασία που κράτησε μέχρι τέλους και συνεπώς είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από “πρώτο χέρι” τη “σούπεργούμαν” και “πρύτανη” της δημοσιογραφίας μας, όπως την αποκαλούσαν δίκαια.

Μόρφωση, ταλέντο, γλωσσομάθεια, κοσμογυρισμένη, και προπαντός, μεράκι για σωστή δουλειά χαρακτήριζαν τη γήινη πορεία των 84 ετών της. Και στον εκδοτικό τομέα ακόμη η παρουσία της υπήρξε αισθητή με δύο εντυπωσιακά βιβλία της που παραμενουν σήμερα “κτήμα ες αεί” όλων μας. Το 1981, κυκλοφόρησε το “413 Μέρες”, μια ρεαλιστική αφήγηση των ημερών που έζησε στη Βιέννη μετά την σύλληψή της από τα Ες - Ες με τη φρίκη και τη θηριωδία των Ναζί. Το 1993, ακολούθησε το “Ο κόσμος χθες, σήμερα, αύριο - πνευματικοί άνθρωποι”, μια σειρά επιλεγμένων συνεντεύξεών της με ανθρώπους του πνεύματος και της Τέχνης μεταξύ των οποίων ήταν οι Ν. Καζαντζάκης, Η. Βενέζης, Αγγ. Τερζάκης, Στρ. Μυριβήλης κ.α.

Αποκαλυπτική και μοναδική θεωρείται η συνέντευξή της με τον Ν. Καζαντζάκη στην οποία ο συγγραφέας του “Αλέξη Ζορμπά” εκδηλώνει απερίφραστα την επιθυμία του να μην πεθάνει ποτέ αλλά να παραμείνει για πάντα αθάνατος και την έντιμη παραδοχή του ότι υπάρχουν πνευματικοί άνθρωποι καλύτεροί του και δίκαια έγιναν δεκτοί στην Ακαδημία Αθηνών ενώ ο ίδιος δεν αξιώθηκε την τιμή αυτή και έμεινε ουσιαστικά έξω από το ίδρυμα αυτό!

Από τη συχνότητα του ΒBC έδινε την δική της μάχη κατά των συνταγματαρχών και η φωνή της ήταν ένα μήνυμα αισιοδοξίας και θάρρους προς τους απανταχού ακροατές της αλλά και μια αυθεντική ενημέρωση του ελληνικού λαού και της διεθνούς κοινής γνώμης. Για τη δραματική αυτή περίοδο της σταδιοδρομίας της, είπε η Γιολάντα σε μια συνέντευξή της: “Το πλέον περίεργο είναι ότι πήγα εκεί για ένα μόνο μήνα όμως οι μπισμπισίδες με κράτησαν μόνιμα 13 χρόνια γιατί τους άρεσαν αυτά που έλεγα. Ξέρετε εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να λέω ό,τι βλέπω, είμαι γεννημένη δημοσιογράφος”.

Συνέχισε μετά επί 17 περίπου χρόνια στην ΕΡΤ με την πασίγνωστη και δημοφιλή εκπομπή της “Ο κόσμος χθες - σήμερα - αύριο”, την οποία όλως ξαφνικά διέκοψε η διεύθυνση και σε ένδειξη διαμαρτυρίας η Γιολάντα διέκοψε την συνεργασία με το ίδρυμα. “Με εκτόπισαν -έλεγε - σαν ξένο σώμα στον ιστό, μιας νοσούσας δομής”. Σʼ ένα γράμμα της που μου έστειλε, δικαιολογούσε την αυθαιρεσία και ανοργανωσιά που επικρατούσε στην ΕΡΤ και της οποίας αναπόφευκτα, θύματα ήταν επαγγελματίες δημοσιογράφοι. “Στην ΕΡΤ αλλάσουν συχνά οι διευθυντές και κάθε τόσο μας ζητούν το βιογραφικό μας. Αυτοί όμως δεν φιλοτιμήθηκαν ποτέ να μας δώσουν το δικό τους.

Αρχοντας της πένας, κυνηγός της αλήθειας και εξονυχιστική διερεύνηση της σχετικής είδησης πριν την κοινοποιήσει. Το ονομά της έχει ταυτιστεί με την πρόοδο και εξέλιξη στον Τύπο, και κράτησε ψηλά τη σημαία του δημοσιογράφου. Πολλές χάρητες οφείλει η δημοσιογραφία στην παλαίμαχο αυτή επαγγελματία που επί μια μεγάλη περίοδο του αιώνα μας δέσποζε και κατηύγαζε στο χώρο των MEDIA.

Είχε την ικανότητα νʼ αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες του επαγγέλματος με στωικότητα, υπομονή, καρτερικότητα αλλά και πείσμα. Πολύ σωστά την παρομοίωσαν με “κρητικό αίγαγρο” που αντιστέκεται πνευματικά σε όλες τις αναποδιές, σφοδρούς ανέμους, κακοκαιρία, κακοτράχαλα και απόκρημνα μέρη του Ψηλορείτη και άλλων πανύψηλων βουνών της Κρήτης...

Με δημόσια αναγνώριση του έργου και προσφορά της σύγχρονης αυτής “Μπουμπουλίνας του πνεύματος”, ισοδυναμούν οι διάφορες επιβραβεύσεις της με κυριότερες την ανακήρυξή της σαν αντεπιστέλλοντος μέλους της ΕΣΗΕΑ και την απονομή του βραβείου “Εθνικής Αντίστασης” από το “Ίδρυμα Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Βασιλείου Μπότση”.

Η αείμνηστη είχε καταστεί σύμβολο του πνευματικού κόσμου της εποχής της. Ηταν μια από τις γυναίκες - φαινόμενο που όπως πολλές άλλες του “ασθενούς φύλου” έσπασαν το ανδρικό “ταμπού”, παραβιάζοντας το ανδρικό κάστρο και σήμερα υποβαστάζουν ισότιμα ο καθένας το μισό του ουρανού.

Η όλη δράση της ήταν και μια επιβεβαίωση της δημόσιας διακήρυξης της κα Μαίρης Τζανάκη προέδρου του Σωματείου “Απανταχού Γυναικών της Κρήτης” “Το μυαλό και η ικανότητα δεν έχουν φύλο”!.

Ενας χρόνος συμπληρώθηκε από την ημέρα που την συνοδεύσαμε στην τελευταία κατοικία της στο Αʼ Νεκροταφείο Αθηνών. Εκλεισε ήδη μια ωραία σελίδα του σύγχρονου Τύπου μας και οι μνήμες όσων είχαμε την τύχη να την ζήσουμε από κοντά, σε χαλεπούς μάλιστα για το επάγγελμα καιρούς, αναζωπυρώνεται τώρα. Με συγκίνηση αναπολούμε τις μέρες εκείνες της συμπόρευσης και συνεργασίας μας μαζί της.