Τρεις από τις πέντε ταινίες αυτής της εβδομάδας έχουν ως πρωταγωνίστριες γυναίκες που ασφυκτιούν και προσπαθούν να κερδίσουν τη θέση τους μέσα σ’ έναν αντροκρατούμενο κόσμο.



Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥΣ - THEIR FINEST

Σκην.: Λόνε Σέρφιγκ

Πρωτ.: Τζέμα Άρτερτον, Σαμ Κλάφλιν, Μπιλ Νάι, Τζακ Χιούστον

Στη Βρετανία του 1940, η Κατρίν προσλαμβάνεται από την κυβέρνηση για να βοηθήσει στη συγγραφή του σεναρίου μιας ταινίας προπαγάνδας, με σκοπό την ενίσχυση του ηθικού των πολιτών. Μέσα σ’ έναν αντροκρατούμενο κόσμο, η ταλαντούχα κοπέλα προσπαθεί ν’ αποδείξει την αξία της και στην πορεία ερωτεύεται έναν συνάδελφό της.

Κομεντί εποχής, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της βρετανής Λίσα Έβανς, που αρχικά εκδόθηκε με τον ευφάνταστο τίτλο «Their Finest Hour and a Half».

Μια ανάλαφρη, χαριτωμένη και διασκεδαστική φεμινιστική ιστορία, χάρη στο έξυπνο χιούμορ του σεναρίου της Γκάμπι Τσιάπε, τον επιμελημένο σχεδιασμό παραγωγής της Άλις Νόρμινγκτον και τις ζωηρές ερμηνείες του ταλαντούχου και γοητευτικού καστ.



ΑΔΙΣΤΑΚΤΟΙ - BRAQUERS

Σκην.: Ζουλιέν Λεκλέρκ

Πρωτ.: Σαμί Μπουατζιλά, Γκιγιόμ Γκουί, Γιουσέφ Χατζιντί

Η διαμάχη ανάμεσα σε δύο συμμορίες, μίας ληστών και μίας εμπόρων ναρκωτικών, που προκύπτει όταν η πρώτη υποχρεώνεται να εκτελέσει ένα σχέδιο για χάρη της δεύτερης.

Δράμα εγκλήματος που μοιάζει αντάξιος απόγονος της «Έντασης» («Heat», Μάικλ Μαν, 1995), χάρη στη μεθοδική σκηνοθεσία, τον σφιχτό ρυθμό, τον αμείωτα σοβαρό συναισθηματικό τόνο, την κρισιμότητα που μεταδίδουν οι ερμηνείες και τις στιβαρές σκηνές δράσης, χωρίς υπερβολές και περιττή επιδεικτικότητα. Αν κάτι υπονομεύει τις φιλοδοξίες και τη δυναμική της ταινίας, είναι ακριβώς η μικρή της κλίμακα όπως αντανακλάται στη σύντομη διάρκεια, που εμποδίζει την πλοκή ν’ αναπτύξει με μεγαλύτερη σπουδαιότητα τη χωροχρονική της έκταση, τους χαρακτήρες και τα διακυβεύματά της.



ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗΣ - AMERIKA SQUARE

Σκην.: Γιάννης Σακαρίδης

Πρωτ.: Γιάννης Στάνκογλου, Μάκης Παπαδημητρίου, Βασίλης Κουκαλάνι, Ξένια Ντάνια, Θέμις Μπαζάκα, Ερρίκος Λίτσης

Στην πλατεία Αμερικής της σημερινής Αθήνας, ο τατουατζής Μπίλυ κι ο άνεργος κολλητός του, Νάκος, αντιμετωπίζουν διαφορετικά το ζήτημα της μετανάστευσης που έχει μεταμορφώσει τη γειτονιά τους.

Κοινωνική κομεντί, που αποτελεί τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, μετά από το «Wild Duck» (2013). Είναι βασισμένη στη νουβέλα του Γιάννη Τσίρμπα, «Η Βικτώρια δεν υπάρχει», που εκδόθηκε το 2013.

Με το εξαιρετικό καστ, την άλλοτε πιο ρεαλιστική κι άλλοτε πιο ατμοσφαιρική φωτογραφία του Γιάν Φόγκελ, το πλούσιο σε ιδέες σενάριο των Τσίρμπα, Σακαρίδη και Βαγγέλη Μουρίκη, την έξυπνη εναρκτήρια ‘απογραφή’ της πολυκατοικίας με τα τόσο ψύχραιμα και προσγειωμένα πορτρέτα των ενοίκων και τη γενικότερα ανθρώπινη προσέγγισή της στο θέμα, η ταινία ξεκινάει ως μία από τις περισσότερα υποσχόμενες ιστορίες για τη μετανάστευση στη σημερινή Αθήνα.

Όμως η εξαιρετικά απότομη έναρξη που έχει μόλις προηγηθεί κατά τη σκηνή των τίτλων αρχής, συμπληρώνεται από μια άνιση και περιστασιακά επιπόλαιη πλοκή, που αποδυναμώνει τις πολλές επιμέρους εύστοχες ιδέες του σεναρίου. Από τους τόσο εύστοχα επιλεγμένους κι απολαυστικούς Στάνκογλου, Παπαδημητρίου και Κουκαλάνι, ο πρώτος θα μπορούσε να έχει περισσότερα να κάνει με τον ρόλο του, αντί για τη μισή ταινία να χαραμίζει τη γοητεία του και την επιβλητικότητά του καθισμένος στο μπαρ και να βαράει τατού. Ο δεύτερος επαναλαμβάνει αξιόπιστα τον τύπο του ευτραφούς loser στον οποίο μας έχει συνηθίσει τελευταία κι ο τρίτος είναι ο φυσικότερος όλων.

H Ντάνια διαθέτει όμορφη εμφάνιση και φωνή, αλλά υστερεί υποκριτικά, όπως κι ο ηθοποιός που υποδύεται τον διακινητή. Για τον τελευταίο, το σενάριο επιφυλάσσει μια έξυπνα ειρωνική τύχη, η οποία όμως αδικείται από την πρόχειρη ερμηνεία του ηθοποιού και τη σκηνοθετικά απλοϊκή εξέλιξη του χαρακτήρα, τον οποίο βλέπουμε ξαφνικά να επανέρχεται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Το κομβικό περιστατικό με τη μητέρα εκτυλίσσεται με απογοητευτική προχειρότητα (από πού γυρνάει; μόνη της από το χωριό; δεν το ξέρει ο Νάκος και γιατί είναι τόσο απρόσεχτος;), ενώ το τέλος αφήνεται απότομο, μετέωρο και μάλλον εξεζητημένο.



Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ - THE SECRET SCRIPTURE

Σκην.: Τζιμ Σέρινταν

Πρωτ.: Ρούνι Μάρα, Τζακ Ρέινορ, Τέο Τζέιμς, Έινταν Τέρνερ, Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, Έρικ Μπάνα

Με αφορμή την επανεξέτασή της από έναν ειδικό, για τη μεταφορά της σε άλλο θεραπευτήριο, η ηλικιωμένη τρόφιμος ψυχιατρείου Ρόουζ αφηγείται τα γεγονότα που οδήγησαν στον άδικο εγκλεισμό της, ως τιμωρία της για τον έρωτά της μ’ έναν πιλότο στην υπερ-συντηρητική ιρλανδική επαρχία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Μελόδραμα εποχής, βασισμένο στο βραβευμένο ομώνυμο μυθιστόρημα του 62χρονου ιρλανδού Σεμπάστιαν Μπάρι, που εκδόθηκε το 2008.

Αργό, τετριμμένο και προβλέψιμο, με μια επιτηδευμένη Ρέντγκρεϊβ και μια βασική σεναριακή απορία να αιωρείται, αφού όταν η Ρόουζ συλλαμβάνεται προσωπικά έμεινα ν’ αναρωτιέμαι γιατί δεν επικαλέστηκε τον πάστορα που τους πάντρεψε ή γιατί εκείνος δεν επιβεβαίωσε τον γάμο, αφού σίγουρα τα νέα για τον εγκλεισμό της θα έφτασαν στ’ αυτιά του;



COLOSSAL

Σκην.: Νάτσο Βιγκαλόντο

Πρωτ.: Αν Χάθαγουεϊ, Νταν Στίβενς, Τζέισον Σουντέικις, Τιμ Μπλέικ Νέλσον

Μην αντέχοντας την επιπόλαιη ζωή της, ο σύντροφος της Γκλόρια τη διώχνει απ’ το διαμέρισμά τους στη Νέα Υόρκη, κι εκείνη επιστρέφει για ενδοσκόπηση στο πατρικό της, σε μια επαρχιακή κωμόπολη. Όμως η συνάντησή της με τον παλιό συμμαθητή της, Όσκαρ, συμπίπτει με την εμφάνιση δύο τεράτων που τρομοκρατούν τη Σεούλ.

Κομεντί φαντασίας με μια ευπρόσδεκτη αλλοκοτιά, την οποία όμως το σενάριο δεν καταφέρνει να χειριστεί με την απαιτούμενη δεξιότητα, με αποτέλεσμα η ταινία να καταλήγει άνιση, εξεζητημένη, με συγκεχυμένα θέματα και στόχους. Φεμινισμός, αλκοολισμός, ωριμότητα, όλα μπερδεμένα σε μια πλοκή που αλλάζει απότομα ύφος κι ανάγεται σε τι ακριβώς; Σ’ έναν τσακωμό για μια χαλασμένη μακέτα; Και το πρόβλημα της Γκλόρια τελικά ποιό είναι; Η εκδίκησή της προς τους άντρες γενικά ή προς τον Όσκαρ ειδικά; Αφού στο τέλος αφήνεται χωρίς σημαντική αλλαγή στη ζωή της και με τον πειρασμό του αλκοόλ να μοιάζει ξανά θελκτικός, όσο κι η μπαργούμαν που της το προσφέρει.