Του Ν. Τσαγκαράκη
Το κινέζικο έπος έχει πάρει τον κατήφορο τελευταία, αλλά ο Ατόμ Εγκογιάν μας δίνει μια ενδιαφέρουσα ταινία χαρακτήρων συνδυασμένη έξυπνα με το αστυνομικό μυστήριο.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΤΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
WHERE THE TRUTH LIES

Σκην.: Ατόμ Εγκογιάν
Πρωτ.: Κέβιν Μπέικον, Κόλιν Φερθ, Άλισον Λόμαν
Το 1972 ένας εκδοτικός οίκος αναθέτει στη νεαρή, ταλαντούχα συγγραφέα Κάρεν Ο Κόνορ να ερευνήσει και να γράψει βιβλίο για ένα από τα πιο διάσημα δίδυμα διασκεδαστών της δεκαετίας του ’50. Ο Λάνυ κι ο Βινς είχαν γνωρίσει τεράστια επιτυχία, αλλά έχουν σταματήσει τη συνεργασία τους πολλά χρόνια τώρα, ενώ σπάνια τους αναγνωρίζει κανείς πλέον. Ένα από τα γεγονότα που σημάδεψαν την καριέρα τους και οδήγησαν στη ρήξη μεταξύ τους, ήταν ο μέχρι τώρα ανεξήγητος θάνατος μια καμαριέρας σε δωμάτιο ξενοδοχείου οπού διέμεναν τον καιρό που μεσουρανούσαν. Η Κάρεν αναλαμβάνει να διαλευκάνει το μυστήριο και ν’ αποκαταστήσει την αλήθεια.
Μια αστυνομική ταινία μυστηρίου, όπου η αποκατάσταση της αλήθειας γίνεται περισσότερο για ηθικούς λόγους. Η πλοκή της ταινίας ανατρέχει στο παρελθόν καθώς το αφηγούνται οι δύο ‘entertainers’ και όπως το ανακαλύπτει η Κάρεν, μέσα από τις μαρτυρίες τους. Τα περιστατικά που συμβαίνουν στη σύγχρονη εποχή, ενώ φαινομενικά δεν υποψιάζουν, εξηγούνται όλα στο τελευταίο τέταρτο της ταινίας.
Βασισμένο στις πολύ καλές ερμηνείες των πρωταγωνιστών του, το φιλμ φτιάχνει περίπλοκους χαρακτήρες, καταφέρνει να πείσει για τη συμπεριφορά τους και να την αποδώσει ως κίνητρο σε πολλές περιστάσεις. Ο Βινς έχει ανάγκη τα λεφτά του βιβλίου, καθώς δεν του έχουν απομείνει και πολλές πηγές εσόδων πια. Ο Λάνυ φυσικά και δεν άφησε σημείωμα στην Κάρεν το πρωί, αφού πάντα φερόταν υποτιμητικά στις γυναίκες. Οι αποκαλύψεις αρχίζουν κυρίως από το χειρόγραφο που στέλνει ο Λάνυ στην Κάρεν, ένα σημείο το οποίο είναι ίσως το πιο αδύναμο της υπόθεσης, καθώς η Κάρεν θα έπρεπε να υποψιασθεί γι’ αυτή την κίνηση εκ μέρους του Λάνυ αφού η σχέση τους δεν ήταν και τόσο καλή.
Αυτό που διατρέχει την ταινία είναι ένα αίσθημα πικρίας και απομόνωσης από την πλευρά του Βινς, ο οποίος είναι αναγκασμένος να πληρώνει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) άδικα μια στιγμή αδυναμίας του. Η πλοκή αποκτά το μυστηριώδη χαρακτήρα της ακολουθώντας την προσπάθεια της Κάρεν, αλλά τον εμπλουτίζει με την πορεία των δύο αντρών, οι ζωές των οποίων αναστατώνονται από την έρευνα της Κάρεν. Το μυστικό διαμορφώνει την οπτική μας για καθέναν από τους δύο. Όσο παρέμενε θαμμένο, η εγκράτεια και η ψυχραιμία του Βινς πάνω στη σκηνή και στα σεξουαλικά στιγμιότυπα αποδιδόταν (κυρίως από τους χαρακτηρισμούς του Λάνυ) σε ψυχραιμία και ορθολογισμό. Αντιθέτως, ο Λάνυ ήταν πιο αυθόρμητος, ατίθασος κι ανεξέλεγκτος, χαρακτηριστικά που πιστοποιούνταν από την ευκολία με την οποία άλλαζε γυναίκες.
Παρολαυτά, όσο αναδύεται η πραγματικότητα βλέπουμε ότι παρά το επιπόλαιο φέρσιμό του στις γυναίκες, ο Λάνυ δεν έχει τόσο επιλήψιμα στοιχεία, ενώ ο Βινς είναι αυτός που έχει ένα δεύτερο χαρακτήρα τον οποίο είναι υποχρεωμένος να διατηρήσει κρυφό για λόγους επαγγελματικής επιβίωσης. Αυτή η αυτο-καταπίεση θα τον οδηγήσει σε μια απεγνωσμένη κίνηση και τελικά στη μοναξιά και την καταστροφή.

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
WU JI

Σκην.: Τσεν Κάιγκε
Πρωτ.: Ντονγκ-Κουν Τζανγκ, Χιρογιούκι Σανάντα, Σεσίλια Τσενγκ, Νίκολας Τσε
Ένας στρατηγός, ένας σκλάβος και μία πριγκίπισσα μπλέκονται σ’ ένα παιχνίδι της μοίρας. Ο στρατηγός αναλαμβάνει να σώσει τον βασιλιά του αλλά τραυματίζεται και στέλνει τον ικανό δούλο του με τη στολή του. Εκείνος σκοτώνει κατά λάθος το βασιλιά, αλλά σώζει την πριγκίπισσα από τους στασιαστές.
Η πριγκίπισσα ερωτεύεται τον άντρα με τη στολή νομίζοντας ότι πρόκειται για τον στρατηγό, πράγμα που δε μπορεί να εξακριβώσει καθώς το πρόσωπο του είναι καλυμμένο με μάσκα. Επιστρέφοντας στο καταφύγιο του αληθινού στρατηγού, η πριγκίπισσα εκφράζει τα συναισθήματά της, ο στρατηγός την ερωτεύεται επίσης αλλά δεν είναι ο μόνος.
Ο δούλος που την έσωσε στην πραγματικότητα, αποφασίζει να μην αποκαλύψει την αλήθεια, καθώς βλέπει ότι η πριγκίπισσα ζει μια βαθιά αγάπη με τον στρατηγό.
Το σενάριο το έχει γράψει ο ίδιος ο Κάιγκε κι αυτό πρέπει να μας πει πολλά για το συγγραφικό του ταλέντο, κυρίως ότι δεν υπάρχει. Η πλοκή είναι αποσπασματική και χαοτική, οι χαρακτήρες αδιάφοροι, τα κίνητρα αδύναμα και πολλά γεγονότα ασήμαντα ως αδικαιολόγητα.
Καταρχάς, τι νόημα έχει ν’ ανατρέψεις ολόκληρο βασιλιά και μετά να περιμένεις ένα δικαστήριο για ν’ αποφασίσει την τύχη του ανταγωνιστή σου; Αφού μπαίνεις στον κόπο να στασιάσεις εναντίον της ανώτατης αρχής, τι σ’ εμποδίζει να σκοτώσεις οποιονδήποτε άλλον σταθεί μπροστά σου; Εξάλλου το ίδιο το δικαστήριο έτσι όπως είναι σκηνοθετημένο, αδρανές κι ανίσχυρο, κι αφού η τελική απόφαση δεν είναι στο χέρι του, τι νόημα έχει εξαρχής;
Σχετικά με την καταγωγή του δούλου, γιατί περιμένει να του αναφέρει κάποιος γι’ αυτή για να την ονειρευτεί; Ακόμη κι όταν ανακαλύπτει την αλήθεια (η οποία εδώ που τα λέμε δεν είναι τίποτα συνταρακτικό) τι γίνεται; Απλώς έχει τώρα έναν παραπάνω λόγο να σκοτώσει το στασιαστή στρατηγό.
Ο στρατηγός Γκουανγκμίν ήταν μέχρι τότε ο ισχυρότερος και δημοφιλέστερος πολέμαρχος του βασιλείου, κι αφού συκοφαντείται, αντί να ανασυντάξει το στράτευμά του, ν’ ανακτήσει την αξιοπιστία του και να επιτεθεί κατά των στασιαστών, τι κάνει; Αποσύρεται σ’ ένα μικρό σπίτι σε λιβάδι (δεν αστειεύομαι) και κλαίει τη μοίρα του. Μάλιστα, αντί να υποψιαστεί όταν μετά από καιρό έρχονται πρώην στρατιώτες του (οι ίδιοι που τον είχαν αποπέμψει) να του ανακοινώσουν ότι ο στασιαστής στρατηγός νικήθηκε, τους πιστεύει αμέσως χωρίς να αναρωτηθεί πώς μπορεί να έγινε αυτό, οδηγώντας τον εαυτό του σε παγίδα.
Όσο για το κίνητρο του στασιαστή, αυτό είναι μια γενικότερη δυσπιστία προς τους ανθρώπους, για την οποία έφταιγε η πριγκίπισσα και η συμπεριφορά της όταν ήταν παιδιά!
Τέτοιες προχειρότητες υπάρχουν πολλές στην ταινία, αλλά δεν είναι τόσο πρόχειρες όσο τα ψηφιακά εφέ που καταλαμβάνουν πολύ χώρο στα περισσότερα πλάνα- πολλά από τα οποία είναι εξ ολοκλήρου ψηφιακά. Η αρχική αναχαίτιση των ‘βαρβάρων’ με τους ταύρους είναι αστεία, ενώ κανένα από τα υπόλοιπα ψηφιακά τοπία δεν πείθει, ποσό μάλλον να εντυπωσιάσει.
Κι όλα αυτά γιατί; Για να μπορέσει η πριγκίπισσα στο τέλος να διαλέξει από την αρχή ένα νέο δόμο στη ζωή, κάτι που δε γίνεται κατανοητό γιατί δε μπορούσε να έχει γίνει πολύ νωρίτερα.
Η μουσική την περισσότερη ώρα διατηρεί ένα μονίμως μεγαλοπρεπές ύφος αδικαιολόγητο σε σχέση με τη βαρύτητα της πλειοψηφίας των σκηνών που συνοδεύει, με αποτέλεσμα ο ηρωισμός να μετατρέπεται σε μελοδραματικό στόμφο.
Μπορεί η φωτογραφική αισθητική της ταινίας είναι πιο προσεγμένη από πρόσφατες απόπειρες (βλ. «7 Σπαθιά») αλλά κι αυτή χαραμίζεται, υποβαθμιζόμενη από τις ευτελείς ψηφιακές προσθήκες.