Του Ν. Τσαγκαράκη
Δύο ταινίες ανακαλύπτουν τον άνθρωπο σε δύο φαινομενικώς απίθανα μέρη: το έγκλημα και το δόγμα.
TSOTSI
Σκην.: Γκάβιν Χουντ
Πρωτ.: Πρέσλι Τσουενιάγκε, Μοτούσι Μαγκάνο, Ναμπίθα Μπουμλουάνα, Ραπουλάνα Σεϊφέμο
Το φετινό Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας είναι το τρίτο μεγάλου μήκους φιλμ του νοτιοαφρικανού σκηνοθέτη, ο οποίος επίσης έγραψε το σενάριο διασκευάζοντας το ομώνυμο μυθιστόρημα του συμπατριώτη του, θεατρικού συγγραφέα Άθολ Φούγκαρντ.
Η ταινία μιλάει για έναν 19χρονο κακοποιό που ηγείται μιας ολιγομελούς συμμορίας στο σημερινό Γιοχάνεσμπουργκ. Είναι ευρύτερα γνωστός ως Τσότσι, αλλά δεν πρόκειται για το πραγματικό του όνομα. Το ψευδώνυμο ουσιαστικά καμουφλάρει το τραυματικό παρελθόν του Ντέηβιντ, όπως ονομάζεται στ’ αλήθεια. Κατά τη διάρκεια της ταινίας, θα συμφιλιωθεί μέχρι ένα βαθμό με περασμένα γεγονότα που τον σημάδεψαν ως παιδί αλλά δε θα καταφέρει να ξεφύγει από το δρόμο στον οποίο τον οδήγησαν έκτοτε.
Η θέση στην οποία συναντάμε τον Τσότσι όταν η ταινία αρχίζει, είναι αποτέλεσμα της κακής οικογενειακής κατάστασης που έζησε μικρός. Η μητέρα του ήταν άρρωστη και αφήνεται να εννοηθεί ότι τελικά πέθανε, κι ο Τσότσι αποφάσισε να εγκαταλείψει το σπίτι του εξαιτίας της υπερβολικά κι ακατανόητα σκληρής συμπεριφοράς του πατέρα του. Μέχρι τη στιγμή που το μωρό θα μπει στη ζωή του, ο Τσότσι είναι λιγομίλητος με μια μονίμως θυμωμένη κι απειλητική έκφραση στο πρόσωπό του, έχοντας στενούς φίλους αλλά χωρίς ποτέ να εκδηλώνει θετικά αισθήματα προς οποιονδήποτε, αντιθέτως γίνεται βίαιος πολύ εύκολα. Σκοτώνει αδίστακτα χωρίς δεύτερη σκέψη, μια συμπεριφορά που στο πλαίσιο της κατοπινής αλλαγής, διαμορφώνεται ως συσσωρεμένη οργή εξαιτίας απωθημένων και στερήσεων. Βασικά πρόκειται για μια ουσιαστική στέρηση, αυτή της οικογένειας. Η επαφή με τους γονείς του, το άγγιγμα της μητέρας του και η συμπαράσταση στην αρρώστια της, ήταν συναισθήματα και εμπειρίες που θέλει να είχε βιώσει αλλά δεν κατάφερε. Η ευκαιρία του ν’ αναπληρώσει αυτό το κενό έρχεται αναπάντεχα με το ‘λάφυρο’ της τελευταίας του κλοπής.
Το μωρό τού ξυπνάει το γονεϊκό συναίσθημα, και παρότι στην αρχή ο ίδιος δεν τα καταφέρνει καλά, φροντίζει να του παράσχει ό,τι χρειάζεται, με τη βοήθεια μιας νεαρής μητέρας που μένει στη συνοικία του. Είναι σημαντικό επίσης το γεγονός ότι το μωρό προέρχεται από πλούσια οικογένεια, σε αντίθεση με τον Τσότσι. Έχει σημασία γιατί τονίζεται ο χαρακτήρας της ‘δεύτερης ευκαιρίας’ που σημαίνει για εκείνον το μωρό. Δίνοντάς του το πραγματικό του όνομα, Ντέηβιντ, μεταθέτει στο μωρό τον δικό του παλιό εαυτό με όλες τις χαμένες ευκαιρίες και του χαρίζει μια δεύτερη προσπάθεια να μεγαλώσει έχοντας εκμεταλλευτεί όλες τις δυνατότητες που έχει στη διάθεσή του. Ο Τσότσι εξαρχής παίρνει υπό την προστασία του το μωρό και προσωρινά σκέφτεται να το κρατήσει. Βρίσκεται όμως ακόμη στην πρωτη φάση της σχέσης του με το βρέφος, όταν αυτό εξυπηρετεί αποκλειστικά την ανάγκη του για αναπλήρωση. Σταδιακά συνειδητοποιεί ότι οι βιολογικές ανάγκες του μωρού είναι σημαντικότερες από τις δικές του ψυχολογικές, και μέσα από τη γνωριμία του με την κοπέλα καταλαβαίνει ότι ο καλύτερος τρόπος για να του δώσει αυτό που του αξίζει είναι να το επιστρέψει στους γονείς του παρά το προσωπικό ρίσκο που ενέχει μια τέτοια πράξη.
Τα κεντρικά στοιχεία της φτώχειας και της εγκληματικότητας σε συνδυασμό με τους χαρακτήρες των νεαρών συμμοριτών, ίσως αρχικά θυμίσουν την «Πόλη του Θεού», αλλά ο σκηνοθέτης έχει φροντίσει να τονίσει την εντοπιότητα της ιστορίας με τις εικόνες του ‘λουσμένες’ από καφέ σκιάσεις και αποχρώσεις, ενώ όσο προχωράει το φιλμ η πλοκή “απο-κοινωνικοποιείται” για να εστιαστεί στο προσωπικό δράμα του πρωταγωνιστή, ο οποίος ακολουθεί μια πορεία απελευθέρωσης από το παρελθόν που θα πληρώσει με την παγίδευση από το παρόν του. Το τελευταίο πλάνο του Τσότσι περικυκλωμένου από την αστυνομία με τα χέρια ψηλά, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη στάση του στην αρχή του φιλμ. Η εσωστρέφεια και η εχθρικότητα έχουν αντικατασταθεί στην πορεία από λύτρωση, συμπόνια και μετάνοια. Συνοδός σ’ αυτή τη μετάβαση είναι η μουσική της ταινίας που ξεκινά με θυμωμένα, επιθετικά κομμάτια που σταδιακά υποχωρούν μπροστά σε απαλές μελωδίες και φωνητικά για να δηλωθεί ο εξανθρωπισμός του ήρωα. Η πλήρης παράδοση στις Αρχές παίρνει τη θέση της απάθειας και της αυτοκυριαρχίας, και δείχνει πόσο ευάλωτος γίνεται πια ο Τσότσι έχοντας βγάλει από μέσα του το βασανιστικό παρελθόν. Το μωρό του είναι απλώς μια πρόσκαιρη αφορμή για εξιλέωση και να αποκτήσει προοπτική για ένα ευτυχέστερο, λιγότερο ριψοκίνδυνο μέλλον. Η ταινία αποφεύγει να μας διαβεβαιώσει ότι αυτό θα έρθει σίγουρα, αλλά τουλάχιστον έχει καθάρει τον ήρωά της, ενώ η ψύχραιμη και συγκινητική κλιμάκωση αφήνει ένα μικρό περιθώριο αισιοδοξίας.
ΚΩΔΙΚΑΣ ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ
THE DA VINCI CODE
Σκην.: Ρον Χάουαρντ
Πρωτ.: Τομ Χανκς, Ωντρέι Τοτού, Ίαν Μακέλεν, Ζαν Ρενό, Άλφρεντ Μολίνα, Πωλ Μπέτανι
Η δολοφονία του εφόρου στο μουσείο του Λούβρου γίνεται η αιτία να αποκαλυφθεί ένα από τα σπουδαιότερα και καλύτερα φυλαγμένα μυστικά στην ιστορία της ανθρωπότητας, σχετικά με την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Στο επίκεντρο των ανακαλύψεων βρίσκεται ο καθηγητής του Χάρβαρντ, Ρόμπερτ Λάνγκτον, και η γλυκιά Σοφί Νεβώ, οι οποίοι αναζητούν την αλήθεια μέσα σε θρύλους, γρίφους και κώδικες που ολ’ αυτά τα χρόνια βρίσκονταν μπροστά στα μάτια μας.
Το μυθιστόρημα του Νταν Μπράουν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2003 κι έκτοτε έχει πουλήσει πάνω από 50.000.000 αντίτυπα παγκοσμίως, πράγμα που σημαίνει ότι το έχουν διαβάσει τουλάχιστον οι διπλάσιοι. Θα ήταν λοιπόν ανοησία για το Χόλιγουντ ν’ αφήσει μια τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη, κι έτσι η άφιξή του στις οθόνες δε θα πρέπει να ξαφνιάζει κανέναν. Μάλιστα, μετά το αστρονομικό παγκόσμιο ‘άνοιγμα’ της ταινίας με 224 εκατομμύρια δολάρια το σαββατοκύριακο, η Sony ανακοίνωσε ήδη τα σχέδιά της για μια δεύτερη περιπέτεια του καθηγητή Λάνγκτον, βασισμένη -όπως θα περίμενε κανείς- στο «Illuminati». Από αμιγώς κινηματογραφική σκοπιά, αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο είναι η ανάληψη της ταινίας από τον Χάουαρντ και τον τακτικό συνεργάτη του, παραγωγό Μπράιαν Γκρέιζερ, οι οποίοι στο παρελθόν έχουν δώσει το «Απόλλων 13», την «Απαγωγή», τα «Ένας υπέροχος άνθρωπος» και «Cinderella man». Το πιο ευδιάκριτο χαρακτηριστικό αυτών των ταινιών που χαρακτηρίζει και τον «Κώδικα Ντα Βίντσι» είναι η κλασικότροπη, εκ του ασφαλούς προσέγγιση του σκηνοθέτη στο θέμα του. Το δίδυμο ακολουθεί πιστά τους κανόνες ενός είδους, κατασκευάζει πολυέξοδες, περιποιημένες παραγωγές (ακόμα κι όταν το σενάριο απαιτεί το αντίθετο- η σκηνοθεσία στο «Cinderella man») με κορυφαία ονόματα της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Το αποτέλεσμα είναι οπτικά πλούσιο κι αφηγηματικά στιβαρό (παρά τη σοβαροφάνεια και το λαϊκισμό), αλλά τίποτε περισσότερο. Είναι δηλαδή σα να παρακολουθείς την καλύτερη εκδοχή των προσδοκιών σου χωρίς τίποτε λιγότερο ή περισσότερο.
Το ιδιο ισχύει και για τον περιβόητο «Κώδικα». Ειδικά εκείνοι που έχουν διαβάσει το βιβλίο και τους αρέσει να βλέπουν ακριβώς αυτό που έχουν διαβάσει, δε θ’ απογοητευτούν. Αυτό δεν το λέω ως κάποιος που έχει διαβάσει το βιβλίο, αλλά γίνεται αντιληπτό από τον τεράστιο όγκο πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο σενάριο και που δίνουν την εντύπωση ότι ο Χάουαρντ γι’ ακόμα μια φορά δεν πήρε ρίσκα, προτιμώντας να ακολουθήσει την αφήγηση του βιβλίου -και- για να μην αφήσει κανέναν παραπονεμένο.
Ο ρυθμός της πλοκής είναι καταιγιστικός, κι είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και τα φλάσμπακ με τις προσωπικές πληροφορίες για τους δύο πρωταγωνιστές ενώ κανονικά θα έπρεπε ν’ αποτελούν ήρεμα διαλείμματα, απεικονίζονται στον ίδιο ρυθμό με τις σκηνές δράσης, ‘αγχώνοντας’ την αφήγηση στην προσπάθειά της να χωρέσει όσο περισσότερα γεγονότα σε μια συγκεκριμένη συνολική διάρκεια του φιλμ. Υπάρχει λοιπόν ασταμάτητη εξέλιξη με πολλές πληροφορίες που απαιτούν την προσοχή του θεατή (κι αυτό δεν είναι καθόλου αναγκαστικά μειονέκτημα- όχι για μένα τουλάχιστον). Εικονογραφικά, η ιστορία περιβάλλεται φυσικά από κτίρια και εκκλησίες προηγουμένων αιώνων, έργα τέχνης, αστικά τοπία από πόλεις όπως το Παρίσι και το Λονδίνο που παραπέμπουν στην ευρωπαϊκή καλλιτεχνική και θρησκευτική παράδοση. Όλοι οι ηθοποιοί κάνουν επαρκώς τη δουλειά τους και ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ταινίας, οι οποίες αντανακλώνται ιδιαιτέρως στην ερμηνεία του Χανκς που σε σχέση με άλλους ρόλους του είναι σχεδόν υποτονική, αλλά αξιοπρεπέστατη χωρίς να μειώνει τον αντίκτυπο της ιστορίας. Όσο για τον ίδιο τον μύθο, αυτός εναπόκειται στην κρίση του καθενός, και τουλάχιστον προσφέρεται σε μια απολύτως ορθόδοξη κινηματογραφική διασκευή, αν και καμιά φορά χρειάζεται κανένα ρίσκο παραπάνω.