Του Γιάννη Τσερεβελάκη*
Το φλέγον θέμα των ημερών είναι τα συμβαίνοντα στους κόλπους της ελληνικής Εκπαίδευσης, μια που δεν έμεινε κανείς που να μην έχει μπει στο χορό των κινητοποιήσεων.
Το φαινόμενο έχει δυο όψεις: α) την αρνητική, αφού χάθηκαν και χάνονται διδακτικές ώρες αμέτρητες, που δύσκολα μπορούν να αναπληρωθούν, έγιναν ζημιές και βανδαλισμοί σε πολλά σχολεία και -το σπουδαιότερο- διότι τα «μηνύματα» που βγαίνουν από τις καταλήψεις δεν είναι οπωσδήποτε θετικά, και β) τη θετική, διότι για άλλη μια φορά προβλήθηκε με ιδιαίτερη έμφαση το μεγάλο και για χρόνια άλυτο πρόβλημα της Εκπαίδευσης. Δυστυχώς, η ελληνική κοινωνία δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει τι σημαίνει για μια χώρα ένα καλό και λειτουργικό εκπαιδευτικό σύστημα, ένα σύστημα που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της και στις επιδιώξεις της, αλλιώς εδώ και χρόνια θα είχε απαιτήσει να γίνουν σοβαρές και σε βάθος τομές στην Εκπαίδευση, με πρώτη και καλύτερη την αποδέσμευση και την απελευθέρωσή της από τον μονοκομματικό εναγκαλισμό και τη δημιουργία ενός διευρυμένου διακομματικού και διεπιστημονικού οργάνου, ενός οργάνου με αποφασιστικό ρόλο, όπου θα έχουν λόγο μέσω των εκπροσώπων τους και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (πανεπιστημιακοί, καθηγητές, δάσκαλοι, νηπιαγωγοί, φοιτητές), ώστε να μη λαμβάνονται οι αποφάσεις μόνο από την κεντρική εξουσία και «ερήμην» τους. Φαίνεται όμως ότι δεν είμαστε ακόμη ώριμοι ως κοινωνία, για να λάβουμε τις μεγάλες αποφάσεις, αυτές που θα καθορίσουν την τύχη της Εκπαίδευσης και άρα τις τύχες όλου του έθνους και του λαού μας.
Το εκπαιδευτικό ζήτημα στην Ελλάδα είναι μεγάλο και πολύπλοκο, καθώς σχετίζεται με ένα πλήθος παραμέτρων και παραγόντων, που έχουν να κάμουν με την ίδια την ιστορία της ελληνικής Εκπαίδευσης, με τις πολιτικές περιπέτειες της χώρας, με τα κοινωνικά στερεότυπα, με τη σχέση της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας προς το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο «γίγνεσθαι», με την οικονομική κατάσταση της χώρας κλπ. Τούτο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η «ασθένεια» της Εκπαίδευσής μας χρονίζει, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την επίλυση των σχετικών μ’ αυτήν προβλημάτων. Γι’ αυτό και κατά καιρούς εμφανίζονται τα «συμπτώματα» αυτής της ασθένειας, ένα από τα οποία είναι και οι «καταλήψεις». Έχω γράψει κι άλλες φορές στο παρελθόν για το «σύμπτωμα» αυτό. Νιώθω την ανάγκη, ωστόσο, να καταθέσω κι εδώ λίγες πενιχρές σκέψεις, επειδή το ζήτημα με αφορά άμεσα ως εκπαιδευτικό και γι’ αυτό με απασχολεί με ένταση. Αναφέρομαι στο φαινόμενο, όπως παρατηρείται στη Μ. Εκπαίδευση.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να δούμε ποιοι «διαχειρίζονται» μια κατάληψη. Συνήθως η κατάληψη βρίσκεται στα χέρια μιας δυναμικής και σαφώς πολιτικοποιημένης (για να μην πω κομματικοποιημένης) ομάδας μαθητών, οι οποίοι αποτελούν και τον κινητήριο μοχλό, ώστε να οδηγηθούν οι μαθητές στην απόφαση για το κλείσιμο του σχολείου. Τους μαθητές αυτούς, που παίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια κατάληψη, ακολουθούν άλλοι συμμαθητές τους, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν καμιά σχέση με τα κόμματα ή την πολιτική, «γοητεύονται» όμως από το δυναμισμό και το πνεύμα της αμφισβήτησης που εκείνοι εκφράζουν και «μπαίνουν στο χορό», δείχνοντας πολύ συχνά ένα ακόμη μεγαλύτερο ζήλο, για να αποδείξουν ότι και οι ίδιοι είναι εξίσου δυναμικοί και αμφισβητίες του εκπαιδευτικού «κατεστημένου». Από εκεί και πέρα έχουμε τους μαθητές που συμμετέχουν απλώς για να χάσουν μαθήματα, αυτούς που κάνουν «χαβαλέ» και αυτούς που θέλουν να περάσουν ένα διάστημα ξενοιασιάς, δίχως το άγχος της καθημερινής σχολικής διαδικασίας. Υπάρχει επίσης η ομάδα των αδιάφορων και, τέλος, εκείνοι που επιθυμούν να είναι το σχολείο ανοικτό και τα μαθήματα να διεξάγονται κανονικά. Στη διάρκεια, βέβαια, μιας κατάληψης έχουμε και την παρείσφρηση εξωσχολικών στοιχείων, οπότε τα πράγματα μπορεί να πάρουν τραγικές διαστάσεις (όπως απέδειξαν και τώρα τα γεγονότα). Μέσα σ’ αυτό το «αλαλούμ», εκείνοι που, τελικά, ελέγχουν την κατάληψη και διαχειρίζονται την τύχη της είναι κατά κύριο λόγο οι μαθητές της πρώτης ομάδας. Αυτοί επηρεάζουν τις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων των σχολείων (όπου αυτές γίνονται και είναι όντως Γενικές Συνελεύσεις), αυτοί κατευθύνουν τα πράγματα, από αυτούς εκπορεύονται τα συνθήματα κλπ. Αυτό, βέβαια, δεν είναι καταρχήν κακό, αφού πάντοτε σε τέτοιες κινητοποιήσεις θα υπάρχουν εκείνοι που θα διεκδικήσουν και θα παίξουν τον ηγετικό ρόλο. Γίνεται κακό, από τη στιγμή και στο βαθμό που αυτοί οι λίγοι μεταφέρουν στα σχολεία κάποια κομματική γραμμή και βάσει αυτής «μανιπουλάρουν» επιδέξια τους συμμαθητές τους.
Οι καταλήψεις πολύ συχνά αναπτύσσουν μια δυναμική η οποία σχετίζεται και με το γεγονός ότι βρίσκονται στο κέντρο της επικαιρότητας, κάτι που δίνει στους «ηγέτες» τους την ευκαιρία προβολής και δημοσιότητας. Αυτό μαζί με το «επιτυχημένο» των αιτημάτων και των συνθημάτων κι από κοντά ο ενθουσιασμός, η ορμή και η επαναστατικότητα της ηλικίας μπορεί να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις και να παρακολουθούμε κυριολεκτικά ένα θέατρο του παραλόγου. Από εκεί και πέρα όλα είναι δυνατά: καταστροφές της σχολικής περιουσίας, όλης δηλαδή εκείνης της υλικοτεχνικής λεγόμενης υποδομής που είναι απαραίτητη για την προαγωγή της γνώσης και της μάθησης, και μαζί κάποιες πράξεις απόλυτης απαξίωσης του σχολικού χώρου και μίσους εναντίον εκείνων που, κατά τους μαθητές, είναι εκφραστές του «εκπαιδευτικού κατεστημένου», δηλαδή τους καθηγητές. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, για παράδειγμα, που οι καταληψίες αποπατούν μέσα στο Γραφείο του Συλλόγου των καθηγητών, δείχνοντας έτσι την απόλυτη περιφρόνηση τους προς τους δασκάλους τους. Αν όμως, όπως γράφει ο Ι. Κακριδής, η σχέση δασκάλου-μαθητή είναι σχέση ιερή, τότε καταλαβαίνουμε ότι πράξεις σαν την προαναφερθείσα αποδεικνύουν πως η σχέση αυτή έχει πάψει προ πολλού να υπάρχει τόσο γι’ αυτούς που την κάνουν όσο και γι’ αυτούς που την ανέχονται. Γιατί σίγουρα η ανοχή τέτοιων πράξεων δηλώνει συνενοχή. Διερωτάται λοιπόν κανείς αν έχει μείνει κάτι από εκείνα που η κοινωνία μας θεωρούσε «ιερά και όσια», όπως ήταν ο δάσκαλος και το σχολείο. Διότι, αν αυτό έχει συμβεί, τότε το μέλλον δεν προοιωνίζεται ευοίωνο.
Μίλησα για θέατρο παραλόγου. Γιατί είναι πραγματικά παράλογο να βλέπεις σχολικές αίθουσες κατεστραμμένες, θρανία καμένα, μια ολόκληρη περιουσία που ανήκει στον ελληνικό λαό παραδομένη στη λεηλασία και στην καταστροφή από ομάδες θερμοκέφαλων, που πάντοτε παραμένουν ατιμώρητοι Και είναι επίσης παράλογο να βλέπεις αλυσίδες και λουκέτα στις κεντρικές πόρτες των σχολείων, δηλαδή των χώρων εκείνων που επιτελείται το σημαντικότερο από όλα τα έργα: η διαπαιδαγώγηση των παιδιών, που σημαίνει την απελευθέρωσή τους από καθετί που τα δεσμεύει και τα καθηλώνει στην άγνοια, το φωτισμό της συνείδησής τους, το πλάσιμο του ήθους τους. Η αλυσίδες είναι για τις φυλακές, όχι για τα σχολεία. Διότι, αν το άνοιγμα ενός σχολείου κλείνει, όπως λέμε, μια φυλακή, τότε το κλείσιμο και η απαξίωσή του τι άραγε σημαίνει; Η αντίρρηση που μπορεί να εγερθεί, ότι «κλείνουμε τα σχολεία, με σκοπό να τα κάνουμε καλύτερα», ακούγεται ωραία, είναι όμως μονομερής ως συλλογισμός, αφού η καλυτέρευση των σχολείων και της Εκπαίδευσης γενικότερα δεν περνά υποχρεωτικά μέσα από αυτό το δρόμο. Εξάλλου, οι μορφές διεκδίκησης των αιτημάτων τους από κάποιες ομάδες σε μια δημοκρατική κοινωνία δεν πρέπει να κινούνται σε βάρος άλλων (εν προκειμένω πρέπει να γίνονται σεβαστοί όσοι είναι αντίθετοι στις καταλήψεις) και, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι απλό πράγμα η περιφρόνηση των νόμων (ο Σωκράτης προτίμησε, για ν’ αναφέρω ένα ακραίο, κλασικό όμως, παράδειγμα, να πεθάνει παρά να παραβεί το νόμο που τον καταδίκασε σε άδικο θάνατο).
Θα κλείσω με δυο κουβέντες ακόμη. Οι μαθητές είναι εκείνοι που έχουν το μικρότερο μερίδιο ευθύνης στην υπόθεση των καταλήψεων. Πέραν του ότι εμείς οι μεγαλύτεροι τους δώσαμε τέτοια μαθήματα, έχουν δίκιο να διαμαρτύρονται για τα προβλήματα της Εκπαίδευσης, ακόμα κι όταν μένουν στην επιφάνειά τους, ακόμα κι όταν δεν τα έχουν συνειδητοποιήσει σε βάθος. Δίκαια προβάλλουν το θέμα της Εκπαίδευσης, ένα θέμα ζωτικής σημασίας όχι μόνο για τους ίδιους αλλά και για την ελληνική κοινωνία γενικότερα. Αν, λοιπόν, δεν θέλουμε καταλήψεις, τότε το σχολείο πρέπει να γίνει πιο ελκυστικό για το παιδί και τον έφηβο. Πρέπει να δημιουργηθούν σχολεία που δεν θα ανάγουν τη διδακτέα ύλη σε «φετίχ», που θα παρέχουν δυνατότητες ουσιαστικής γνώσης, που θα προωθούν την επικοινωνία του δασκάλου με το μαθητή, που θα λαμβάνουν υπόψη την προσωπικότητα του νέου, που θα έχουν σύγχρονες υποδομές κλπ. Πρέπει, ακόμη, να λειτουργήσει ουσιαστικά η συνεργασία μεταξύ γονέων και εκπαιδευτικών για την αντιμετώπιση των νέων δεδομένων και των δύσκολων περιπτώσεων συμπεριφοράς. Πρέπει οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να δούμε για άλλη μια φορά το ρόλο μας και τη σχέση μας με τους μαθητές μας, μέσα στο πλαίσιο της νέας κοινωνικής πραγματικότητας και των προβλημάτων που οι νέοι αντιμετωπίζουν σήμερα και να παίξουμε το ρόλο όχι απλώς του «μεταφορέα» της γνώσης αλλά κυρίως του εμψυχωτή, αυτού που στέκεται δίπλα στο μαθητή και τον στηρίζει στις δυσκολίες (μαθησιακές, ηλικιακές, συναισθηματικές) που αντιμετωπίζει. Αν δεν γίνουν αυτά, αν δηλαδή δεν απαιτήσουμε ως κοινωνία σοβαρές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση ενός «διαφορετικού» σχολείου, τότε το θέατρο του παραλόγου θα συνεχίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κι εμείς είτε θα σφυρίζουμε αδιάφορα, είτε θα επικρίνουμε ανέξοδα ή θα παρακολουθούμε τα συμβαίνοντα «στο ίδιο έργο θεατές», χωρίς όμως να τα καταλαβαίνουμε. Και τότε η από μέρους μας ακαταληψία των καταλήψεων σαφώς θα εξακολουθεί να είναι γέννημα της δικής μας καταληψίας.
* Ο Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης είναι φιλόλογος-θεολόγος
καθηγητής Πειραματικού Λυκείου Ηρακλείου