
Η κριτική που έχει ασκηθεί τα χρόνια της κρίσης στο πολιτικό προσωπικό της χώρας είναι ίσως πρωτοφανής, επειδή και τα προβλήματα τα προελθόντα από τα λάθη των πολιτικών είναι τεράστια. Κι ενώ είναι σίγουρο ότι για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα εδώ και οκτώ χρόνια οι αιτίες είναι πολλές, το πιο μεγάλο μερίδιο ευθύνης ανήκει στους πολιτικούς, που υπέταξαν κι εξακολουθούν να υποτάσσουν τα πάντα στο στόχο της κατάληψης και διατήρησης της εξουσίας: η εξουσία για την εξουσία και για τους «ημετέρους».
Το γεγονός αυτό καθώς και η μικρόνοια και η απρονοησία των πολιτικών επέφεραν στην πατρίδα μας όχι μόνο τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα αλλά και διαστρέβλωσαν στη συνείδηση του πολίτη την έννοια της πολιτικής. Θυμούμαι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν στη συνείδηση όχι μόνο των πολιτών αλλά ακόμη και των εφήβων η πολιτική θεωρούνταν η δύναμη και το μέσον, για να αλλάξει η πραγματικότητα.
Όλα θεωρούνταν πολιτικά προβλήματα, οπότε η πολιτική ήταν ένα είδος πανάκειας. Η σημερινή δεινή κατάσταση έχει ανατρέψει αυτή την, ούτως ή άλλως, μυωπική θεώρηση της πολιτικής, καθώς οι ίδιοι οι φορείς της πολιτικής σπίλωσαν το λειτούργημά τους και μαζί διέστρεψαν και την πολιτική συνείδηση του πολιτικού σώματος.
Τα πολιτικά ατοπήματα που έγιναν όλα αυτά τα χρόνια είναι πολλά κι έχουν επισημανθεί ήδη από τους αναλυτές. Το τραγικό είναι ότι οι ίδιοι ο πολιτικοί δεν έχουν κάνει ακόμη την αυτοκριτική τους, αλλά εξακολουθούν να ακολουθούν τις λαϊκιστικές τακτικές και πρακτικές του παρελθόντος.
Η χώρα βρίσκεται «επί ξυρού ακμής» και το μεγάλο βήμα που απαιτείται για τη συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων και για ένα γενναίο σχέδιο εξόδου από την κρίση, στο οποίο θα θελήσει να συμπράξει το σύνολο του λαού, δεν λέει να γίνει, εξαιτίας της αβελτηρίας των πολιτικών μας. Και όσο τα πράγματα θα παραμένουν όπως είναι και διέξοδος από την δεινή κατάσταση που βρισκόμαστε δεν θα διαφαίνεται, η χώρα θα βουλιάζει όλο και περισσότερο στο τέλμα του οικονομικού μαρασμού και της ανυποληψίας, η δημοκρατία θα δυσλειτουργεί και οι εξωτερικοί κίνδυνοι θα εντείνονται.
Θα σταθώ σε ένα από τα βασικά ατοπήματα τούτης της ώρας, ένα ατόπημα στο οποίο- δυστυχώς- συμπράττουν και τα μέσα ενημέρωσης. Πρόκειται για την προσπάθεια να μας πείσουν ότι το βασικότερο πρόβλημα της χώρας τούτη τη στιγμή είναι το οικονομικό. Σαφώς η οικονομική κατάσταση της χώρας μας είναι πολύ κακή και οι άνθρωποι έχουν χάσει ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους, ωστόσο το πιο σημαντικό είναι άλλο. Εννοώ τους κινδύνους που προέρχονται από τους γείτονές μας Τούρκους, Αλβανούς και Σκοπιανούς, τους οποίους σήμερα νιώθουμε να μας κυκλώνουν απειλητικά. Εγείρεται, λοιπόν, θέμα τεράστιο, που η αντιμετώπισή του απαιτεί τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Για ποιον πατριωτισμό, όμως, να μιλήσουμε σήμερα;
Όλα τα προηγούμενα χρόνια η κακώς εννοούμενη αριστεροφροσύνη και όλη η δημιουργηθείσα ιδεολογική ατμόσφαιρα του έωλου διεθνισμού, που ταύτισε τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό και το σοβινισμό και έκαμε τους Έλληνες να ντρέπονται να υψώσουν την ελληνική σημαία στα μπαλκόνια τους, για να μην τους κολλήσουν την ταμπέλα του εθνικιστή και φασίστα, είχαν ως αποτέλεσμα να ατονήσει στις συνειδήσεις των πολιτών το αίσθημα του γνήσιου πατριωτισμού, καθώς όλοι θέλαμε να φανούμε «δημοκράτες» και «προοδευτικοί».
Όμως, οι ιδεολογίες και τα ιδεολογήματα που είναι μακριά από την πραγματικότητα μόνο δεινά επισωρεύουν στους λαούς. Χωρίς την αγάπη προς την πατρίδα, προς τη γενέθλια γη, προς τον πολιτισμό και την παράδοση του τόπου του ο άνθρωπος μετεωρίζεται «αφρήτωρ, αθέμιστος και ανέστιος» (δίχως οικογένεια, δίχως νόμους, δίχως σπιτικό), όπως γράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ι 63). Με τα λόγια αυτά περιγράφεται ένας άνθρωπος που στο πρόσωπό του είναι φανερή η διαστροφή της ανθρώπινης φύσης.
Προς την ίδια κατεύθυνση της υποχώρησης του πατριωτισμού λειτούργησε και η αδυναμία του ελληνικού κράτους, με ευθύνη και πάλι των πολιτικών, να λύσουν τα προβλήματα των πολιτών και κυρίως των νέων. Γιατί να μείνει ένας νέος στην Ελλάδα και γιατί να νιώθει περήφανος για τη χώρα του, όταν η Ελλάδα τον πληγώνει όπου κι αν βρεθεί;
Διότι πατριώτης γίνεται κανείς όχι μόνο όταν επικαλείται τις δόξες των προγόνων (η προγονολατρία υπήρξε και είναι ένα μόνιμο φαινόμενο της νεοελληνικής ιδεολογίας) αλλά κυρίως όταν η πατρίδα τού προσφέρει ευκαιρίες να μορφωθεί, να εξελιχθεί και να ζήσει αξιοπρεπώς.
Στο νου μου έρχεται ο «Επιτάφιος του Περικλή» (που η κυβέρνησή μας- άγνωστο γιατί- αφαίρεσε από το Πρόγραμμα του Λυκείου), αυτό το μοναδικό στην παγκόσμια γραμματολογία καταγωγικό κείμενο- ύμνος στη δημοκρατία, «το προγραμματικό κείμενο του δυτικού πολιτισμού», όπως έγραψε ο Τάκης Θεοδωρόπουλος («Καθημερινή», 17-05-15).
Μ’ αυτόν τον γεμάτο αισιοδοξία ρητορικό λόγο, η πολιτική ιδιοφυία του Περικλή ενέπνευσε στους συμπατριώτες του την αγάπη και τον θαυμασμό προς την πόλη τους, όχι βάσει των κατορθωμάτων του παρελθόντος (στο οποίο αναφέρεται με μεγάλη συντομία) αλλά εκθέτοντάς τους τα επιτεύγματα του παρόντος, ώστε οι Αθηναίοι πολίτες, συνειδητοποιώντας το «είναι» της Αθήνας (από το οποίο εξαρτιόταν το δικό τους «ευ ζην»), να την αγαπήσουν τόσο, ώστε εθελούσια και ενσυνείδητα να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους του πολέμου.
Απειλεί σήμερα εξ ανατολών ο Ερντογάν, ονειρευόμενος αυτοκρατορίες, διεκδικεί ο Αλβανός πρωθυπουργός και οι περί αυτόν εθνικιστές, κάνοντας όνειρα και τούτοι για τη «μεγάλη Αλβανία» ενώ και ο ρόλος των Σκοπίων έχει αναβαθμιστεί στα μάτια των Ευρωπαίων, λόγω του μεταναστευτικού και προσφυγικού προβλήματος. Κι ενώ συμβαίνουν αυτά τα επικίνδυνα ante portas της οικονομικά αιμορροούσας πατρίδας μας, το πατριωτικό φρόνημα στις καρδιές των πολιτών και πιο πολύ των απογοητευμένων νέων έχει παγώσει. Αυτή η απογοήτευση είναι το μεγάλο έγκλημα της πολιτικής. Και το ερώτημα είναι: σε ποια επιτεύγματά τους θα αναφερθούν οι σύγχρονοι πολιτικοί, ώστε να εμπνεύσουν την αισιοδοξία, όπως έπραξε ο Περικλής;
Η εποχή της αναφοράς απλώς στο ένδοξο παρελθόν μας, όσο κι αν μας γεμίζει με υπερηφάνεια κι όσο κι αν σεμνυνόμαστε γι’ αυτό, δεν μπορεί να θερμάνει τις καρδιές μας και κυρίως τις καρδιές των νέων, που βλέπουν το μέλλον σκοτεινό, που δεν μπορούν να κάμουν όνειρα. Τα λόγια των πολιτικών μας για ανάκαμψη ακούγονται στ’ αυτιά τους μάλλον σαν ένας «επιτάφιος», ένα μοιρολόι μπροστά στο ωραίο φέρετρο της πατρίδας μας.
Οι μεγάλοι κίνδυνοι είναι μπροστά μας και είναι βέβαιο ότι μια χώρα συνταξιούχων, μια χώρα χωρίς αισιοδοξία, χωρίς τους νέους της, με πολίτες που δεν νιώθουν περήφανοι για το παρόν της πατρίδας τους, οι κίνδυνοι αυτοί δεν θα αντιμετωπιστούν εύκολα.
Οι πολιτικοί μας πρέπει να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, να αλλάξουν τακτική και να προχωρήσουν μέσα από τις αντιθέσεις τους σε συνθέσεις τέτοιες, που θα δώσουν το μήνυμα της ενότητας και της ομοφροσύνης και θα στείλουν το μήνυμα προς τους έξω ότι οι Έλληνες είναι ενωμένοι, άρα δυνατοί.
Παράλληλα, να αφήσουν στην άκρη τα ιδεολογικά «κολλήματα» και με ρεαλισμό να αντιμετωπίσουν το οικονομικό πρόβλημα.
Είναι τα μοναδικά όπλα που έχουμε αυτή τη στιγμή, ώστε να εμπνεύσουμε τους νέους, να νιώσουμε αισιοδοξία και να ξυπνήσει μέσα μας ο υγιής και γνήσιος πατριωτισμός, αυτός που θα μας κάμει να εργαστούμε για την Ελλάδα και να σταθούμε ενωμένοι μπροστά στους εξωτερικούς κινδύνους. Έτσι θα απομονωθούν και εκείνοι εντός της χώρας που, κρύβοντας τα εθνικιστικά τους φρονήματα, καπηλεύονται τον πατριωτισμό για πολιτικά οφέλη.
* Ο Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης είναι εκπαιδευτικός