Του Ζαχαρία Αλετρά*

Η λέξη galera στην ιταλική γλώσσα, σημαίνει στα ελληνικά γαλέρα, πέρα απ’αυτό σημαίνει και κάτι παραπάνω, δηλαδή φυλακή, καταναγκαστικά έργα. Η λέξη δηλαδή αυτή είναι συνδεδεμένη με πολλή... ταλαιπωρία.

Η πόλη του Ηρακλείου “ο ποτέ Χάνδακας” ήταν εμπορικός σταθμός στα χρόνια της Ενετοκρατίας, ένα διαμετακομιστικό κέντρο απ’όπου περνούσαν πλεούμενα όλων των μικρών και μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Ο Χάνδακας μαζί με την Κύπρο ήταν τα πιο σπουδαία λιμάνια των Ενετών στο Λεβάντε. Στο σύγχρονο Ηράκλειο μάλιστα έχουν διασωθεί κολοβωμένα και ετοιμόρροπα τα Νεώρια, από το μέγεθος των οποίων μπορεί σήμερα να φανταστεί κανείς τις διαστάσεις των σκαφών που φιλοξενούσαν.

Η γαλέρα λοιπόν προέρχεται από τον βυζαντινό δρόμωνα και διατήρησε σχεδόν αμετάβλητα τα χαρακτηριστικά της από τον 9ο εως τον 18ο αιώνα. Πρόκειται δηλαδή για ένα επίτευγμα στην ναυπηγική τέχνη της εποχής της γιατί επί χίλια χρόνια διέσχιζε τις θάλασσες σε όλο τον κόσμο. Οι διαστάσεις αυτού του πλοίου ήταν ως εξής: μήκος 40-50 μέτρα και πλάτος 6-7 μέτρα, 22 με 30 κουπιά σε κάθε πλευρό και δύο κατάρτια με τριγωνικά πανιά ως βοηθητικά της προώσεως, τα οποία ονομάζονταν λατίνια, ενώ το πλήρωμα της κυμαινόταν από 200 εως 300 άνδρες.

Το πλοίο αυτό κατά τον Μεσαίωνα χρησιμοποιήθηκε κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, όταν ακόμη το θαλάσσιο εμπόριο δεν είχε εκραγεί στην Μεσόγειο, όπως έγινε αργότερα κατά τους νεότερους χρόνους. Το έργο της γαλέρας στον πόλεμο βασίζονταν στον εμβολισμό, το λεγόμενο ρεσάλτο, γι’αυτό και τα πυροβόλα όπλα βρίσκονταν στο πρωραίο τμήμα της.

Η γαλέρα ήταν ένας αντικατοπτρισμός της στεριανής κοινωνίας της εποχής. Οι άνθρωποι που τις επάνδρωναν ήταν από ευγενείς εως τεχνίτες, αγρότες και εγκληματίες ακόμη. Οι ευγενείς ήταν ο αρχιπλοίαρχος και γύρω του οι αξιωματικοί του πλοίου, επίσης υπήρχαν οι ναύτες οι καραβομαραγκοί και οι καλαφάτες.

Η πιο δύσκολη δουλειά βέβαια ήταν αυτή των κωπηλατών οι οποίοι αποτελούνταν και από αιχμαλώτους πολέμου-χριστιανούς συνήθως στις τουρκικές και βερβέρικες και μουσουλμάνους στις χριστιανικές.

Τα χρόνια που η Βενετία ανταγωνιζόταν τις άλλες άπληστες δυνάμεις της Δύσης και της Ανατολής στην Μεσόγειο, η αιχμαλωσία και το δουλεμπόριο μπορεί να ήταν μια προσοδοφόρα “βιομηχανία” που εξυπηρετούσε τους πάντες αλλά δεν ήταν ένας τακτικός τρόπος τροφοδοσίας των γαλέρων με πληρώματα. Συνεπώς η Βενετία, επιστράτευσε στην δούλεψη της για να κωπηλατούν στις γαλέρες βιλλάνους. Υπήρχαν δύο κατηγορίες υπόχρεων στην γαλέρα: οι μαχητές (huomini da Guerra ή da spada) και οι κωπηλάτες (Ηuomini da remo=αλυσίδα). Οι κωπηλάτες υπέφεραν περισσότερο.

Η γαλέρα βέβαια είχε και εθελοντές. Συνήθως αυτοί ήταν πρώην κατάδικοι οι οποίοι και λέγονταν “καλοθελητές” εννοείται βέβαια ότι οι μεγάλες δυνάμεις επιφύλασσαν σ’όλο αυτό τον συρφετό των δυστυχούντων και την δέουσα περιποίηση. Η γαλέρα ονομαζόταν “κάτεργο”, οπότε και οι κωπηλάτες “κατεργάρηδες”-απο εκεί βγήκε και η έκφραση “κάθε κατεργάρης στον πάγκο του”- οι οποίοι αλυσοδένονταν.

Στην Κρήτη όπως και σε όλες τις κτήσεις της Βενετίας η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν καθορισμένη. Στην κορυφή της πυραμίδας ήταν οι ευγενείς, οι nobili, μετά ήταν οι κάτοικοι των πόλεων που ονομάζονταν αστοί-cittadini, burgenses- η τάξη αυτή απαρτιζόταν από δημόσιους υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες, νοτάριους, τεχνίτες, εμπόρους, ναυτικούς, ζωγράφους, γιατρούς, δικηγόρους. Στην κατώτερη τάξη ανήκει η “ψιλή μαρίδα” ο λαός της υπαίθρου και των πόλεων, η επονομαζόμενη πλέμπα (plebe, populari ή popolari, villani ή contadini).

Οι κάτοικοι στα χωριά διακρίνονταν σε άγραφους (agrafi), σε απελευθερους (franchi) και σε πάροικους που δούλευαν τα κτήματα του Δημοσίου (villani comunis) ή των ιδιωτών (villani militum).

Οι αστοί είχαν ορισμένες υποχρεώσεις απέναντι στο ενετικό Δημόσιο και αυτές ήταν η στρατιωτική υπηρεσία, η καταβολή μικρού φόρου και η παροχή στέγης σε ξένους μισθοφόρους.

Οι χωρικοί κατέβαλλαν φόρους και αναλάμβαναν αγγαρείες και κανίσκια υπέρ του ενετικού Δημοσίου. Οι αγγαρείες ποίκιλλαν, μπορούσε να είναι από δημόσια έργα όπως γέφυρες, οχυρώσεις, υδραγωγεία, δημόσια κτίρια, καθαρισμοί υδαταγωγών, -τα γνωστά “κουτούτα”- όπως αυτοί που έφερναν από τις γύρω περιοχές τα νερά στον Χάνδακα, και -το χειρότερο-αγγαρείες στα κάτεργα, δηλαδή στις γαλέρες.

Η υπηρεσία στις γαλέρες ήταν τόσο επαχθής και επικίνδυνη, ώστε οι αγγαρικοί αναγκάζονταν να καταφεύγουν στα βουνά, στα ξερονήσια γύρω από την Κρήτη ή να πωλούν την περιουσία τους προκειμένου κάποιος άλλος να αναλάβει την αγγαρεία.

Οι άνθρωποι που πήγαιναν ως κωπηλάτες στην θέση των κληρωτών ονομάζονταν αντισκάροι. Η καταφυγή στα βουνά είχε και μια άλλη σοβαρότερη συνέπεια, οι φεουδάρχες εξασφαλίζοντας την ατιμωρησία στους φυγάδες τους υπέτασσαν απόλυτα στην υπηρεσία τους συντηρώντας ένα σύστημα πατρωνίας που ουσιαστικά υποδούλωνε τους φτωχότερους. Επιπλέον η αγγαρεία στην γαλέρα είχε πολλούς κινδύνους, οι συνθήκες ζωής των κωπηλατών ήταν άθλιες, τόσο η διατροφή όσο και η υγιεινή έθεταν σε κίνδυνο την υγεία και την ζωή τους. Κωπηλατούσαν επί ημέρες κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο- οι επιχειρήσεις γίνονταν από την άνοιξη εως το φθινόπωρο- όταν είχε νηνεμία, και συναναστρέφονταν κάθε λογής τυχοδιώκτες και απελπισμένους, που η μοίρα τους έριξε στο κάτεργο.

Οι κίνδυνοι επιπλέον της θάλασσας ήταν πολύ μεγάλοι αν αναλογιστί κανείς αφενός τα ναυάγια αφετέρου ότι εκείνα τα χρόνια κουρσάροι και πειρατές λυμαίνονταν όλη την Μεσόγειο με στόχο να διαγουμίσουν τα εμπορεύματα και να εξανδραποδίσουν το πλήρωμα.

Συνεπώς το να αναλάβει κανείς να αντικαταστήσει κάποιον άλλο στο κάτεργο ήθελε ένα σοβαρό κίνητρο το οποίο ήταν κυρίως οικονομικό, αλλά όχι μόνο. Πολλοί ήταν οι περιθωριακοί ή οι απελπισμένοι, που θα επέλεγαν την γαλέρα ως ένα τρόπο διαφυγής από την πίεση της κοινωνίας της εποχής, άνθρωποι που είχαν τον “δικό τους Θεό” και αυτή η περιπέτεια μπορούσε να τους σκοτώσει από την μια αλλα από την άλλη να τους δώσει την ευκαιρία του τυχοδιωκτισμού στην έσχατη μορφή του.

Αντισκάροι θα μπορούσαν να γίνουν πολλοί που ήταν νέοι, δυνατοί και πάμπτωχοι.

Μπορούσαν να μάθουν να επιβιώνουν στην γαλέρα αν τα κατάφερναν και να αλλάζουν αφεντικά ανάλογα με τις συνθήκες. Για παράδειγμα ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορούσε να δουλέψει για ένα πειρατή ή ένα κουρσάρο και να απολάβει κέρδη.

Στα τέλη του 15ου αιώνα μετά την ναυμαχία της Ναυπάκτου οι Ιταλοί, οι Ισπανοί και γενικά οι ευγενείς της Δύσης, εφόσον ηττήθηκε η μεγάλη δύναμη του Σουλτάνου, επιδόθηκαν εμπόριο με μεγάλη επιτυχία στην θαλασσινή ληστεία, την πειρατεία δηλαδή και στο κούρσο. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το Βενετοτουρκικό πόλεμο του 1570-1571 οι Ενετοί επιστράτευσαν για τις γαλέρες τους 30.000 Κρητικούς επιπλέον στους 7.000 που υπήρχαν ήδη. Επίσης οι επίσημοι και ανεπίσημοι πόλεμοι μεταξύ των θαλασσοκρατοριών της εποχής ήταν συχνοί.

Τα κριτήρια της απογραφής του πληθυσμού για την αγγαρεία στην γαλέρα ήταν τα “καράτια” τα χρέη δηλαδή προς το ενετικό Δημόσιο. Οι αγγαρικοί ήταν άνδρες που η ηλικία τους κυμαινόταν από 18 έως 50 ετών. Ο Προβλεπτής Filippo Pasqualigo στην έκθεσή του προς τις βενετικές Αρχές το 1594 αναφέρει ότι πήγε στα χωριά και διάλεξε τους πιο αξιόμαχους άνδρες ηλικίας 15 έως 50 ετών ανάλογα με τις οικονομικές υποχρεώσεις που είχαν. Είναι εύκολο να υποθέσει κανείς ότι οι βιλλάνοι ήταν πνιγμένοι στα χρέη αφενός, και αφετέρου οι προσωπικές σχέσεις αντεκδίκησης σε μικρές κοινωνίες μπορούσαν να οδηγήσουν κάποιον στην γαλέρα. Πολλοί λοιπόν ήταν εκείνοι που δεν ήξεραν καν να κολυμπούν, όταν μάλιστα πολλοί που κατοικούσαν στις πεδιάδες και τα βουνά της Κρήτης μπορεί να μην είχαν ποτέ βρέξει τα πόδια τους με θαλασσινό νερό. Συνεπώς η λύση ήταν οι αντισκάροι.

Μάλιστα ο Γενικός Προβλεπτής της Κρήτης στα 1639 γράφει προς τις ενετικές Αρχές: “Κανένα άλλο κράτος του κόσμου δεν αναθέτει στους υπηκόους του την επιβάρυνση της γαλέρας, γι’ αυτό (οι αγγαρικοί) υποφέρουν και αξίζουν καλύτερη μεταχείριση”. Αλλά οι προτεραιότητες της “Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου” ήταν άλλες, γι’ αυτό και ο θεσμός των αντισκάρων που οδήγησε στην εξαθλίωση των βιλλάνων στην Κρήτη δεν καταργήθηκε παρά μόνο με το τέλος της Ενετοκρατίας, παρά τις εκκλήσεις των κατά καιρούς Γενικών Προβλεπτών.

Μπορεί οι κακουχίες να ήταν ο κανόνας για όλους τους βιλλάνους της Ευρώπης, αλλά κανείς δεν το θεωρούσε αυτονόητο. Η πλέμπα μισούσε τους Ενετούς και τους φεουδάρχες που με κάθε τρόπο τους εκμεταλλεύονταν αδιαφορώντας για την αξία της ζωής τους.

ΠΗΓΕΣ: Δετοράκης Θ. Ιστορία της Κρήτης. Ηράκλειο 1992

Παναγιωτάκης Ν., Κρήτη: Ιστορία και πολιτισμός, τόμος Β’, Σύνδεσμος Τοπικών Δήμων και Κοινοτήτων, Βικελαία 1998.

Εγκυκλοπαίδεια “Δομή”, τόμος 4.

* Ο Αλετράς Ζαχαρίας είναι ιστορικός Mcs στις Ευρωπαϊκές Σπουδές