Θετικές είναι οι πρώτες ενδείξεις για τον ελληνικό τουρισμό το 2017, καθώς διαπιστώνεται αυξημένη ζήτηση για περισσότερες αεροπορικές θέσεις ενώ και η πορεία των προκρατήσεων είναι αυξητική.

Ωστόσο, η χρονιά θα κριθεί από τη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού καθώς και από τις εξελίξεις στην αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας.

Αυτό ανέφερε χθες ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, κ. Ανδρέας Ανδρεάδης, στην καθιερωμένη ετήσια συνάντηση με τους τουριστικούς συντάκτες ενόψει των εορτών των Χριστουγέννων.

Όπως είπε, ο κλάδος του τουρισμού είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας μας, ξεπερνώντας μάλιστα και τους δημόσιους υπαλλήλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι εφέτος οι άμεσα και έμμεσοι απασχολούμενοι με τον τουρισμό ανέρχονται στους 800.000, ενώ για το 2021 η δυναμική αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και έτσι ο κλάδος να φτάσει να απασχολεί 1 εκατομμύριο εργαζόμενους.

Η Κρήτη

Πλέον το νούμερο αυτό αποτυπώνεται σε ποσοστό 10% των συνόλου των εργαζομένων στη χώρα τη στιγμή που οι δημόσιοι υπάλληλοι σε ποσοστό φτάνουν το 8,9%, σύμφωνα με τον κ. Ανδρεάδη. Η δυναμική του κλάδου αποτυπώνεται και στο ΑΕΠ των τουριστικών περιοχών. Στο Νότιο Αιγαίο είναι 68%, στην Κρήτη 52% και στα Ιόνια 58%, τόνισε ο κ. Ανδρεάδης.

Για το 2017 σημείωσε ότι τα μηνύματα είναι θετικά. Μεταξύ άλλων κρίνει θετική την ισοτιμία ευρώ και στερλίνας, που αναμένεται να βοηθήσει στις αυξημένες ροές από την αγορά της Αγγλίας, που οι προκρατήσεις ήδη κινούνται ανοδικά. Ο κ. Ανδρεάδης αναφερόμενος στα τουριστικά έσοδα είπε τα εξής: «Αυτό που σίγουρα ισχύει είναι ότι δεν ευσταθούν οι απόψεις που λένε ότι τα έσοδα είναι μειωμένα διότι οι επιχειρήσεις πληρώνονται στο εξωτερικό ή γιατί δεν παρουσιάζουν όλα τα έσοδα. Από την έρευνα τη δειγματοληπτική που διεξάγει η Τράπεζα της Ελλάδας, δεν υπάρχει τρόπος να συμπεράνει κανείς αν και πόσο φοροδιαφεύγει μια τουριστική επιχείρηση.

Επίσης, ακόμα και αν οι επιχειρήσεις κρατούν ένα μέρος των χρημάτων τους εκτός Ελλάδος για να έχουν την απαραίτητη ρευστότητα και να είναι σε θέση να πληρώνουν προμηθευτές, αυτό δεν έχει σχέση με τα έσοδα, ούτε με την φορολογία, αφού οι επιχειρήσεις έχουν την έδρα τους στην χώρα μας και φορολογούνται εδώ».

Οι πραγματικοί παράγοντες που επηρέασαν τα έσοδα φέτος είναι, η υπερφορολόγηση, η πανευρωπαϊκή τάση μείωσης της Μέσης Τουριστικής Δαπάνης, ο μειωμένος χρόνος παραμονής στη χώρα μας και οι εκπτώσεις στις οποίες προχώρησαν οι επιχειρήσεις ώστε να μπορέσουν να προσελκύσουν κομμάτι της ζήτησης των πελατών τελευταίας στιγμής, υπογράμμισε ο κ. Ανδρεαδης.

Είναι γεγονός, είπε, ότι οι Ευρωπαίοι τουρίστες μείωσαν τη μέση δαπάνη τους και αυτό είναι μια τάση η οποία καταγράφεται παντού. Και στην Ισπανία και στην Ιταλία και σε όλους τους ανταγωνιστικούς προορισμούς. Είναι βέβαια πολύ θετικό το γεγονός ότι η μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση στην Ελλάδα έχει διατηρηθεί σταθερή τα τελευταία χρόνια στα 75 ευρώ.

Ταυτόχρονα, η αύξηση των τουριστών City Break και η διείσδυση των low cost carriers έχουν ρίξει το μέσο όρο παραμονής από τις 10,7 στις 7,8 ημέρες, κατέληξε ο κ. Ανδρεάδης.