Σήμερα συμπληρώνονται 128 χρόνια από τότε που η Αγγλία…ενοικίασε την Κύπρο από τους Τούρκους.

Μια μυστική συμφωνία μεταξύ του βρετανικού στέμματος και της Υψηλής Πύλης παρέδωσε ουσιαστικά το νησί στην Αγγλοκρατία.

Μετά το ρωσσοτουρκικό και τις νίκες που είχε επιτύχει η Ρωσία εναντίον των Τούρκων, συνάφθηκε η γνωστή Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου της 3 Μαρτίου 1878, η οποία υποστήριζε τόσο πολύ τα συμφέροντα της Ρωσίας και της θεωρούμενης έκτοτε ως κυριότερης της δορυφόρου Βουλγαρίας στη Βαλκανική Χερσόνησο, έτσι ώστε διαμαρτυρήθηκε η Μεγάλη Βρετανία και αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη συνθήκη αυτή.

Τότε συνήλθε το Συνέδριο του Βερολίνου το οποίο αναθεώρησε ριζικά την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και κατέληξε στην υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου της 13 Ιουλίου 1878.

Οι ισχυρισμοί των Αγγλων κατά της συμφωνίας του Αγίου Στεφάνου έγιναν μόνο και μόνο μετά από προηγούμενη μυστική συνεργασία Αγγλίας και Τουρκίας με αντάλλαγμα την Κύπρο.

Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης αυτής του Βερολίνου οι σύνεδροι κατεπλάγησαν κυριολεκτικά όταν γνωστοποιήθηκε ότι η Μεγάλη Βρετανία είχε υπογράψει με την Υψηλή Πύλη την συνθήκη αμυντικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών, δηλαδή της Αγγλίας και της Τουρκίας δια της οποίας η Αγγλία επέτυχε από τον σουλτάνο την εκχώρηση της Κύπρου, όπως αυτή κατέχεται και διοικείται υπό της Αγγλίας.

Η Αγγλία ήτανε υποχρεωμένη να πληρώνει ετησίως στην Υψηλή Πύλη 87686 αγγλικές λίρες ως τίμημα για την κατοχή της Κύπρου.

Τις διαπραγματεύσεις για την σύναψη αυτής της εκπληκτικής συνθήκης διεξήγαγε κυρίως, κατ΄ εντολή του υπουργού εξωτερικών λόρδου Σώλσμπερυ, ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη Ωστεν Λαίϋαρντ με τον υπουργό των εξωτερικών Αβδούλ Χαμίτ του Δευτέρου Σαφβέτ πασά. Επιστολή του Αγγλου υπουργού των εξωτερικών προς τον πρεσβευτή της Κωνσταντινούπολης χρονολογουμένη από τις 30 Μαϊου τους έτους εκείνου, τόνιζε ότι η Αγγλία δια να δυνηθεί να εκπληρώσει τις αναλαμβανόμενες υποχρεώσεις προς προστασία της Υψηλής Πύλης από του κινδύνου ρωσικών επιθέσεων, έπρεπε να κατέχει μια στρατιωτική θέση ευρισκόμενη πλησίον της Μικράς Ασίας και της Συρίας.

Κατά την συνθήκη αυτή η Αγγλία θα κρατούσε την Κύπρο, διατηρούσα πάντοτε την εξάρτησή της, ψιλώ ονόματι, από τον σουλτάνον, εφ όσον καιρό η Ρωσία θα κρατούσε το Βατούμ και τις περιοχές του Καρς και του Αρδαχάν. Αν όμως η Ρωσία παρέδιδε τις περιοχές αυτές στην Τουρκία, θα έπρεπε τότε και η Αγγλία να παραδώσει σε αυτήν την Κύπρο.

Ασφαλώς όταν η συνθήκη αυτή γνωστοποιήθηκε, κατέπληξε τους ευρωπαϊκούς διπλωματικούς κύκλους, προκάλεσε και σε αυτήν την Μεγάλη Βρετανία ζωηρές συζητήσεις και επικρίσεις, οι οποίες και διάρκεσαν για αρκετά χρόνια.

«Ενώ ο λόρδος Βήκονσφηλντ υπερηφανεύετο για την εξασφάλιση μιας τέτοιας νέας αποικίας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και χαρακτήριζε τη συνθήκη αυτή, ομιλών την 18. Ιουλίου 1878 στη Βουλή των Λόρδων, έργο ειρήνης και πολιτισμού, πλείστοι όσοι Αγγλοι, μεταξύ των οποίων κυρίως ο αντίπαλος του Ντισραέλι μέγας Αγγλος φιλελεύθερος πολιτικός Γλάδστων, κατέκριναν απροκάλυπτα τη συνθήκη αυτή σε πολλές συζητήσεις, που έλαβαν χώρα στο αγγλικό Κοινοβούλιο, είτε εκτός αυτού, τόσο λόγω των απαράδεκτων περιστάσεων που πραγματοποιήθηκε αυτή η συνθήκη, όσο και λόγω της ελάχιστης συμβολής την οποίαν προσφέρει δια την ασφάλεια της Βρετανική Αυτοκρατορίας.

Ο Γλάδστων είπε επί λέξει ότι ο τρόπος με τον οποίο καταλήφθηκε είναι επαίσχυντος και αυτός δε ο τότε πρίγκιπας της Ουαλίας, μετέπειτα βασιλιάς της Αγγλίας Εδουάρδος Ζ΄, είχε κατακρίνει την κατάληψη της Κύπρου. Είχε επικρατήσει η ελπίδα, ότι όταν διαδεχθεί την κυβέρνηση Βήκονφηλντ (Ντισραέλι) φιλελεύθερη κυβέρνηση, της οποίας οι υπουργοί αναγνώριζαν την ελάχιστη αξία της νήσου για την Βρετανική Αυτοκρατορία, θα παραιτούνταν η Αγγλία από το δικαίωμα που αναγνωρίστηκε κάτω από τόσες περιέργους συνθήκες. Και όμως ο ίδιος υπουργός των Οικονομικών της κυβέρνησης εκείνης Χάρκουρ δήλωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι είναι ευκολότερο να εισέλθει κανείς σε μια χώρα παρά να εξέλθει αυτής!!

Μετά από αυτό δεν φαίνεται ότι αυτή η αρχή επεκράτησε σε πλείστες και μετέπειτα διαδοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες συχνά, παρά τις πεποιθήσεις τους, διατήρησαν την βρετανική κυριαρχία πάνω στην Κύπρο».