
Η στέρεα επιβλητικότητα και η σιγουριά που έβγαζε και μετέδιδε μέσα στο γήπεδο αποτέλεσαν το σήμα κατατεθέν του Φράνκο Μπαρέζι.
Έχοντας αποχαιρετήσει τα γήπεδα εδώ και 14 χρόνια, τα ίδια στοιχεία τον συνοδεύουν ακόμα στις απόψεις του γύρω από το ποδόσφαιρο, το οποίο πλέον υπηρετεί από τη θέση του υπεύθυνου των τμημάτων υποδομής της Μίλαν στην οποία ξεκίνησε και τερμάτισε την καριέρα του από το 1977 έως το 1997.
Ο κορυφαίος Ιταλός παίκτης του 20ου αιώνα, βρέθηκε στο Ηράκλειο με αφορμή τη δημιουργία του προπονητικού καμπ της Μίλαν το ερχόμενο καλοκαίρι στο Παγκρήτιο Στάδιο, και μίλησε στην «Π» για τους σκοπούς αυτής της κίνησης, τις τάσεις που κυριαρχούν στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, ξετυλίγοντας παράλληλα τις σπουδαιότερες στιγμές της λαμπρής καριέρας του και δίνοντας στο τέλος ένα μήνυμα προς τα νέα παιδιά να κυνηγούν τα όνειρα τους.
Κι όταν κάτι τέτοιο λέγεται από τον Φράνκο Μπαρέζι τότε αξίζει να …ακολουθείται μέχρι κεραίας.
- Μετά από μια τέτοια θρυλική καριέρα, υπάρχει κάτι που πιστεύετε ότι δεν έχετε κερδίσει είτε σε συλλογικό, είτε σε εθνικό επίπεδο;
«Όχι, πιστεύω ότι ήμουν και τυχερός και τα κέρδισα όλα. Έπαιξα σε μια πολύ μεγάλη ομάδα, πολλά χρόνια και κέρδισα ό,τι ήταν δυνατό να κερδίσει κανείς. Έπαιξα με την Εθνική σε τρία Μουντιάλ. Τι άλλο μπορώ να ζητήσω;»
- Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν αρκετοί σύγχρονοι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, κανείς από αυτούς δε δείχνει ικανός για να δημιουργήσει έναν ισχυρό μύθο όπως ο Μπαρέζι, ο Μαραντόνα ή ο Ζίκο. Γιατί συμβαίνει αυτό;
«Οι εποχές είναι αυτές που έχουν αλλάξει και μαζί τους και το ποδόσφαιρο. Υπάρχει μια γενικότερη αρνητική εξέλιξη που δε γίνεται παρά να επεκτείνεται και μέσα στο γήπεδο. Σήμερα είναι πολύ δύσκολο για έναν παίκτη να παίξει 15 – 20 χρόνια στην ίδια ομάδα. Τα σύνορα έχουν ανοίξει, υπάρχει ο νόμος Μποσμάν και υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες για κάθε παίκτη για να αλλάξει ομάδα και περιβάλλον, και έτσι δύσκολα ένας ποδοσφαιριστής γίνεται «μύθος». Αυτό έχει σα συνέπεια να μη μπαίνουν τόσο εύκολα στην καρδιά των οπαδών οι τωρινοί ποδοσφαιριστές. Τώρα το πάθος μέσα στο γήπεδο είναι λιγότερο, και το ίδιο ισχύει και με τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην εξέδρα και τους παίκτες. Αυτός όμως είναι γενικότερα ο σημερινός κόσμος, και δε φταίει το ποδόσφαιρο γιʼ αυτό».
- Παίξατε σε μια ομάδα που έφερε την τελευταία «επανάσταση» στο άθλημα, βάζοντας νέα στοιχεία στο ποδόσφαιρο που δημιούργησαν ισχυρές επιρροές. Πιστεύετε ότι υπάρχει ακόμα χώρος για μια ακόμα «επανάσταση» στο ποδόσφαιρο;
«Είναι πολύ δύσκολο να κάνουμε τέτοιες συγκρίσεις. Πάντοτε υπάρχουν περίοδοι που μια ομάδα είναι ανώτερη από όλες τις υπόλοιπες. Είναι αλήθεια ότι η ομάδα του Σάκι έφερε τότε κάτι καινούριο, όχι μόνο στην Ιταλία αλλά στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο με την οργάνωση και την ταχύτητα που τη διέκρινε. Πιο πριν ήταν ο Άγιαξ, και ίσως η Μπάγερν και σήμερα είναι η Μπαρτσελόνα που παίζει φανταστικό ποδόσφαιρο γιατί έχει έναν κορμό παικτών που παίζουν πολλά χρόνια μαζί, και είναι σα γροθιά. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι η ποιότητα των παικτών πάντα θα κάνει τη διαφορά. Σήμερα στο ποδόσφαιρο βλέπουμε ότι η τεχνική θέτει σε δεύτερη μοίρα τη δύναμη που κυριαρχούσε τα προηγούμενα χρόνια. Η τεχνική επέστρεψε και είναι αυτή που καθορίζει πλέον τις εξελίξεις. Το βλέπουμε αυτό στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τη Μπαρτσελόνα, τη Ρεάλ, και τη Μίλαν η οποία από παλιά είχε συγκεκριμένη πολιτική στη στελέχωση της ομάδας της με προικισμένους παίκτες δίνοντας προτεραιότητα στην ποιότητα. Δίνει έμφαση στην τεχνική γιʼ αυτό κερδίζει τόσο συχνά τίτλους».
- Ποιος ήταν ο ιδανικότερος συμπαίκτης και ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος;
«Θα ʽπρεπε να κάνω μια πολύ μεγάλη λίστα για να απαντήσω σʼ αυτήν την ερώτηση. Είναι πολύ δύσκολο γιατί έχω ζήσει πολλούς μεγάλους ποδοσφαιριστές, Ιταλούς και ξένους. Για το πρώτο σκέλος μπορώ να θυμηθώ τους Ολλανδούς Βαν Μπάστεν, Γκούλιτ, Ράικαρντ, το Μαλντίνι, το Σαβίσεβιτς, και το Γουεά. Για το δεύτερο τους Μαραντόνα, Πλατινί, Ρομάριο, Αλτομπέλι και Ρόσι. Όλοι τους μεγάλοι γκολτζήδες»
- Ο καλύτερος παρτενέρ στην άμυνα;
«Ο Αλεσάντρο Κοστακούρτα ήταν σπουδαίος, όμως θα αναφέρω ολόκληρη την αμυντική τετράδα που συνυπήρξε για δέκα χρόνια και αποτελούνταν από Τασότι, Μπαρέζι, Κοστακούρτα, Μαλντίνι».
- Έχετε πλουσιότατο ρεπερτόριο κατάκτησης τίτλων και μεγάλων στιγμών. Ποια απʼ αυτές είναι ψηλότερα στην καρδιά σας;
«Όλες οι μεγάλες νίκες μένουν αξέχαστες. Κέρδισα τα πάντα. Ίσως η καλύτερη να ήταν η κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τη Μίλαν το 1989 στον τελικό με τη Στεάουα στη Βαρκελώνη. Η ομάδα πήρε ξανά το κορυφαίο κύπελλο μετά από 20 χρόνια. Περιμέναμε πολύ για να ξαναζήσουμε αυτή τη στιγμή.
Ξεχωρίζω επίσης το Διηπειρωτικό κύπελλο που πήραμε την ίδια χρονιά εναντίον της Νασιονάλ Μεντεγίν στο Τόκιο ένα γκολ του Εβάνι».
- Τι τίτλο θα βάζατε στην καριέρα σας;
«Μερικές φορές τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα». Αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος και παράλληλα το μήνυμα που θέλω να στείλω στους νέους και κυρίως στα παιδιά που ξεκινάνε να παίζουν ποδόσφαιρο. Εάν θα ʽπρεπε να γράψω ένα βιβλίο πιστεύω ότι θα επέλεγα αυτές τις λέξεις. Έφτασα τα 50. Αν κοιτάξω πίσω μου θα δω ένα πολύ μακρύ δρόμο με πολλά εμπόδια, ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές. Έπαιζα ποδόσφαιρο στην αυλή του σχολείου μου και μετά έκανα το όνειρο μου πραγματικότητα παίζοντας με τον ήρωα των ονείρων μου τον Τζιάνι Ριβέρα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και σʼ αυτούς».

