Σύμφωνα με το Δικαστικό Συμβούλιο, οι κατηγορούμενοι προχώρησαν στην κατάληψη παρά την αντίθεση της Εισαγγελίας και του Πρωτοδικείου Ηρακλείου.

Ειδικότερα, όπως αναφέρεται, η κατάληψη είχε ουσιαστικώς σταματήσει τη λειτουργία των δικαστικών υπηρεσιών του Πρωτοδικείου, δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε δικαστές, εκτός μερικών εξαιρέσεων, οι υποθέσεις που βρίσκονταν στο στάδιο της κύριας ανάκρισης αναγκαστικώς παρέμεναν στάσιμες, αφού δεν επιτρεπόταν η είσοδος των ανακριτών στα ανακριτικά γραφεία, παρά μόνο όταν επρόκειτο να δεχθούν συνοδείες κρατουμένων, δεν μπορούσαν να κατατεθούν αγωγές και ένδικα μέσα, δεν εκδικάζονταν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ούτε τα αδικήματα που έπρεπε να εισαχθούν με την αυτόφωρη διαδικασία.

Το Συμβούλιο αποφαίνεται ότι «η βλάβη που προκλήθηκε από την παρακώλυση της λειτουργίας της Δικαιοσύνης ήταν σημαντικά ανώτερη από τη βλάβη που απειλείτο εξαιτίας της κωλυσιεργίας της Πολιτείας στην ίδρυση του τοπικού Εφετείου» και υποστηρίζει ότι οι κατηγορούμενοι δεν βρίσκονταν σε κατάσταση ανάγκης, όπως υποστηρίζουν, ώστε να αίρεται το άδικο της πράξης τους.