Του Θάνου Περβολαράκη
Έξω από τον χορό όταν ήμουν, έβλεπα με καλό μάτι τις εφόδους της αστυνομίας για τις παράνομες αποκλειστικές νοσοκόμες. Παράνομες είναι, πρέπει να τις … «νομιμοποιήσουν», σκεφτόμουν. Μέσα στον χορό όταν μπήκα, άρχισα να καταλαβαίνω ότι το νόμιμο δεν είναι πολλές φορές και ηθικό, ενώ το «παράνομο» κάποιες φορές ξεχειλίζει από ήθος. Οι «παράνομες» αποκλειστικές κάνουν αυτό που δεν κάνουν οι μόνιμες και διορισμένες συναδέλφισσές τους ή τουλάχιστον αυτές που εγώ έβλεπα για ένα τρίμηνο σε κάποιο νοσοκομείο που είχα «κατασκηνώσει». Ηλικιωμένοι ή μεσήλικες που δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν, χωρίς κάποιο συγγενή να ξέρει ή να μπορεί να φροντίσει για την καθαριότητα τους, περίμεναν (μάταια) να έρθει κάποια νόμιμη-μόνιμη νοσηλεύτρια να τους φροντίσει. Κι όταν ρωτούσα δειλά – δειλά γιατί δεν έρχεται κάποια να κάνει αυτό για το οποίο πληρώνεται από το ελληνικό Δημόσιο, μου έλεγαν ότι έχουν δουλειά και δεν προλαβαίνουν. Πράγματι, το πρωί έτρεχαν πανικόβλητες για να προλάβουν, όμως πάντα υπήρχε ελεύθερος χρόνος για να φροντίσουν τον άνθρωπο που δεν είχε τη δυνατότητα να πληρώσει, για να βάλει μια «νόμιμη» ή «παράνομη» αποκλειστική. Στον ελεύθερο χρόνο τους, οι νόμιμα διορισμένες έβλεπα να πίνουν το καφεδάκι τους, να «μαλώνουν» για δικά τους ζητήματα και όταν το βραδάκι τελείωναν με τη θερμομέτρηση και τα άλλα νοσηλευτικά τους καθήκοντα, αποσύρονταν σε ένα γραφείο για να απλώσουν τα πόδια τους σε κάποια καρέκλα και να δουν το αγαπημένο τους τηλεοπτικό πρόγραμμα.
Οι πιο τυχεροί ασθενείς είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν τα δεκάδες ευρώ ημερησίως, για να προσλάβουν μια αποκλειστική νοσοκόμα, οι υπόλοιποι έμεναν απλώς με τις ακαθαρσίες επάνω τους. Κι όταν το συζήτησα με μία φίλη που κάνει αυτή τη δουλειά μου είπε μια ιστορία που με έκανε να καταλάβω ότι στη χώρα μας πρέπει πολλά να διορθωθούν. Η συγκεκριμένη κυρία, πριν από χρόνια όταν έκανε την πρακτική της ως νοσοκόμα, επιχείρησε να καθαρίσει μια ανήμπορη και εγκαταλειμμένη, για εβδομάδες στη μοίρα της γιαγιά. Όταν την είδαν οι «παλιές», της είπαν να μην το κάνει γιατί «χαλάει την πιάτσα». Εκείνη όμως το έκανε. Λίγη ώρα μετά, η ηλικιωμένη την ευχαρίστησε κι έκλεισε για πάντα τα μάτια της.