Του Ν. Τσαγκαράκη

“ΒΑΝ ΧΕΛΣΙΝΓΚ”

“VAN HELSING”

Σκην.: Στήβεν Σόμμερς

Πρωτ.: Χιού Τζάκμαν, Κέητ Μπέκινσεηλ, Ρίτσαρντ Ρόξμπεργκ

Ο περιβόητος κυνηγός τεράτων Γκέημπριελ Βαν Χέλσινγκ έρχεται αντιμέτωπος με τον κόμη Δράκουλα, λυκανθρώπους και το τέρας του Φρανκενστάιν.

Ο ρυθμός αυτής της ταινίας είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος. Σε όλη τη διάρκειά της δεν υπάρχει ούτε ένα αμιγώς διαλογικό μέρος που να διαρκεί πάνω από 1 λεπτό. Πρόκειται για ένα όργιο οπτικών και ηχητικών εφέ που κατακλύζουν την οθόνη απ’ το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό, παραμερίζοντας υποτιμητικά χαρακτήρες και πλοκή. Οι σκηνές δράσης είναι αμέτρητες και διαδέχονται με φρενήρη ρυθμό η μία την άλλη, εξασφαλίζοντας ότι ο θεατής δεν πρόκειται να βαρεθεί.

Θα εντυπωσιαστεί όμως; Εν μέρει.

Η ταινία κόστισε πάνω από 150 εκατομμύρια δολάρια κι είναι φανερό πού πήγαν όλα αυτά τα λεφτά. Τα πλάνα που δεν περιλαμβάνουν ψηφιακά οπτικά εφέ μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, καθώς η ταινία είναι γεμάτη τέρατα και φανταστικά τοπία που απεικονίζονται σε εντυπωσιακά πανοραμικά. Ο σχεδιασμός της παραγωγής κι η σκηνοθεσία αποτελούν τον ορισμό της υπερβολής, στα όρια του κιτς καμιά φορά (ο χορός των μεταμφιεσμένων), η μουσική είναι όσο ενθουσιώδης περιμένει κανείς από τον Άλαν Σιλβέστρι, κι ο Τζάκμαν είναι αναμφισβήτητα πρωταγωνιστής.

Ωστόσο, δεν είναι όλα ρόδινα γι’ αυτή την υπερ-φιλόδοξη παραγωγή. Ο Σόμμερς υποτίθεται πως είναι λάτρης των παλιών ταινιών με τέρατα της Universal, η οποία επιχειρεί εδώ ν’ αναβιώσει ένα είδος με το οποίο είναι κατά παράδοση ταυτισμένη. Παρόλη τη διακηρυγμένη σινεφιλία του Σόμμερς όμως, η οπτική που έχει για τα τέρατα είναι εντελώς παιδιάστικη και κακότεχνη. Ο Δρ. Τζέκιλ μοιάζει να βγήκε απ’ το ΣΡΕΚ (γοριλίστικη ευλυγισία, πούρο και σκοτσέζικη προφορά), ο Φρανκενστάιν μοιάζει με action figure (δείτε πώς ανοίγει το κεφάλι του σε μια σκηνή χωρίς να διαλυθεί) κι ο Δράκουλας με τις Νύφες του άνετα θα πρωταγωνιστούσαν στο ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ: ΝΕΚΡΟΣ ΚΑΙ Μ’ ΑΡΕΣΕΙ του Μελ Μπρουκς. Ειδικά ο τελευταίος, που είναι κι ο κεντρικός κακός του φιλμ, είναι υποκριτικά ανεκδιήγητος. Ο Ρόξμπεργκ υπερτονίζει κάθε λέξη που χρησιμοποιεί, οι κινήσεις του είναι κωμικές κι όσο για την υποτιθέμενη σλαβική προφορά, αυτή στερεί όποια πιθανότητα να πάρει κανείς σοβαρά αυτόν, τις Νύφες, ακόμη και το χαρακτήρα της Μπέκινσεηλ. Μόνο οι λυκάνθρωποι είναι τρομακτικοί.

Το σενάριο το έγραψε ο ίδιος ο Σόμμερς… και φαίνεται. Δεν υπάρχει ούτε μία πρωτότυπη ατάκα, τα κίνητρα κι η συμπεριφορά των χαρακτήρων δεν ανταποκρίνονται ούτε καν στα υποτυπώδη μέτρα του εμπορικού σινεμά, οπότε καταλαβαίνετε ότι το να μιλούσα για έλλειψη πλοκής θα ήταν πλεονασμός.

Επίσης, τα οπτικά εφέ είναι ιδανικά για τέτοιες ταινίες, αλλά πάντα με μέτρο.

Όπως και στη δεύτερη ΜΟΥΜΙΑ, ο Σόμμερς παρα-φορτώνει την ταινία, με αποτέλεσμα να μη βλέπεται σε πέντε χρόνια, αν όχι λιγότερα.

Blockbuster για 9χρονα.