Της Ευαγγ. Καρεκλάκη
«Θα πέσεις στα χέρια μας όσο καιρός και να περάσει». Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις αξιωματικού της ΕΛ.ΑΣ στον 23χρονο Αλβανό, ο οποίος φέρεται να διαδραματίζει ρόλο-κλειδί στην υπόθεση της φρικτής δολοφονίας του 63χρονου κτηνοτρόφου Κώστα Κουνάλη, το Νοέμβριο του 2007, κοντά στη Μονή Αγκαράθου. Η επίμονη άρνηση του 23χρονου- ο οποίος εντοπίστηκε στην Ιταλία- να εξεταστεί από την υποδιεύθυνση Ασφάλειας Ηρακλείου σχετικά με την υπό διερεύνηση υπόθεση και κυρίως να δώσει δείγμα DNA προκειμένου να γίνει συγκριτική ταυτοποίηση με το γενετικό υλικό που ανιχνεύτηκε στα νύχια του θύματος, ενισχύει τις υποψίες των διωκτικών Αρχών ότι ο άνθρωπος αυτός έχει σχέση με το φόνο, είτε άμεση είτε έμμεση. Αξιωματικοί της υπηρεσίας που χειρίζονται την υπόθεση όλους αυτούς τους μήνες, θεωρούν ότι ο 23χρονος φοβάται. Και φοβάται είτε επειδή σκότωσε τον Κουνάλη είτε ενδεχομένως γιατί γνωρίζει τον δράστη του στυγερού εγκλήματος.
Από την στιγμή που εντοπίστηκε το στίγμα του στην Ιταλία, οι αξιωματικοί της Ασφάλειας Ηρακλείου κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να έρθουν σʼ επικοινωνία μαζί του και να τον πείσουν με οποιονδήποτε τρόπο να δεχτεί να δώσει γενετικό υλικό αλλά και απαντήσεις πάνω σε καίρια ζητήματα. Οι έρευνες αναζήτησης του ξεκίνησαν τον περασμένο Νοέμβριο όταν αποκαλύφθηκε εντελώς συγκυριακά ότι στα χέρια του 23χρονου είχε πέσει το κυνηγετικό όπλο του Κουνάλη, το οποίο εξαφανίστηκε από το δωμάτιο του την ημέρα του φονικού.
Αρχικώς ο 23χρονος ισχυρίστηκε ότι δεν έχει καμία δουλειά να έρθει στην Ελλάδα γιατί δεν έχει καμία εμπλοκή με τη δολοφονία και δεν θέλει μπλεξίματα. Μάλιστα υποστήριξε ότι δεν γνώριζε το θύμα. «Από την στιγμή που λες ότι είσαι αθώος, δεν έχεις να φοβηθείς κάτι, γιʼ αυτό έλα να καταθέσεις, διαφορετικά επιβαρύνεις τη θέση σου» φέρεται να του είπαν στο τηλέφωνο αξιωματικοί της Ασφάλειας.
Επειδή αρνήθηκε να παρουσιαστεί στην Ασφάλεια Ηρακλείου, του προτάθηκε να ταξιδέψει μέχρι την Αθήνα ή έστω μέχρι την Κρυσταλλοπηγή, το ακριτικό ορεινό χωριό της Φλώρινας. Εκεί αντιστοίχως θα μετέβαινε κλιμάκιο της υπηρεσίας. Και πάλι όμως ο 23χρονος ήταν αρνητικός.
Η τελευταία πρόταση που του έγινε ήταν να παρουσιαστεί στην Ελληνική Πρεσβεία, στην Ιταλία, και πάλι όμως ήταν ανένδοτος, κλείνοντας οποιονδήποτε δίαυλο επικοινωνίας και συνεργασίας με τις Ελληνικές Αστυνομικές Αρχές.
Στοιχεία-κλειδί για τη Δικαιοσύνη
Για την Ασφάλεια Ηρακλείου το λόγο πλέον έχουν οι δικαστικές Αρχές που καλούνται να κινήσουν άμεσα τις διαδικασίες για την έκδοση Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης του 23χρονου προκειμένου να παραπεμφθεί στην Ελληνική Δικαιοσύνη. Η άρνηση του να συνεργαστεί με τις Ελληνικές Αρχές αλλά και το γεγονός ότι βρέθηκε στην κατοχή του το κυνηγετικό όπλο του 63χρονου κτηνοτρόφου, το οποίο-όπως κατέθεσαν συγγενείς του θύματος-εξαφανίστηκε την ημέρα της δολοφονίας-είναι τα δύο κρίσιμα στοιχεία στα οποία θα βασιστούν οι δικαστικές Αρχές για να εκδοθεί το ένταλμα σε βάρος του νεαρού Αλβανού.
Πάντως αίσθηση προκαλεί η επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ηρακλείου στην οποία γίνεται λόγος για «εξιχνίαση της ανθρωποκτονίας σε βάρος του 63χρονου» και μάλιστα αναφέρεται χαρακτηριστικά: «έπειτα από συντονισμένη αστυνομική έρευνα και προανάκριση προέκυψε ότι δράστης της αναφερόμενης ανθρωποκτονίας είναι 23χρονος αλλοδαπός, ο οποίος μετά την τέλεση της διαμένει σε άγνωστη διεύθυνση στην Ιταλία».
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η επίμαχη ανακοίνωση ίσως είναι πρόωρη με δεδομένο ότι οι διωκτικές Αρχές δεν έχουν στα χέρια τους τον 23χρονο και κατά συνέπεια δεν έχουν ακόμα απάντηση στο κρίσιμο ζητούμενο που είναι η ταυτοποίηση του γενετικού υλικού.
Με αυτήν την εκτίμηση συμφωνούν αστυνομικοί κύκλοι που σημειώνουν ότι ο 23χρονος ενδέχεται να μην είναι ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας. «Το γεγονός ότι το κυνηγετικό όπλο του θύματος βρέθηκε στα χέρια του, δεν τον καθιστά αυτομάτως και δολοφόνο. Σίγουρα ο άνθρωπος αυτός γνωρίζει για τη δολοφονία και είναι σημαντικό να συλληφθεί και να δώσει εξηγήσεις» επισημαίνουν.
Αστυνομικοί πάντως που χειρίζονται εδώ και μήνες την υπόθεση εμφανίζονται πεπεισμένοι για την ενοχή του 23χρονου. Δεν αποκλείουν μάλιστα το φονικό να συνδέεται με την ύπαρξη χασισοφυτείας κοντά στην περιοχή του εγκλήματος, την οποία καλλιεργούσαν Αλβανοί, όπως λένε. Μεταξύ δηλαδή των σεναρίων που εξετάζουν είναι η ύπαρξη της φυτείας να έγινε αντιληπτή από τον 63χρονο και να θέλησαν να του κλείσουν το στόμα.
Εκτιμούν επίσης ότι στον τόπο του εγκλήματος είναι πιθανόν να υπήρχε και δεύτερο άτομο ως «τσιλιαδόρος». Θεωρούν ότι ο δράστης πήρε μαζί του το κυνηγετικό όπλο για να θολώσει τα …νερά. Πιστεύουν ότι ο 19χρονος τότε Αλβανός δεν «πάσαρε» τυχαία το όπλο στον 27χρονο από το Καστέλι, ο οποίος θεωρείται άνθρωπος με αμφιλεγόμενη προσωπικότητα και ψυχολογικά προβλήματα. Θεωρούν ύποπτο το γεγονός ότι διέφυγε στην Ιταλία σε σύντομο χρονικό διάστημα από το φονικό ενώ κάποιοι φίλοι και συγγενείς του έμειναν πίσω.
Η …διαδρομή του όπλου και πώς έφθασαν στον Αλβανό
Ο φάκελος της υπόθεσης άνοιξε ξανά τον περασμένο Νοέμβριο, τρία χρόνια μετά το έγκλημα με αφορμή τον εντοπισμό του κυνηγετικού όπλου του θύματος στη διάρκεια αστυνομικής έρευνας για άλλη περίπτωση. Η εξαφάνιση του όπλου από τον τόπο του εγκλήματος είχε παραξενέψει τους αστυνομικούς, όμως δεν έδωσαν μεγάλη σημασία καθώς δεν επρόκειτο για το «φονικό».
Στη διάρκεια επιχείρησης του ΤΑΕ Ηρακλείου στο μηχανουργείο 32χρονου από το Καστέλι βρέθηκαν διάφορα όπλα, τα οποία κατασχέθηκαν και εστάλησαν-ως είθισται-για εργαστηριακή ανάλυση στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών.
Λίγες εβδομάδες αργότερα η Ασφάλεια Ηρακλείου ενημερώθηκε ότι μεταξύ των όπλων ήταν και το κυνηγετικό του Κουνάλη.
Η εξέλιξη αυτή σήμανε συναγερμό στην Ασφάλεια Ηρακλείου που υπό συνθήκες απόλυτης μυστικότητας ξεκίνησε έρευνες στην περιοχή του Καστελίου, αρχής γενομένης από τον άνθρωπο στην κατοχή του οποίου βρέθηκε το όπλο.
Ο 32χρονος αιφνιδιάστηκε και υποστήριξε ότι δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την υπό διερεύνηση υπόθεση. Αποκάλυψε ότι είχε αγοράσει το όπλο έναντι 500 ευρώ από 27χρονο συγχωριανό του. Μοιραία το ενδιαφέρον των Αρχών επικεντρώθηκε στο συγκεκριμένο πρόσωπο.
Αστυνομικοί διενήργησαν έρευνα στην οικία του και εντόπισαν επτά δενδρύλλια ινδικής κάνναβης. Ο 27χρονος συνελήφθη και στο πλαίσιο του Αυτοφώρου οι αστυνομικοί της Ασφάλειας είχαν τη δυνατότητα να τον εξετάσουν για την υπόθεση της δολοφονίας.
Όπως ήταν αναμενόμενο ερωτήθηκε με πιεστικό τρόπο για το πώς βρέθηκε το επίμαχο όπλο στην κατοχή του αλλά και για το αν γνώριζε το θύμα.
Ο 27χρονος αρνήθηκε κάθε εμπλοκή με το έγκλημα αν και παραδέχτηκε ότι γνώριζε λίγο το θύμα, ενώ κατονόμασε τον 23χρονο Αλβανό ως τον άνθρωπο που του είχε δώσει το κυνηγετικό. Συγκεκριμένα ο Αλβανός φέρεται να του χρωστούσε το ποσό των 130 ευρώ και «πάτσισαν» με το κυνηγετικό.
Οι αστυνομικοί ήλεγξαν τα στοιχεία που τους έδωσε ο 27χρονος και διαπίστωσαν ότι όντως αφορούν υπαρκτό πρόσωπο, το οποίο όμως έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Στην πορεία των ερευνών ανακάλυψαν ότι ο Αλβανός έχει διαφύγει στην Ιταλία όπου και εντοπίστηκε τηλεφωνικά.
Ο Κώστας Κουνάλης που διατηρούσε ποιμνιοστάσιο στη Μονή Αγκαράθου, κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής -ο ίδιος ήταν από το Χαράκι Μονοφατσίου- βρέθηκε άγρια δολοφονημένος τον Νοέμβριο του 2007 από τον ανιψιό του που πήγε να τον ξυπνήσει για να πάνε να ταΐσουν τα ζώα.
Το μοιραίο βράδυ, όπως συνήθιζε, πήγε σε καφενείο του Σγουροκεφαλίου και λίγο μετά τις 9 το βράδυ επέστρεψε στο κατάλυμα του. Συγκεκριμένα τον μετέφερε με το αυτοκίνητο του ένας φίλος του από το χωριό. Στο πλαίσιο της προανάκρισης κλήθηκαν για κατάθεση και έδωσαν αίμα συγγενείς, συγχωριανοί του και άτομα που είδαν για τελευταία φορά το θύμα.
Ο άτυχος κτηνοτρόφος είχε καθίσει στο κρεβάτι του και έβλεπε τηλεόραση όταν ξαφνικά κάποιος έκλεισε το διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος που ήταν εγκατεστημένος στο εξωτερικό του σπιτιού. Ο δράστης της δολοφονίας επέδειξε απίστευτη μανία σε βάρος του. Τον άρπαξε με μανία από τα μαλλιά και μάλιστα ξεπάτωσε μία τούφα. Άρχισε να χτυπάει με δύναμη το πρόσωπο του στο πάτωμα. Τη χαριστική βολή την έδωσε όταν τον χτύπησε απανωτές φορές στο κεφάλι με ένα δρύινο καρεκλοπόδαρο. Ήταν τόση η μανία του που το ξύλο έσπασε. Το μεγαλύτερο κομμάτι ο δολοφόνος το πήρε μαζί του, εκτός από ένα μικρότερο τμήμα που διέφυγε της προσοχής του καθώς το είχε καλύψει το πτώμα του δολοφονημένου

