Των Κατερίνας Στρουμπάκη - Γεωργίας Γαλανάκη-Βασιλάκη

Ζουν με το χαρτζιλίκι των γονιών και των παππούδων τους όσο η επαγγελματική αποκατάσταση μοιάζει με μακρινό όνειρο

Στο σπίτι των γονιών τους, χωρίς δική τους δουλειά, αλλά και χωρίς προοπτική για το μέλλον ζουν την κρίση οι νέοι στο Ηράκλειο.

Οι δουλειές που υπάρχουν είναι πάντα περιστασιακές, με λίγα χρήματα και εντελώς διαφοροποιημένες από το αντικείμενο που έχουν σπουδάσει.

Οι νέοι αναγκάζονται να παίρνουν χαρτζιλίκι από τις οικογένειες τους, το οποίο όμως σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνάει τα 20 ευρώ την εβδομάδα.

Εκτός από τις δουλειές του «ποδαριού», όπως αναφέρουν τα νέα παιδιά, αναγκάζονται να εργαστούν στις οικογενειακές επιχειρήσεις, εφόσον οι γονείς τους έχουν τέτοιες, για να δικαιολογούν κάποια από τα έξοδά τους.

Από την άλλη πλευρά και οι γονείς αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στη στήριξη των παιδιών τους και βρίσκονται σε διαρκή «αγώνα» για να τους παρέχουν τα αναγκαία.

«Όταν τα χρήματα που βγάζεις είναι λιγότερα από τα χρήματα που ξοδεύεις, βλέπεις τις δυσκολίες στην καθημερινότητά σου. Δεν μπορείς να καλύψεις τις ανάγκες σου και ζεις ουσιαστικά για να δουλεύεις και αυτό αν έχεις δουλειά» αναφέρει η Χριστίνα Νικολουδάκη που προσθέτει:

«Είναι δύσκολη η κρίση και για εμάς τους νέους, όμως μαθαίνουμε να εκτιμάμε τα λίγα και να μην είμαστε πλεονέκτες». Συνεχίζοντας εξηγεί πως το χαρτζιλίκι που παίρνει είναι 20 ευρώ την εβδομάδα και πως ενώ είναι αναγκαία η δουλειά, εκείνη δεν εργάζεται κάπου. «Δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας και στις περισσότερες περιπτώσεις αναγκάζεσαι να εργαστείς σε δουλειές εκτός του επαγγέλματος που έχεις σπουδάσει».

Αλλαγή συμπεριφορών

Το πρόβλημα της προσαρμοστικότητας εντοπίζει στα νέα παιδιά η Ειρήνη Μπλεδάκη και υποστηρίζει πως η συμπεριφορά τους αλλάζει ,γίνεται πιο βίαιη, πιο νευρική, λόγω της καταπίεσης που δέχονται. Στη συνέχεια τονίζει πως “οι νέοι περιορίζονται πάρα πολύ. Δεν μπορούν να κάνουν πράγματα μόνοι τους, χάνουν και την ανεξαρτησία τους γιατί αναγκαστικά πρέπει να μένουν με τους γονείς τους. Η προσωπική τους ζωή πηγαίνει πίσω γιατί δεν έχουν χρόνο και έτσι απομονώνονται”.

Την απογοήτευσή της εκφράζει η Φωτεινή Βιδάκη για το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται οι συνομήλικοί της και αναγκάζονται να φύγουν από την χώρα. Η ίδια αναγκάστηκε το χειμώνα να ζητήσει τη βοήθεια του πατέρα της, αφού δεν εργαζόταν κάπου.

«Τώρα το καλοκαίρι επειδή τα πράγματα είναι δύσκολα και είμαστε 3 αδέρφια έπιασα δουλειά για να βγάζω τα δικά μου έξοδα», υποστηρίζει.

«Υπάρχουν θέσεις εργασίας αλλά είναι πάρα πολλοί αυτοί που ζητάνε δουλειά» αναφέρει από την πλευρά της η Κατερίνα Βαρδαλαχάκη για να προσθέσει: «Οι περισσότεροι μένουν με τους γονείς τους για οικονομικούς λόγους. Οι νέοι δεν μπορούν να ανεξαρτητοποιηθούν και όλα αυτά είναι μια αλυσίδα. Οι γονείς δεν μπορούν να βοηθάνε για πάντα τα παιδιά τους. Κάτι πρέπει να γίνει».

Τα χρήματα που παίρνει είναι πολύ λίγα σε σχέση με τη δουλειά που κάνει εξηγεί η Μαρία Λεμονιά, ενώ συνεχίζει λέγοντας πως η ίδια δεν βρίσκει δουλειά πάνω στο αντικείμενο που σπούδασε. “Οι νέοι δεν ξέρουν αν θα βρουν δουλειά” και αυτοί που έχουν δεν ξέρουν για πόσο θα κρατήσει”. Με μεγάλη απαισιοδοξία η Λεμονιά αναφέρει: “Δεν ξέρω αν θα καταφέρνουν ποτέ οι νέοι να είναι ανεξάρτητοι όπως οι γονείς τους. Κάνουν δουλειές του ποδαριού μόνο και μόνο για να μπορέσουν να περάσουν το μήνα. Οι δουλειές τους είναι περιστασιακές».

Άνεργοι πτυχιούχοι

Η 21χρονη Ιωάννα Βελόγλου που μόλις τελείωσε τις σπουδές της ως νηπιαγωγός λέει πως η φιλία και οι σχέσεις είναι έννοιες σημαντικές αλλά το να βρει μία δουλειά είναι ο κύριος στόχος της. «Tώρα που παίρνω το πτυχίο μου σιγά -σιγά και μπαίνω στον επαγγελματικό χώρο, παρατηρώ ότι δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας, οπότε αυτό είναι κάτι που με απασχολεί”, αναφέρει.

Προσθέτει, ακόμα, ότι “και οι σχέσεις παίζουν σημαντικό ρόλο, φιλία, πιο προσωπικές σχέσεις αλλά κυρίως τώρα με απασχολεί το επαγγελματικό κομμάτι». Το να βρει όμως μια δουλειά, παρόλο που είναι κάτι απλό, δεν είναι εύκολο, καθώς υπάρχουν λίγες θέσεις εργασίας για τον κλάδο της. «Έχω ψάξει για δουλειά και δυστυχώς απογοητεύομαι. Συνεχίζω να το ψάχνω, δεν τα παρατάω. Στις μέρες μας είναι δύσκολο να βρεις στον κλάδο μου δουλειά γιατί οι θέσεις είναι ελάχιστες και για να μπεις στο χώρο θέλει μέσο ή να ανοίξεις κάτι δικό σου», λέει.

Η οικονομική κατάσταση και η πορεία του κόσμου είναι τα κύρια θέματα που απασχολούν τον Μανώλη Δραμουντάνη, 29 χρονών, ο οποίος με ανησυχία παρακολουθεί την σταθερή άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη.  Όπως λέει, «αυτό που με απασχολεί αυτή τη στιγμή είναι η οικονομική κατάσταση και η κατάσταση στον κόσμο, γιατί βλέπω και γίνεται χαμός τώρα τελευταία. Πριν περίπου ένα μήνα σκοτώθηκαν τρεις αστυνομικοί στην Αμερική, ενώ ακολούθησε το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία. Είναι μια πολύ μαύρη κατάσταση. Στην Ευρώπη αρχίζει να ανεβαίνει η Ακροδεξιά πάρα πολύ, σε όλες τις χώρες, Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία, εδώ στην Ελλάδα, Πολωνία, παντού». 

Είναι απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που τώρα δουλεύει στην οικογενειακή επιχείρηση, όπου βιώνει τις επιπτώσεις της κρίσης καθημερινά. «Τα έχουν κάνει χάλια οικονομικά, χρωστάνε όλοι σε όλους, χωρίς να ξέρει ποιος χρωστάει σε ποιον. Έχουμε ένα τεράστιο χρέος στον κανένα. Η κρίση είναι παγκόσμια. Τώρα στη Ελλάδα μάς έχουν καταστρέψει εντελώς, έχουν πουλήσει τα πάντα”. Όχι μόνο ο Τσίπρας, ο οποίος πούλησε ό,τι είχε απομείνει, αλλά και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, για να είμαστε δίκαιοι. Από εκεί ξεκίνησαν όλα, αλλά ήρθε και αυτός και τα έκανε ακόμα πιο χάλια. Πούλησε τα πάντα για ένα κομμάτι ψωμί και απʼ ό,τι βλέπω, όλο και χειροτερεύει η κατάσταση. Στην αγορά δεν έχει κόσμο.Οι άνθρωποι δεν έχουν να ψωνίσουν”.



Ο δρόμος της φυγής 



Το θέμα που απασχολεί τον Βαγγέλη Μαράκη, ο οποίος εδώ και λίγο καιρό έχει μετακομίσει στην Ολλανδία για να κάνει το διδακτορικό του, είναι η επαγγελματική του αποκατάσταση. Καθώς η Ελλάδα του προσφέρει πολύ λίγες επαγγελματικές επιλογές και ακόμα λιγότερες προοπτικές, το να μείνει μόνιμα στην Ολλανδία είναι κάτι που του έχει περάσει από το μυαλό. Ο ίδιος δηλώνει: «Ας πούμε και καθηγητής σε σχολείο να θέλω να γίνω, δεν είναι δυνατόν όπως έχουν τα πράγματα, ούτε θα υπάρχουν και οι ανάλογες αποδοχές για να ζήσεις αξιοπρεπώς. Δεν θα βρω δουλειά στον τομέα μου και αν βρω δεν θα είναι αρκετό για να ζήσω όμορφα. Δεν θα βρεις καλή εργασία και το πιθανότερο είναι ότι και ως καθηγητής θα βγάζεις μαύρο χρήμα. Βιομηχανία να σε απορροφήσει, δεν υπάρχει, το ΙΤΕ (σ.σ. όπου έχει κάνει την πρακτική του) έχει προβλήματα χρηματοδότησης, το ελληνικό κράτος με τις έκτακτες εισφορές τραβάει τα χρήματα του ΙΤΕ που είναι ένα πολύ αξιόλογο ίδρυμα. Πώς να επιβιώσεις χωρίς να χρηματοδοτείσαι;» Παρόλο που έχει τριτοβάθμια εκπαίδευση και είναι κάτοχος Master και Bachelor δεν μπορεί να βρει δουλειά στη χώρα του και περιγράφει τις παραπάνω προοπτικές και επιλογές που έχει ένας νέος στην Ολλανδία. 

«Μετά το διδακτορικό όταν τελειώνεις, βλέπεις τι συμβαίνει εκεί, τι μπορείς να βρεις ως δουλειά. Υπάρχει βιομηχανία με πολύ υψηλή απορρόφηση, ειδικά για εξειδικευμένη επιστημονική κατάρτιση, δηλαδή διδακτορικό, Master, τις περισσότερες φορές. Δεν είναι μονόδρομος το να γίνεις καθηγητής, μπορείς να εργαστείς σε εργαστήριο, σε εργοστάσια, που εδώ δεν γίνεται», αναφέρει.

 Από πόλη σε πόλη

Η επαγγελματική αποκατάσταση είναι αυτή που απασχολεί και τον Ανδρέα Κωνσταντινίδη, 28χρονο εκπαιδευτικό από την Θεσσαλονίκη ο οποίος εδώ και τέσσερα χρόνια εργάζεται ως αναπληρωτής. Λόγω της δουλειάς του έχει πάει σε τρεις διαφορετικές πόλεις στην Ελλάδα και ζει μέσα στην αβεβαιότητα για το πού θα βρίσκεται αύριο. 

«Κάθε χρόνο δουλεύω και αλλού, έχω δουλέψει ένα χρόνο στα Μέγαρα στη Δυτική Αττική, ένα στην Πάτρα και δύο στο Ηράκλειο. Με απασχολεί η ανεργία. Αυτή τη στιγμή είμαι άνεργος γιατί τελείωσε η σύμβαση μου που ήταν μέχρι τον Ιούνιο και πήγα στον ΟΑΕΔ και έβγαλα κάρτα ανεργίας”, αναφέρει.

Όπως λέει , “το υπουργείο Παιδείας κάθε χρόνο αλλάζει και το νομικό πλαίσιο με βάση το οποίο μας παίρνουν και τον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι προσλήψεις των εκπαιδευτικών, άρα κάθε χρόνο ζεις με την αγωνία. Είμαστε όμηροι του Υπουργείου Παιδείας”. Πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη και αναγκαζόμενος κάθε φορά να αφήνει πίσω του τους φίλους και τους δεσμούς που έχει δημιουργήσει αποζητά τη σταθερότητα. “Είναι πολύ δύσκολη όλη αυτή η κατάσταση που βιώνουμε ως κλάδος, καθώς κυριαρχεί η αβεβαιότητα. Υπάρχουν εκπαιδευτικοί στον κλάδο μας που είναι επτά, οχτώ, εννιά χρόνια αναπληρωτές και ειδικότητες που οι άνθρωποι είναι πάνω από δεκαετία αναπληρωτές. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν περάσει τα 30, 35 και έχουν φτάσει τα 40 και δουλεύουν κάθε χρόνο ως αναπληρωτές και γυρίζουν όλη την Ελλάδα. Δεν έχουμε έναν σταθερό τόπο να μείνουμε, να μπορούμε να κάνουμε το πλάνο μας, να φτιάξουμε τη ζωή μας. Δεν μπορεί ο σημερινός εκπαιδευτικός να έχει μία σταθερή επαγγελματική και οικογενειακή βάση.

 Ο Μιχάλης Τσαντάκης, 26 χρονών, στέλεχος υπηρεσιών ασφαλείας, λέει ότι πρέπει να υπάρχει ισορροπία, γιʼαυτό κυρίαρχο ρόλο στις ανησυχίες του παίζουν και η φιλία και οι σχέσεις αλλά και τα επαγγελματικά. «Με απασχολούν όλα από λίγο, όλα στο δικό τους ποσοστό αλλά περισσότερο πώς θα αντεπεξέλθουμε οικονομικά.

Εάν στην δουλειά σου, εάν στον εργασιακό σου περιβάλλον δεν είσαι ήρεμος, αυτό θα έχει αντίκτυπο και σε άλλες πτυχές της ζωής σου, και στη φιλία σου και στη σχέση σου δυστυχώς, αλλά προσπαθούμε να το περιορίσουμε.» Όπως λέει , παρόλο που η κρίση έχει πλήξει βαριά άλλους κλάδους, ο δικός του είναι από τους λίγους με αυξημένη ζήτηση λόγω αυτής. «Στον  κλάδο μου δεν υπάρχει τόσο μεγάλο πρόβλημα όσο σε άλλους κλάδους.

Έτσι όπως είναι τα πράγματα, η οικονομική κρίση σπρώχνει δυστυχώς τους ανθρώπους  στην εγκληματικότητα. Αρα πιστεύω ότι δεν έχει πληγεί τόσο πολύ το επάγγελμα το συγκεκριμένο» καταλήγει.