Τον συνάντησα μια από τις τελευταίες βραδιές του ανυπόφορου καύσωνα στο καφενείο και η αλήθεια είναι ότι δεν μπόρεσα να αντισταθώ στην ευγενική του πρόσκληση για μια κουβέντα, που πηγαινοερχόταν από το τότε, στο σήμερα και με τα πρόσωπα που εναλλάσσονταν στην εξουσία να περνούν καρέ καρέ από μπροστά μας.
Να ξεκαθαρίσω ότι ο Μιχαλάκης ουδέποτε υπήρξε δογματικός ή κομματικός. Τους άκουγε όλους, προσπαθούσε να τους δικαιολογήσει, μα στο τέλος έβγαζε τα δικά του συμπεράσματα και διαμόρφωνε τη δική του άποψη.
«Δεν υπάρχουν πια ευπατρίδηδες» μου είπε και πρόσθεσε: «Λυπάμαι που το λέω, αλλά οι συμπεριφορές και οι πράξεις τους δεν μου αφήνουν περιθώρια για άλλο χαρακτηρισμό από… δωσίλογους».
Ο Μιχαλάκης φέρει βαρέως δύο πράγματα: Τη μεγάλη αδράνεια του κόσμου που αρνείται να ξεσηκωθεί για τα δεινά που υποφέρει και το γεγονός ότι δεν μπορεί να μοιραστεί αυτά που πιστεύει με πολλούς ανθρώπους, επειδή δεν θέλει να τους κακοκαρδίσει.
Τέτοιος είναι ο Μιχαλάκης…
Είδε το τυρί, αλλά είδε και τη φάκα. Όπως τότε που πριν μερικές δεκαετίες αρνήθηκε να συνεχίσει να παίρνει το επίδομα ως κάτοικος μειονεκτικής περιοχής, την ώρα που αυτή… ανθούσε! Και όταν του πρότειναν, όντας ο ίδιος συνταξιούχος, να μεταβιβάσει το δικαίωμα στη σύζυγό του, αρνήθηκε κατηγορηματικά. «Πρόκειται για λεφτά που δεν μας ανήκουν και δεν τα θέλουμε» απάντησε στις παροτρύνσεις της υπαλλήλου. Ο ίδιος στα 90 του παραδέχεται ότι πέρασαν και (λίγα) λεφτά από τα χέρια του που δεν τα δούλεψε. Αλλά η πλειοψηφία ακόμα και σήμερα διατείνεται ότι της χρωστούν και από πάνω! Γιʼ αυτό και οι Μιχαλάκηδες σπανίζουν.