Του Γιώργου Καλογεράκη δασκάλου

Τση Κρητικούς αφορδακούς,

οι Γερμανοί δε θένε,

γιατί αυτοί τα κάνανε,

τα μάθια ντως και κλαίνε.



(μαντινάδα που άρεσε στον Κίμωνα Ζωγραφάκη και στον φίλο του Πάτρικ Λη Φέρμορ ή Φιλεντέμ να την τραγουδούν όταν πίνανε κρασί)



1. Κίμωνας Ζωγραφάκης

Απόγονος δύο ιστορικών οικογενειών του Καστελλίου ο Κίμωνας Ζωγραφάκης. Των Ζωγραφάκηδων και των Κατζαγιάννηδων. Γεννήθηκε στο Καστέλλι το 1918. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, μεγάλωσε με τα μεγάλα και ωραία ιδανικά που του μετέδιδαν οι γονείς του. Ο πατέρας του Γεώργιος Ζωγραφάκης ή Ξηρούχης πρόεδρος της Κοινότητας Καστελλίου και η μητέρα του η Αικατερίνη.

Στρατεύτηκε το 1939 και το τέλος του Ελληνοϊταλικού πολέμου τον βρίσκει στην Πελοπόννησο. Με το ατμόπλοιο ΕΛΕΝΗ έρχεται στην Κρήτη.

Στις 20 Μαΐου του 1940 γνωρίζει μαζί με τους Καστελλιανούς συντοπίτες του την γερμανική ανανδρία όταν βομβαρδίζεται το Καστέλλι και το εκεί ημιτελές στρατιωτικό αεροδρόμιο. Την επόμενη μέρα 21 Μαΐου εξοπλίστηκε από τον πρόεδρο της Κοινότητας και πατέρα του και αναχώρησε με ομάδα νέων Καστελλιανών για το Ηράκλειο έτοιμοι να πολεμήσουν τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Πολέμησαν στη θέση Κοψά στου Κοκκίνη το Χάνι. Εκεί η ομάδα του Κίμωνα αιχμαλωτίζει 15 Γερμανούς στρατιώτες.

Μετά την κατάληψη της Κρήτης επιστρέφει στο χωριό του. Στο Καστέλλι καταφτάνουν οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές και ακολουθούν πλήθος Γερμανών στρατιωτών. Αρχίζουν να φτιάχνουν το αεροδρόμιο με τις αγγαρείες. Ο πατέρας του Γεώργιος Ζωγραφάκης παραιτείται από πρόεδρος της Κοινότητος και μετακομίζει με την οικογένειά του στην Κασταμονίτσα.

Με τον φίλο του Γιώργο Πολεμαρχάκη φεύγουν για τα νότια παράλια. Μένουν στην μονή Αγίου Αντωνίου στην Άρβη περιμένοντας ειδοποίηση και σκάφος. Δεν καταφέρνουν όμως να φύγουν και επιστρέφουν πίσω.

Μια σκέψη τον απασχολεί ιδιαίτερα. Το πως θα μπορέσει να φύγει για την Μέση Ανατολή να συνεχίσει τον αγώνα. Η ευκαιρία του δίδεται αργότερα, το επόμενο έτος όταν δέχεται να συμμετάσχει στο Α΄ σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου στις 9 Ιουνίου 1942. Επικεφαλής ο Άγγλος Λοχαγός Ντάνκαν. Είναι το πρώτο οργανωμένο από συμμαχικές και ελληνικές δυνάμεις σαμποτάζ της Κρήτης. Μετά το σαμποτάζ αναχωρεί μαζί με τους σαμποτέρ στην Μέση Ανατολή. Εκπαιδεύεται αλεξιπτωτιστής και σαμποτέρ. Εντάσσεται στην ομάδα Φορς 33. Την Άνοιξη του 1943 αναγκάζεται να μπει στο Νοσοκομείο για να κάνει δύο εγχειρήσεις. Δεν είχε ακόμη αναρρώσει όταν τον Ιούλιο του 1943 αναλαμβάνει νέα αποστολή. Ομάδα σαμποτέρ θα ανατινάξει και πάλι το αεροδρόμιο Καστελλίου για δεύτερη φορά. Η επιχείρηση γίνεται τα μεσάνυχτα στις 4 ξημερώματα 5 Ιουλίου. Επικεφαλής ο Δανός υπολοχαγό Άντερς Λάσσεν. Μετά την επιχείρηση, που κι αυτή τη φορά είχε επιτυχία, επιστρέφει ξανά στην Μέση Ανατολή. Οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τον αδερφό του δάσκαλο και ανάπηρο του Ελληνοϊταλικού πολέμου Γιάννη Ζωγραφάκη και τον εκτελούν στην Αγυιά Χανίων στις 28 Οκτωβρίου 1943. Το μεγάλο του παράπονο. Συχνά στις συζητήσεις μας μου έλεγε ότι όταν ο πατέρας του τον συνάντησε μετά το σαμποτάζ στην Έργανο, ένα οροπέδιο πάνω από το χωριό Ξενιάκο, δεν του επέμενε όσο έπρεπε για να πείσει τον Γιάννη και να τον πάρει μαζί του στην Αίγυπτο. Αν τον είχα πάρει μαζί, μου έλεγε, τώρα θα ζούσε, δεν θα τον εκτελούσαν οι Γερμανοί. Επιστρέφει στην Κρήτη και τοποθετείται φρουρά ασυρμάτου του Άλεξ Ρέντελ στα Λασιθιώτικα βουνά στην θέση Βατονερό στην μάντρα του Σηφογιάννη. Υποδέχεται στο οροπέδιο του Καθαρού τον Φεβρουάριο του 1944 τον Πάτρικ Λη Φέρμορ και δυο μήνες μετά στον όρμο Χούσακα τους άλλους απαγωγείς του Στρατηγού Κράιπε. Στην απαγωγή ενώ ήταν στα σχέδια να πάρει μέρος με δυο Ρώσους, τελικά επιστρέφει από τις Πατσίδες με τους Ρώσους στο λημέρι κατόπιν υποδείξεως του Πάτρικ Λη Φέρμορ.

Την νύχτα των μεγάλων σαμποτάζ 23 προς 24 Ιουλίου 1944 παίρνει μέρος στην ανατίναξη των καυσίμων στο Δράσι Μεραμβέλου.

Ο Κίμωνας Ζωγραφάκης πήρε μέρος στην διάρκεια της Κατοχής σε αρκετές συμπλοκές και μάχες με τους Γερμανούς. Κυριότερες απ’αυτές ήταν η μάχη στην παραλία Τρυπητής στις 10 Ιουλίου 1943 όπου και συνέλαβε δυο Γερμανούς στρατιώτες αιχμαλώτους και η μάχη της 12ης Δεκεμβρίου 1943 στην θέση Λιβαδιώτη κοντά στην Πόμπια. Σ’αυτήν την μάχη έχασε από το σακίδιό του ένα καινούριο ζευγάρι άρβυλα τα οποία την άλλη μέρα βρήκαν οι Γερμανοί κατά την εξερεύνηση της περιοχής. Επειδή ο Κίμωνας έβαζε μεγάλο νούμερο υποδήματα, οι Γερμανοί για αρκετό διάστημα μετά ενόμιζαν ότι ο Μανόλης Μπαντουβάς επέστρεψε στην Κρήτη.

Σαμποτάζ, δολιοφθορές, συσκέψεις με Άγγλους πράκτορες, κατασκοπεία, πορείες, διαφυγή αιχμαλώτων, διαφυγή Ρώσων, υποδοχή πλωτών μέσων, σχεδιαγράμματα αεροδρομίου Καστελλίου, ήταν κάποιες από τις δραστηριότητες του Κίμωνα Ζωγραφάκη τα χρόνια της Κατοχής.

Δύσκολες και επικίνδυνες αποστολές. Για να έρθει το 1945 και να χαρεί την απελευθέρωση μαζί με όλους τους Έλληνες.

Και να ακολουθήσουν τα βραβεία και τα παράσημα, στα οποία όμως δεν έδιδε ιδιαίτερη σημασία.

Γιατί ο αγώνας ήταν χρέος, όπως έλεγες. Δίχως ανταλλάγματα.

Αγαπητέ Κίμωνα Ζωγραφάκη

Θα μας λείψεις.

Όλοι όσοι σε γνώρισαν, όλοι όσοι άκουσαν ή διάβασαν για σένα, πάντα θα σε θυμούνται.

Κι εμείς οι συντοπίτες σου, αισθανόμαστε υπερήφανοι για σένα.

Υπερήφανοι που κατάγεσαι από τον τόπο μας την Πεδιάδα.

Στην σκέψη και την μνήμη μας θα είσαι πάντοτε παρών. Ένα άσβηστο καντήλι και ένα σύμβολο τιμής.

Κίμωνα, σου εύχομαι καλό ταξίδι.

Ας είναι αιωνία σου η μνήμη.

23 Νοεμβρίου 2004

Γιώργος Καλογεράκης



2. Η γνωριμία του Στάνλεϋ Μος με τον Κίμωνα Ζωγραφάκη (Ζαχαρία)

Στις 3 Απριλίου 1943, μία τορπιλάκατος προσεγγίζει τα παράλια του Χούσακα στις παρυφές των Αστερουσίων. Μεταφέρει τον Άγγλο λοχαγό Στάνλεϋ Μος και τους Μανόλη Πατεράκη, Γιώργη Τυράκη, Ζαχαρία Χαιρέτη, Γεώργιο Δραμουντάνη, Γιάννη Κατσιά. Οι τρεις πρώτοι θα έπαιρναν μέρος στην απαγωγή του στρατηγού Κράιπε. Την τορπιλάκατο περίμεναν στην παραλία οι Πάτρικ Λη Φέρμορ, Άλεξ Ρέντελ, Κίμωνας Ζωγραφάκης, Γρηγόρης Χναράκης Βασίλης Κονιός, Χάρης Σαριδάκης. Ο λοχαγός Στάνλεϋ Μος στο βιβλίο του «ILL MET MOONLIGHT» περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την γνωριμία του με τον Κίμωνα Ζωγραφάκη. Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Μος:

…μετά ένα λεπτό, όμως, ένα άγνωστο χέρι με έπιασε γερά από το μπράτσο. Γύρισα και είδα πίσω μου έναν νέο και ψηλό άντρα. Τα μαλλιά του ήταν ομορφοκομμένα, το μουστάκι του ήταν μικρό και περιποιημένο, φορούσε ένα κοντό ζακέτο που κάτω από το φως του φεγγαριού ήταν πολύ της μόδας. Εγγλέζος ήταν ή μήπως ο πιο ταπεινός βοσκός; Τότε ο άγνωστος μίλησε :

-Συ φίλος Πάντυ; Τα αγγλικά του ήταν σπασμένα. Του απάντησα καταφατικά και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο.

-Εγώ φίλος Πάντυ, πρόσθεσε. Όνομα, Ζαχάρης.

Πήρε το όπλο μου από την πλάτη μου και άρχισε να το ψάχνει. Ο ίδιος δεν ήξερε πως χρησιμοποιούν τα όπλα αυτά-ήταν τύπου μάρλιν-και ο άγνωστος φίλος μου φαίνεται ότι ήξερε λιγότερα πράγματα από μένα. Γι’αυτό του είπα βιαστικά ότι το όπλο ήταν γεμάτο. Το μόνο αποτέλεσμα ήταν να αυξήσει το ενδιαφέρον του για τα διάφορα κουμπιά του όπλου και να προσθέσει :

-Πολύ καλό τόμμυγκαν.

Τέλος προς μεγάλη μου ανακούφιση, ξανάβαλε το όπλο στον ώμο μου.

Τον ερώτησα αν ήξερε που ήταν ο Πάτρικ Λη Φέρμορ.

-Πάντυ με γερμανούς, ήταν η απάντησή του.

Όπως κατάλαβα ο Πάντυ ήταν στην άλλη άκρη της παραλίας με τέσσερις γερμανούς αιχμαλώτους που θα ταξίδευαν στην Αίγυπτο με το πλοίο που μας είχε φέρει. Και τότε ρώτησα τον Ζαχάρη που έμαθε να μιλά Αγγλικά.

-Στην Αλεξάνδρεια, μου απάντησε…

…και άρχισεν η μεγάλη πορεία. Ο Ζαχάρης μου είπεν ότι θα φθάναμε στην κρυψώνα μας σε μιάμιση ώρα. Όταν ξεκινήσαμε ήταν μεσάνυχτα. Κι όταν φτάσαμε στον προορισμό μας ήταν πια τέσσερις το πρωί. Σύντομα έμαθα ότι όταν ο Κρητικός σου λέγει ότι θα χρειαστείς τόσην ώρα για να φτάσεις στον προορισμό σου, καλά θα κάνεις να τριπλασιάζεις το χρόνο που υπελόγισε. Στην αρχή νόμισα ότι ήταν μια αδυναμία του Ζαχάρη, σύντομα όμως κατάλαβα ότι πρόκειται για γενικό ελάττωμα. Η Κρήτη μου φαινόταν σαν μια τεράστια σειρά από βράχους. Σε κάθε κορυφή που φθάναμε βλέπαμε να υψώνεται εμπρός μας μια άλλη πανύψηλη κορφή. Και το πράγμα γινόταν ακόμη πιο απελπιστικό, γιατί πάντα ο Ζαχάρης μας έλεγε με ύφος παρηγορητικό : Σε δέκα λεφτά φτάσαμε…

…όταν χάραζε η αυγή φάνηκε πίσω από ένα λόφο το χωριό. Πήγαμε κατευθείαν στο σπίτι του Ζαχάρη όπου μας περίμενε ολόκληρη η οικογένεια : ο πατέρας, η μητέρα, δυο αδελφοί και δυο αδελφές. Είχαν ετοιμάσει από πριν ένα τεράστιο γεύμα και το γλέντι μας, γιατί γλέντι ήταν-κράτησε ως που ξημέρωσε για καλά…

Τα παραπάνω αποσπάσματα έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα «τα ΝΕΑ» τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1949. Η εφημερίδα δημοσίευσε τότε ολόκληρο το βιβλίο του Μος σε μετάφραση.



3. Τηλεγράφημα του Πάτρικ Λη Φέρμορ στις 20 Ιουνίου 2004 προς τον Γιώργο Καλογεράκη

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ δεν συμφωνούσε απολύτως με τις παραπάνω περιγραφές του Μος για τον Ζαχάρη (Κίμωνα Ζωγραφάκη). Έτσι όταν κλήθηκε από τον γράφοντα να στείλει ένα χαιρετισμό στην γιορτή του Δημοτικού Σχολείου Κασταμονίτσας στις 20 Ιουνίου 2004 με θέμα: «Κασταμονίτσα και Εθνική Αντίσταση - Σηφογιάννης», έστειλε πράγματι ένα φαξ το οποίο δημοσιεύεται σήμερα για πρώτη φορά. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει συγνώμη από τον Κίμωνα για τους χαρακτηρισμούς και τα σχόλια του λοχαγού Μος που έγραψε στο βιβλίο του «ILL MET MOONLIGHT» και τα οποία ο Μος απέδωσε στον Πάτρικ. Το περιεχόμενο του τηλεγραφήματος πρέπει να πω ότι το έκανα αμέσως γνωστό στον Κίμωνα.

…Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΗΤΑΝ ΝΑ ΣΤΕΙΛΩ ΤΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΜΟΥ ΣΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΤΗ ΚΑΣΤΑΜΟΝΙΤΣΑ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΟΡΘΩΣΩ -ΕΣΤΩ ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ! - ΕΝΑ ΛΑΘΟΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο ΜΠΙΛΛ ΜΟΣ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΠΩΣ ΕΚΑΝΕ ΕΝΑ ΣΟΒΑΡΟ ΛΑΘΟΣ ΔΙΑ ΤΟΝ ΠΑΛΑΙΟ ΦΙΛΟ ΚΑΙ ΣΥΜΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΚΙΜΩΝ ( ΖΑΧΑΡΗ ) ΖΩΓΡΑΦΑΚΗ. ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ ΑΡΚΕΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΑ ΟΤΑΝ ΔΙΑΒΑΣΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΑΛΛΑ ΑΡΠΑΖΩ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΤΟ ΔΙΟΡΘΩΣΩ ΚΑΙ ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑΣ ΠΩΣ ΔΕΝ ΤΟΚΑΝΑ ΠΙΟ ΝΩΡΙΣ. Ο ΜΠΙΛΛ ΗΤΑΝ ΚΑΛΟ ΠΑΙΔΙ ΑΛΛΑ ΗΤΑΝ ΝΕΟΦΕΡΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΕΚΑΝΕ ΜΕΡΙΚΑ ΛΑΘΗ, ΠΡΟΠΑΝΤΩΝ ΕΙΣ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΕ ΔΙΑ ΤΟΝ ΚΙΜΩΝΑ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ ΔΙΑ ΑΥΤΟΝ. Η ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ ΔΙΑ ΤΟΝ ΚΙΜΩΝΑ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΘΕΡΜΗ ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΦΟΒΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΩ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΕΙΣ ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΣΤΑΜΟΝΙΤΣΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΘΥΣΙΕΣ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ ΑΠΟ ΑΓΓΛΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΖΟΡΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ. ΑΓΑΠΗΤΕ ΚΙΜΩΝ ΖΗΤΩ ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΠΩΣ ΑΡΓΗΣΑ ΝΑ ΠΩ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΣΤΕΛΝΩ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΝΑ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΗΦΟΓΙΑΝΝΗ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΤΡΟΜΗΤΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ ΣΤΗ ΜΑΝΔΡΑ ΣΑΝ ΑΗΤΟΦΩΛΙΑ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ.

ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΝΑ ΜΟΥ ΣΤΕΙΛΕΙΣ ΤΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΚΙΜΩΝ. ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΟΥ ΣΤΕΙΛΩ ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΜΠΙΛΛ ΠΟΥ ΕΚΑΝΑ ΜΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ.

ΣΤΕΛΝΩ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΣΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ.

ΜΙΧΑΛΗΣ

ΠΑΤΡΙΚ ΛΗ ΦΕΡΜΟΡ



4. Σκέψεις του Κίμωνα Ζωγραφάκη

για την Κασταμονίτσα

…είχα κάνει έγγραφο για να της δώσουνε παράσημο. Στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Να παρασημοφορήσουνε το χωριό την Κασταμονίτσα.

Ότι και να πω για την Κασταμονίτσα είναι λίγο, διότι τα τόσα που γινότανε εκεί και ένας δεν βρέθηκε να πάει να μας καταγγείλει στους Γερμανούς. Μας αγαπούσανε οι χωριανοί, μας προσέχανε σαν τα μάτια τους. Τι να πω γι’αυτό το χωριό. Ότι και να πω είναι λίγα. Λοιπόν είχα κάνει μια αίτηση στο Γενικό Επιτελείο Στρατού να δοθεί ένα παράσημο στην Κασταμονίτσα. Δυστυχώς δεν το δώσανε. Και λυπάμαι. Έπρεπε να πάρει η Κασταμονίτσα παράσημο. Είχα κάνει την αίτηση αμέσως μετά την απελευθέρωση το 1946. Ακόμη θα είναι η αίτησή μου στο πρωτόκολλο, αν ψάξει κανείς μπορεί να την βρει.

Ο μακαρίτης ο μπάρμπα Γιάννης ο Σηφογιάννης, αυτός δεν παλευότανε στην ανθρωπιά του στην αξιοπρέπειά του στην παλικαριά του, ήτανε σ’όλα του άντρας. Μας πρόσεχε όλο το διάστημα της Κατοχής. Από κει περνούσε κι ο Μπαντουβάς με τσ’αντάρτες του, από κει περνούσε ο Ποδιάς με τσ’αντάρτες του, εβρίσκαμε όλοι που περνούσαμε από κει καταφύγιο στου Σηφογιάννη τη μάντρα.

Τον ασύρματο τον είχαμε στο Βατονερό. Οι Άγγλοι να δεις μωρέ παιδί μου του’χανε απόλυτη εμπιστοσύνη. Πιο πολύ εμπιστεύονταν τον Σηφογιάννη παρά εμάς τους ανθρώπους του ασυρμάτου. Τον ασυρματιστή τονε λέγανε Μαθιό. Ήτανε κι ο Αλέξης (Ρέντελ).

Στην Κασταμονίτσα ήτανε όλοι πατριώτες. Ποιο να ξεχωρίσω ;

Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κανένα. Θυμούμαι τον Ρουσογιάννη, τους Ανδριανάκηδες τον Δημήτρη τον Κωστή τον Νίκο, τον Πασά, τους Ψυλλάκηδες τον Γιώργη και τον Δημήτρη, τον Κασογιάννη και τον Τσούλουκα που τους είχαμε μεταφορείς στο λημέρι, τον Κιρλίμπα, τον Μπαλτζή, τον Κοντομανόλη, το Σταματογιώργη, τον Κασαντώνη και τον Νιόνιο που μια φορά μου δώσανε μια γερμανική σημαία, όλοι μα όλοι σου λέω ήτανε πατριώτες, δεν μπορώ να ξεχωρίσω κανένα.

Η Κασταμονίτσα ήτανε ένα χωριό από τα λίγα χωριά της Κρήτης. Δεν υπήρχε δεύτερο χωριό. Να’μαστε μες στους Γερμανούς και να μη μιλεί κανείς.

Υπήρχε και το αναρρωτήριο. Γεμάτο Γερμανούς. Από την Ρωσία τση φέρνανε. Δεν ήταν τραυματίες αλλά είχε σαλέψει το μυαλό τους από τον πόλεμο. Ότι ώρα θέλαμε το καίγαμε και τση σκοτώναμε όλους. Αλλά τα αντίποινα μετά ; Θα σκοτώνανε οι Γερμανοί όλους τους χωριανούς μετά. Όλη τη ρίζα που μας υπόθαλπε. Σαν τα μάτια μας το προσέχαμε το αναρρωτήριο να μην το πειράξει κανείς.

Τα σπίτια στην Κασταμονίτσα ήτανε όλα δικά μας. Μπαίναμε και μας περιποιούντανε όλοι.

Η Κασταμονίτσα και ο Σηφογιάννης.

Ήτανε από τους λίγους ανθρώπους.

Άντρας μωρέ παιδί μου…

Απομαγνητοφωνημένη συζήτηση του Κίμωνα Ζωγραφάκ το καλοκαίρι του 2003 στον γράφοντα.

5. Αναμνήσεις Κίμωνα

- Αποσπάσματα

Α

…το βράδυ της 5-4-44 φορτώσαμε πάλι τα πράγματα στα ίδια μουλάρια, και με οδηγό εμένα αναχωρήσαμε για την Κασταμονίτσα.

Περάσαμε κοντά από τα χωριά Λαγούτα-Βακιώτες-Κασάνους-Αυλή-την επικίνδυνη διασταύρωση στον μύλο του Γαζέπη, το Νιπιδητό, το Γεράκι, τη Μαθιά, το Αμαριανό και ξημερώματα φτάσαμε στην Κασταμονίτσα και καταλύσαμε στο σπίτι της οικογένειας του Γεωργίου Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη, πατέρα μου.

Στο ανώγειο του σπιτιού έμειναν οι : Πάτρικ-Λη-Φέρμορ, Στάνλεϋ Μος, Μανόλης Πατεράκης, Γιώργης Τυράκης, Αντώνης Παπαλεωνίδας και Γρηγόρης Χναράκης. Στην Κασταμονίτσα ειδοποιημένος πήγε και ο Μιχαήλ (Μίκης) Ακουμιανάκης και την 8-4-1944 ο Πάτρικ-Λη-Φέρμορ και ο Ακουμιανάκης αναχώρησαν για το Ηράκλειο, να συναντηθούν και με άλλους αγωνιστές και να καταρτίσουν το σχέδιο της επικίνδυνης επιχείρησης.

Στην Κασταμονίτσα στο ανώγειο δωμάτιο μείναμε ως την Μεγάλη Παρασκευή (14-4-1944). Την Μεγάλη Παρασκευή πήγαμε στην μάντρα του Σηφογιάννη στην ορεινή τοποθεσία Καλόγερος και την επομένη επιστρέψαμε στην Κασταμονίτσα. Πάσχα (16-4-1944) κάναμε στο σπίτι του πατέρα μου αλλά την ίδια μέρα αναχωρήσαμε και πάλι όλοι για την μάντρα του Σηφογιάννη. Εκεί ειδοποιημένοι έφτασαν και οι Αντώνης Ζωϊδάκης, Νίκος Κόμης και ο οπλαρχηγός Αναστάσιος Μπουρτζαλής με την ομάδα του.

Στη μάντρα του Σηφογιάννη γιορτάσαμε την Ανάσταση του Θεανθρώπου, ψήσαμε και φάγαμε αρνί, ήπιαμε κρασί, βγάλαμε πολλές φωτογραφίες και ευχόμαστε ο ένας στον άλλο καλή επιτυχία στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση την οποία οι πολλοί δεν γνώριζαν επακριβώς.

Τις πρώτες νυχτερινές ώρες της 21-4-1944 κινήσαμε από την μάντρα του Σηφογιάννη σε τρία τμήματα για την πραγματοποίηση της αποστολής μας…



Β

…γνωρίστηκα με τον Μιχάλη Ακουμιανάκη στις 5 Ιανουαρίου 1944, είχα πριν ένα μήνα επιστρέψει από το Κάιρο, στην Κασταμονίτσα στο σπίτι που μέναμε οικογενειακώς εκείνη την εποχή. Την προηγούμενη μέρα είχαμε έρθει μαζί με τον Τομ Ταμπάμπιν, τον δάσκαλο Χάρη Σαριδάκη από το Ρέθυμνο, τον Μιχάλη Ακουμιανάκη και εμένα.

Μετά από δυο μέρες αναχωρήσαμε και οι τέσσερις για τον ασύρματο που βρισκόταν στη θέση Καθαρό Λασιθίου, στον οποίο θα αναλάμβανα υπηρεσία. Κατόπιν πήγαμε στη μονή Κρεμαστών στη Νεάπολη. Συναντηθήκαμε ξανά στις 8 Απριλίου 1944 στο σπίτι μας στην Κασταμονίτσα. Έμεναν τότε στο ανώγειο του σπιτιού ο Λη Φέρμορ, ο Μος, ο Μανόλης Πατεράκης, ο Γιώργης ο Τυράκης, ο Αντώνης ο Παπαλεωνίδας, ο Γρηγόρης ο Χναράκης και ο Ακουμιανάκης.

Παρά λίγο μάλιστα να μας συλλάβουν οι Γερμανοί μέσα στο σπίτι μας. Πέντε Γερμανοί έσπρωξαν την πόρτα του ισογείου και μπήκαν μέσα. Η μητέρα και οι αδερφές μου τα έχασαν και έβαλαν τις φωνές. Ο Λη Φέρμορ πρότεινε να πηδήξομε από τα παράθυρα και ν’αρχίσομε τη μάχη. Αμέσως επεμβαίνω, τους λέω να μην κουνηθούνε, κατεβαίνω, καλημερίζω τους Γερμανούς, τους βάζω να καθίσουν σε βαρέλια γεμάτα από τους δυναμίτες που είχαμε παραλάβει την προηγούμενη μέρα και τους προσφέρω για φαγητό πέντε αυγά και ένα μπουκάλι κρασί.

Οι Γερμανοί αφού έφαγαν τα τηγανητά αυγά και ήπιαν το κρασί έφυγαν.

(Απομαγνητοφωνημένη συζήτηση του Κίμωνα Ζωγραφάκη

τον Ιούλιο του 2003 στον γράφοντα).



6. Ένα ριζίτικο τραγούδι αφιερωμένο στον Κίμωνα Ζωγραφάκη

-Ποιος είν’ αυτός που προπατεί

στση Δίκτης τση κορφάδες

είν’ του Χαυγά καλεστικός

τ’ Αφέντη μουσαφίρης

κι έχει και φίλους μπιστικούς

το χρέος, το ντουφέκι

κι είν’ ένας νιος, όμορφος νιος

με μπέσα, αντρειωμένος

που κατεβαίνει κάθ’ αργά

στον κάμπο στο Καστέλλι

βάνει φωθιά στα σίντερα

φωθιά στ’ αεροπλάνα

και τση τυράννους γερμανούς

νελώνει και σκορπίζει ;

-Είναι τση μάνας του η ευκή

καμάρι του Ξηρούχη

και τ’όνομά του Κίμωνας

στα μέρη μας λογάται.

23 Νοέμβρη 2004

Γιώργος Καλογεράκης

δάσκαλος