Μέσα σε κλίμα οδύνης τελέστηκε χθες το ετήσιο μνημόσυνο για τους αδικοχαμένους εποχικούς πυροσβέστες που στις 11 Ιουλίου 2007 χάθηκαν στο φαράγγι του Βόσακου στο Ρέθυμνο.

Συντετριμμένοι οι συγγενείς των τριών θυμάτων, του Στέλιου Μαρκάκη, του Νικήτα Κορομηλά και του Ηρακλή Τζανάκη, δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα τους ενώ ακόμα βασανίζονται για τις συνθήκες της ασύλληπτης τραγωδίας που έστειλε στο πύρινο θάνατο τους ανθρώπους τους.

Στη μνήμη των τριών πεσόντων την ερχόμενη Παρασκευή, οπότε και συμπληρώνεται ακριβώς ένας χρόνος από την τραγωδία, θα τελεστεί τρισάγιο στην 3η ΕΜΑΚ Κρήτης, μπροστά στο μνημείο που στήθηκε στη μνήμη αυτών των τριών παλικαριών.

Κανείς δεν περίμενε ότι μια μικρή φωτιά από την οποία δεν κινδύνευαν οικίες και περιουσίες, θα έκαιγε ανθρώπινες ζωές.

Η φωτιά είχε εκδηλωθεί σε κτηνοτροφική περιοχή δύο χιλιόμετρα από το Δοξαρό, στο μέσον της διαδρομής προς τη μονή Βοσάκου. Στο σημείο, πήγαν ο τότε περιφερειακός διοικητής της Πυροσβεστικής αρχιπύραρχος Παναγ. Μιχαλέας και ο διοικητής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ρεθύμνου, αντιπύραρχος Φραγκιάς Ζουμπουλάκης. Το επταμελές πεζοπόρο κλιμάκιο των εποχικών δασοπυροσβεστών, ξεκίνησε από το Ηράκλειο (ΕΜΑΚ, ΒΙΠΕ) με όχημα της Πυροσβεστικής , με επικεφαλής ένα μόνιμο πυροσβέστη, για να βοηθήσει στην κατάσβεση και κατευθύνθηκε προς το φαράγγι, όπου δεν ήταν εφικτή η πρόσβαση στα υδροφόρα οχήματα. Λίγο αργότερα, έφυγε και από το τμήμα του Ηρακλείου άλλο ένα όχημα με δύο συμβασιούχους και ένα πυροσβέστη. Η βλάστηση στην περιοχή εκείνη ήταν χαμηλή με θάμνους και ασπαλάθους, ενώ ο άνεμος δεν ήταν δυνατός. Οι τέσσερις από τους οκτώ, βρισκόταν μαζί, στο βάθος του φαραγγιού, όπου έσβηναν μικροεστίες ενώ σε μικρή απόσταση, προς την πλαγιά, βρίσκονταν οι άλλοι τέσσερις συνάδελφοι τους. Ξαφνικά, λες και κάποιος με ένα τεράστιο «σεσουάρ», δυνάμωσε τη φωτιά, που φούντωσε, γιγαντώθηκε και άρχισε να κατευθύνεται προς τα πάνω. Οι δασοπυροσβέστες, που κατάλαβαν ότι κινδύνευαν, άρχισαν να τρέχουν προς τα πάνω, σε έκταση με μεγάλη κλίση, καλώντας απεγνωσμένα από τους ασυρμάτους βοήθεια, όμως οι φλόγες που κάλυπταν όλο το φαράγγι, τους κυνήγησαν , τους έζωσαν και τους έκαψαν. Οι άλλοι τέσσερις, που έτρεχαν και εκείνοι για να σωθούν, είδαν από απόσταση 150 μέτρων, τους συντρόφους τους να χάνονται μέσα σε μια πύρινη λαίλαπα.

Για τη μαύρη εκείνη ημέρα που βύθισε στο πένθος το Πυροσβεστικό Σώμα και την Κρήτη είχε μιλήσει στην «Π» ο μοναδικός πυροσβέστης που διασώθηκε, Μανώλης Μανωλιτσάκης.

Όπως είχε πει στη συνέντευξη που παραχώρησε από το νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν, μία μικρή σπηλιά στάθηκε σωτήρια για τον ίδιο, διαφορετικά θα είχε καεί ζωντανός

Ο Μ. Μανωλιτσάκης έκανε το σταυρό του, προσευχήθηκε στο Θεό ζητώντας να μην έχει το ίδιο κι εκείνος φρικτό τέλος με τους φίλους και συναδέλφους του και να γυρίσει πίσω στη γυναίκα και τα παιδιά του

«Έβλεπα τη φωτιά να περνάει πάνω τα παιδιά. Λες και είχε ρίξει κάποιος βενζίνη και αναζωπυρώθηκαν έτσι οι φλόγες που μας κυνηγούσαν. Είχα δει μία μικρή σπηλιά που ίσα- ίσα με χωρούσε και κατάφερα να μπω μέσα. Όμως οι φλόγες μπήκαν και μου έκαναν ότι μου έκαναν».