Ο Δημήτρης Γληνός γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 22 Αυγούστου του 1882 (παλαιό ημερολόγιο). Ήταν ο πρωτότοκος από τα δώδεκα παιδιά της οικογένειάς του. Ο πατέρας του ήταν έμπορος κρασιών και καταγόταν από την Aνδρο. Εκτός από το εμπόριο κρασιών, ο πατέρας του διατηρούσε και μια μικρή ταβέρνα, στην οποία ο Δημήτρης εργαζόταν προκειμένου να βοηθήσει την οικογένεια του. Οι οικονομικοί πόροι της οικογένειας του ήταν περιορισμένοι. Όμως, ο Γληνός είχε την τύχη να τον συμπαθήσει ο γιατρός Δημήτριος Χρόνης και να τον βοηθήσει οικονομικά ώστε να εγγραφεί στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης. Το 1899, αριστούχος της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης ήρθε στην Αθήνα «κουβαλώντας» τη «Μεγάλη Ιδέα», την καθαρεύουσα και τον ιδεαλισμό για να σπουδάσει Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής είχε κυριαρχηθεί από την ήττα του 1897. Στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών κυριαρχούσαν οι οπαδοί της αρχαΐζουσας (Μιστριώτης, Κόντος). Ο Γληνός νοίκιασε ένα σπίτι στην οδό Μασσαλίας 18 και έπιασε φιλία με τον Κ. Γούναρη, δημοτικιστή και ποιητή, τεταρτοετή φοιτητή της Φιλολογίας που σκοτώθηκε στους Βαλκανικούς πολέμους. Η επίδραση του Μιστριώτη επηρέασε αρχικά το Γληνό. Συμμετείχε στα «Ευαγγελικά» το 1901 εναντίον των δημοτικιστών. Αργότερα ο ίδιος θα γράψει: «όλη μου η ζωή είναι μια πορεία προς τα αριστερά. Από το Μιστριώτη στο Λένιν». Την ίδια περίοδο γράφει το πρώτο του άρθρο για τις ξένες λέξεις στην ελληνική γλώσσα στο περιοδικό του Γεράσιμου Βώκου «Το Περιοδικό μας». Αργότερα, στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύει μια επιστολή με τίτλο «Ένας εθνικός».

Στο Πανεπιστήμιο γνωρίζει τους Αλέξανδρο Δελμούζο, Μανώλη Τριανταφυλλίδη και Π. Ταγκόπουλο και γίνεται δημοτικιστής.