Το Πάσχα του 1821, όταν ο Μιχαήλ Χουσεΐν Κουρμούλης αποκάλυψε ότι ήταν χριστιανός

Ο ιστορικός Βασίλειος Ψιλάκης έγραφε το 1888 για τον οπλαρχηγό της επανάστασης, που οι Τούρκοι θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο

Σπάνια κείμενα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα με την υπογραφή των κορυφαίων του πνεύματος, της τέχνης, της πολιτικής και των εθνικών αγώνων


Σπάνια κείμενα των κορυφαίων του πνεύματος, της τέχνης, της πολιτικής και των εθνικών αγώνων, γραμμένα κατά το 19ο ή στις αρχές του 20ου αιώνα, παρουσιάζομε από αυτή εδώ της στήλη κάθε Δευτέρα. Κείμενα που είτε είχαν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, είτε δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Για παράδειγμα, κείμενα των μεγάλων λογοτεχνών, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης ή ο Ιωάννης Κονδυλάκης, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στις συλλογές και τα βιβλία τους.

Έτσι θα μπορέσομε να γνωρίσομε, και ενδεχομένως να βοηθήσομε στη διάσωση άγνωστων κειμένων, μεγάλων μορφών της διανόησης, της πολιτικής, των πολιτικών, επαναστατικών και κοινωνικών αγώνων της Κρήτης και των Κρητικών.

Ο Μεσαρίτης αγάς Χουσεΐν Κουρμούλης, είναι μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες των προεπαναστατικών, αλλά και των χρόνων της επανάστασης του 1821. Καταγόταν από οικογένεια χριστιανών, η οποία άκμασε στα χρόνια της βενετοκρατίας. Με την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους αναγκάστηκε να εμφανιστεί ως εξισλαμισθείσα για να διασωθεί, όμως διατήρησε και διατηρούσε πάντα τη χριστιανική της πίστη. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην περιοχή της Μεσαράς.

Ο κρυπτοχριστιανός Χουσεΐν αγάς, αρχηγός της οικογένειας των Κουρμούληδων στα 1821, διέθετε μεγάλη δύναμη στην περιοχή της Μεσαράς, αλλά και σε όλη την Κρήτη. Τον σέβονταν μουσουλμάνοι και χριστιανοί, και οι γενίτσαροι κυριολεκτικά τον έτρεμαν, αφού ήταν από εκείνους που τους καταδίωκε για τις αυθαιρεσίες τους. Μέχρι το Πάσχα του 1821, που ήταν τον Απρίλιο εκείνη τη χρονιά, εμφανιζόταν ως άρχοντας των κατακτητών. Όμως πολύ νωρίτερα ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, ένας από τους πρώτους Κρητικούς που εντάχθηκε στη μυστική οργάνωση που οργάνωνε τον ξεσηκωμό. Λίγο πριν το Πάσχα είχε ξεσπάσει η επανάσταση στην Πελοπόννησο, που συγκίνησε τον Χουσεΐν, ο οποίος τότε αποφάσισε ότι έπρεπε να αποκαλυφθεί και να αρχίσει τη δράση του. Έτσι, τη Μεγάλη Εβδομάδα κίνησε για τα Χανιά για να κάνει τις μυστικές συνεννοήσεις με τους άλλους επαναστάτες. Τη βραδιά της Ανάστασης οι χριστιανοί των Χανίων τον είδαν να μπαίνει στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, όπου ιερουργούσε ο επίσκοπος Κυδωνίας Καλλίνικος, ο οποίος με το ξέσπασμα της επανάστασης στην Κρήτη ρίχτηκε στα μπουντρούμια από τους Τούρκους.. Πόση έκπληξη θα δοκίμασαν οι χριστιανοί κι ο ιεράρχης βλέποντας έναν αγά να μπαίνει στη φτωχή εκκλησία, να κάνει το σταυρό του και να προσεύχεται μαζί τους! Αλλά ο γέρο Χατζή Τζαννής Ρενιέρης, φιλικός της περιοχής, όταν μετά την Ανάσταση είδε έναν πάνοπλο Οθωμανό αξιωματούχο να μπαίνει στο σπίτι του και να του απευθύνει το «Χριστός Ανέστη», πριν του αποκαλυφθεί!

Το συγκλονιστικό αυτό επεισόδιο της αποκάλυψης του, χριστιανού πλέον, Μιχαήλ Κουρμούλη περιέγραψε σε ιστορικό σημείωμά του ο ιστορικός και φιλόλογος Βασίλειος Ψιλάκης, συγγραφέας, μεταξύ άλλων, της «Ιστορίας της Κρήτης», στα 1909. Το κείμενο του κείμενο του Β. Ψιλάκη, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1829 στο Καστέλι Κισσάμου, και πέθανε το 1918, είχε δημοσιευτεί στις 14 Μαΐου 1888 στη φιλολογική εφημερίδα των Αθηνών «Εβδομάς», ενός άλλου σπουδαίου Κρητικού, του συγγραφέα και δημοσιογράφου Ιωάννη Δαμβέργη, ο οποίος 20 χρόνια αργότερα θα επιφορτισθεί από το δήμο Ηρακλείου με την ευθύνη της αποστολής στο Ηράκλειο της δωρεάς του Δημητρίου Βικέλα.

Ο Μιχαήλ Κουρμούλης είχε γεννηθεί το 1765 και πέθανε το 1824, κυνηγημένος από τους Τούρκους. Τους αγώνες των Κρητών συνέχισαν άλλα μέλη της οικογένειας Κουρμούλη.

Στη συνέχεια αναδημοσιεύομε κείμενο του Β. Ψιλάκη, όπως είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα του Ι. Δαμβέργη, η οποία υπάρχει στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσε πάντα ο ιστορικός είναι σχεδόν αρχαΐζουσα, γι αυτό και δυσκολονόητη μερικές φορές, αλλά δεν θεωρούμε ότι έπρεπε να κάνομε την παραμικρή αλλαγή στο κείμενο.

Αλέκος Α. Ανδρικάκης