Ο εικοστός αιώνας ήταν για την Ελλάδα μία από τις πιο ταραγμένες περιόδους στην πολιτική ιστορία του τόπου. Εάν προσπαθούσε κάποιος να απαριθμήσει τα πραξικοπήματα και τις στρατιωτικές παρεμβάσεις που έγιναν στην πολιτική ζωή θα έχανε τον…μπούσουλα.

Από τις αρχές του αιώνα μέχρι και την έβδομη δεκαετία είχαμε αλλεπάλληλες επεμβάσεις του στρατού και την κατάλυση της δημοκρατίας. Μία από τις πιο ιδιότυπες δικτατορίες ήταν και εκείνη του στρατηγού Πάγκαλου, τον Ιούνιο του 1925. Ο Πάγκαλος ήταν εκ των πραγμάτων μία ξεχωριστή περίπτωση αφού συγκέντρωνε ορισμένα χαρακτηριστικά: μία λαϊκή ανοχή που άγγιζε τα όρια της στήριξης και ταυτόχρονα μία φαιδρή εκδοχή της στη διοίκηση. Είτε αυτή εκφραζόταν ως απαγόρευση της κοντής φούστας στις γυναίκες είτε με σοβαρότερα γεγονότα όπως ήταν η…εισβολή άνευ σημαντικού λόγου και αιτίας στην Βουλγαρία.

Έτσι κι αλλιώς η δεκαετία του ’20 ήταν μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και το Κίνημα είχαμε την εκτελεση των Έξι. Το διαλυμένο ελληνικό κράτος είχε ως άμεση προτεραιότητα την περίθαλψη και αποκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Εκεί κάπου έγινε προσπάθεια να ξεκαθαριστεί και το πολιτειακό, εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία. Ωστόσο, το κλίμα εξακολουθούσε να είναι άσχημο, στο στρατό υπήρχε απειθαρχία και η μία κυβέρνηση εναλλασσόταν με την άλλη. Από το διάστημα Ιουλίου 1924 μέχρι τον Ιούνιο του 1925 ορκίστηκαν δύο ακόμη κυβερνήσεις, η μία υπό τον Σοφούλη και η άλλη υπό τον Μιχαλακόπουλο. Και οι δύο πρωθυπουργοί είχαν να αντιμετωπίσουν…προνουτσιαμέντα. Ο μεν Σοφούλης ειχε αντιμετωπίσει τις περιπτώσεις του πλοιάρχου Κολιαλέξη καθώς και των στρατηγών Τσερούλη και Παναγιωτόπουλου. Από την πλευρά του ο Μιχαλακόπουλος αντιμετώπισε την συνωμοσία με τον στρατηγό Λούφα και τα «δημοκρατικά τάγματα» με τον Ντερτιλή. Εκείνος που δεν πλήρωσε πάντως ήταν ο Πάγκαλος που στην ουσία είχε τον έλεγχο των «δημοκρατικών ταγμάτων». Επρόκειτο για μικρές μονάδες που πρωτοέκαναν την εμφάνισή τους το 1923 υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Φλούλη. Οι στρατιώτες που τα στελέχωναν επιλέγονταν με βάση την πολιτική τους καταγωγή και ποιον υποστήριζαν.



Το κίνημα



Τον Ιούνιο του 1925 το κλίμα στη χώρα ήταν βαρύ. Απεργίες σάρωναν το κράτος, οι αξιωματικοί διαμαρτύρονταν για διάφορα μισθολογικά και άλλα αιτήματα, ορισμένοι έθεταν και το μείζον ζήτημα του κομμουνιστικού κινδύνου. Η κυβερνητική πλειοψηφία ήταν θέμα χρόνου να χαθεί. Ο Μιχαλακόπουλος όπως έκαναν και οι προηγούμενοι χτύπησε τους απεργούς και αυτός «χτυπήθηκε» από την Αντιπολίτευση στη Βουλή. Και στις 10 Ιουνίου ο Κονδύλης υπέβαλε την παραίτησή του από τη θέση του υπουργού Εσωτερικών επικαλούμενος την απειθαρχία του στρατού, την μη λύση του προσφυγικού και το ότι δεν εκκαθαρίστηκε το κράτος από τους βασιλόφρονες-το έλεγε εκείνος που δέκα χρόνια μετά θα έκανε τα πάντα για να ξαναφέρει το βασιλιά.

Ο ανασχηματισμός και η προσπάθεια ανασύνταξης του βενιζελικού στρατοπέδου δεν απέφερε αποτελέσματα. Ο Πάγκαλος κινήθηκε και κατέλυσε το πολίτευμα. Το περίεργο είναι ότι ο ίδιος στρατηγός διαφήμιζε από πολύ νωρίς την πρόθεσή του. Κι όμως κανένας δεν τον σταμάτησε! Ακόμη και ο υπουργός Στρατιωτικών Γόντικας τον ρώτησε ευθέως εάν θα κάνει κίνημα. Κι εκείνος του απάντησε: «Και βέβαια θα κάμω κίνημα»!

Το βράδυ της 24ης Ιουνίου προς τα ξημερώματα της 25ης Ιουνίου εξερράγη το κίνημα. Ο Πάγκαλος είχε δώσει εντολή να κινηθούν τα φιλικά προς εκείνον σώματα σε κατάληψη των καίριων θέσεων. Από τη Θεσσαλονίκη και το Ρουφ, το στρατιωτικό νοσοκομείο, ενώ όλα σχεδόν τα δημόσια κτίρια έχουν καταληφθεί μέχρι τις 2 τα ξημερώματα. Ο Πάγκαλος επικράτησε πολύ εύκολα. Μάλιστα ορισμένοι πολιτικοί , όπως ο Παπαναστασίου, πήγαν και τον βρήκαν και του πρότειναν να μπει στη νέα κυβέρνηση που θα σχημάτιζαν οι βενιζελικοί.

“Είμαι επαναστάτης. Δεν μπορώ να λάβω αποφάσεις πριν εγκατασταθώ στην Αθήνα και επιβάλω τους σκοπούς του κινήματος» ήταν η απάντηση του Πάγκαλου.

Το περίεργο της όλης υπόθεσης -και ίσως το πιο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου κινήματος- είναι ότι ο Πάγκαλος δεν τόλμησε ή δεν ήθελε να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς να έχει την έγκριση της Εθνικής συνελεύσεως! Δηλαδή και δικτατορία και ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή! Το απόγευμα της 25ης Ιουνίου μάλιστα που ήταν προγραμματισμένη η συνεδρίαση για να διαβάσει ο Πάγκαλος τις…προγραμματικές του δηλώσεις η συνεδρίαση δεν έγινε λόγω ελλείψεως απαρτίας. Πολλοί ιστορικοί καταλογίζουν ατολμία στη συνέλευση-θα μπορούσε να συνέλθει και να τον θέσει εκτός νόμου-αλλά κι αυτό ήταν σημάδι των όσων συνέβησαν.

Ε, λοιπόν κι εκείνος έφτιαξε μία κυβέρνηση με τον ίδιο πρωθυπουργό και υπουργό των Στρατιωτικών και ορκίστηκαν! Προέκυψαν ορισμένες διαπραγματεύσεις με τα υπόλοιπα στελέχη του βενιζελικού κόσμου, που είχε ακόμη αυταπάτες ότι ο σταρτηγός Πάγκαλος θα μπορούσε να φτιάξει μία ιδιότυπη κοινοβουλευτική δικτατορία. Τελικώς διαψεύστηκαν. Και στην πορεία οικτρά. Μετά από μερικές ημέρες ο Πάγκαλος εμφανίστηκε στην Εθνοσυνέλευση και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης και μάλιστα με εντυπωσιακή πλειοψηφία. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που καταψήφισαν την κυβέρνηση του Πάγκαλου-οι Μι χαλακόπουλος και Καφαντάρης απείχαν από την ψηφοφορία. Μία στάση που ουσιαστικά δικαίωσε τον Πάγκαλο.

Ήταν η αρχή του τέλους για τη δημοκρατική παράταξη. Ο Πάγκαλος άρχισε να παίρνει μέτρα, μέχρι και την κατάργηση της Εθνοσυνέλευσης που τον υπερψήφισε. Διέταξε τη σύλληψη του Πλαστήρα τον οποίο είχε ειδοποιήσει ο Πάγκαλος να μην πλησιάσει στην Αθήνα. Ο Γρηγόρης Δαφνής περιγράφει το περιστατικό:

“Μετά την διάλυσιν της Συνελεύσεως, οι κινούμενοι προς ανατροπήν του Παγκάλου τον εκάλεσαν να έλθη εις Αθήνας. Ο Πάγκαλος του διεμήνυσεν ότι δεν έπρεπε να έλθη και έδωσεν εντολήν εις την χωροφυλακήν της περιοχής να τον παρακολουθή. Ο Πλαστήρας κατώρθωσε να παραπλανήση τους παρακολουθούντας αυτόν και την 7ην Οκτωβρίου έφθασεν εις Αθήνας.

Κατέλυσεν εις το ξενοδοχείον του Νέου Φαλήρου Ακταίον. Ο Πάγκαλος, πληροφορηθείς ότι τον Πλαστήραν, αμέσως μετά την άφιξίν του, τον περιέβαλον όλοι οι εναντίον του κινούμενοι, απεφάσισε να τον συλλάβη και να τον απελάση εξ Ελλάδος. Το βράδυ της 9ης Οκτωβρίου παρουσιάσθη εις το ξενοδοχείο Ακταίον ο φρούραρχος Ναπ. Ζέρβας και εζήτησε να ίδη τον Πλαστήραν. Ο αρχηγός της Επαναστάσεως, ειδοποιηθείς περί της επικειμένης συλλήψεώς του, είχεν αναχωρήσει εκ του ξενοδοχείου ολιγον προ της αφίξεως του Ζέρβα, παρ’όλον ότι είχον τοποθετηθή χωροφύλακες προς παρακολούθησίν του, και κατώρθωσε να κρυβη εις φιλικήν του οικίαν. Το γεγονός εξώργισε τον Πάγκαλον. Δι’αυτό, την επομένην διέταξε την σύλληψιν των Γ. Παπανδρέου, Ν. Βεντήρη και Παπαμαντέλλου, υπασπιστού του Πλαστήρα, με την κατηγορίαν ότι είχον φυγαδεύσει τον αρχηγόν της Επαναστάσεως του 1922. Την 11η Οκτωβρίου δε, εξέδωσε προκήρυξιν, δια της οποίας ηπείλει με την ποινήν του θανάτου όλους τους αποκρύπτοντας τον Πλαστήραν.

Αλλά παρά τας απειλάς ούτε ο Πλαστήρας παρεδόθη ούτε το κρησφύγετον του απεκαλύπτετο. Τας εσπερινάς ώρας όμως της 24ης Οκτωβρίου, κάποιος κατέδωσεν εις την κυβέρνησιν ότι ο Πλαστήρας εκρύπτετο εις την επί της οδού Τσακάλωφ κειμένην οικίαν Τσοκοπούλου. Αμέσως διετάχθη η Χωροφυλακή να κυκλώση την εν λόγω οικίαν. Περί ώραν 11ην μ.μ. ότε η κύκλωσις είχε συμπληρωθή, παρουσιάσθησαν εις την οικίαν Τσοκοπούλου ο φρούραρχος Αθηνών Ναπ. Ζέρβας και ο διοικητής της Χωροφυλακής, συνοδευόμενοι υπό ευαρίθμων αξιωματικών. Εζήτησαν να παραδοθή ο Πλαστήρας. Ελαβον την απάντησιν οτι ούτος δεν ευρίσκετο εκεί. Ηρχισαν αμέσως λεπτομερή έρευναν της οικίας, η οποία ουδέν απέδωσεν. Ήρχισαν να απογοητεύωνται, ότε ηκούσθησαν πυροβολισμοί. Τι είχε συμβή; Ο Πλαστήρας, αντιληφθείς ότι είχε προδοθή, δια της ταράτσας της οικίας Τσοκοπούλου, επήδησεν εις την ταράτσαν της συνεχόμενης οικίας. Οταν από την ταράτσαν αυτήν προσεπάθησε να πηδήση εις την ταράτσαν συνεχόμενης νεοκτίστου οικίας, έγινεν αντιληπτός από τους αξιωματικούς που εφύλασσον όπισθεν της οικίας Τσοκοπούλου. Ούτοι έτρεξαν προς την νεόκτιστον οικίαν και ανέβηκαν εις την ταράτσαν της, όπου ήδη ευρίσκετο ο Πλαστήρας. Μόλις τους αντεληφθη, επυροβόλησε τετράκις κατ’αυτών.

Ούτοι δεν αντεπυροβόλησαν, αλλά τον κάλεσαν να παραδοθή. Ο Πλαστήρας, διαπιστώσας ότι δεν ημπορούσε να διαφύγη, επανήλθεν εις την οικίαν Τσοκοπούλου, οπόθεν διεμήνυσεν ότι δεν θα παρεδίδετο παρά μόνον εις στρατηγόν. Δύο εκ των αξιωματικών, εσπευσαν να ειδοποιήσουν τον διοικητήν του Α’ Σώματος αντιστράτηγον Τσερούλην, ο οποίος έφθασεν εις την οικίαν Τσοκοπούλου ύστερα από ολίγα λεπτά της ώρας. Ο Πλαστήρας παρεδόθη εις τον στρατηγόν Τσερούλην, ο οποίος τον παρέλαβεν εις το αυτοκίνητόν του και τον μετέφερεν εις τον Πειραιά, όπου ανέμενεν ατμάκατος δια της οποίας ο Πλαστήρας ωδηγήθη εις Ναύσταθμον, όπου τον επεβίβασαν επί του αντιτορπιλικού Λέων περί ώραν 3.30 πρωινήν της 25ης Οκτωβριου”.

ΠΗΓΕΣ:

-Γρ.Δαφνή: Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων

-Θάνου Βερέμη, οικονομία και δικτατορία

-Θάνου Βερέμη, ο στρατός στην ελληνική πολιτική ζωή

-Θάνου Βερέμη, οι επεμβάσεις του στρατού 1916-1936

-Δρανδάκης

-Απομνημονεύματα Πάγκαλου