
Για τις απολύσεις επτά επικουρικών γιατρών μέχρι το τέλος Ιανουαρίου από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου διαμαρτύρεται το Σωματείο Εργαζομένων που ζητά προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, ενώ τονίζει ότι από τις 4.000 προσλήψεις στο ΕΣΥ, μόνο οι 70 αφορούν το νοσοκομείο, ενώ οι κενές θέσεις νοσηλευτών είναι 350. Ο διοικητής του νοσοκομείου Γιάννης Τασσόπουλος συμφώνησε ότι είναι απαραίτητοι για το νοσοκομείο, ωστόσο είπε στους εργαζόμενος ότι το νομικό πλαίσιο δεν επιτρέπει την παράταση της θητείας τους. Το Σωματείο προειδοποίησε ότι θα κλιμακώσει τις κινητοποιήσεις του, ενώ σε ανακοίνωση, μεταξύ άλλων σημειώνει:
Από τις 4.000 προσλήψεις μόνο 70 στο ΠΑΓΝΗ
Η κυβέρνηση προπαγανδίζει ότι «πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια» έγιναν προσλήψεις μόνιμου προσωπικού. Μόνο το 2015 αποχώρησαν 2.750 άτομα και προσλήφθηκαν 593 μόνιμοι υπάλληλοι. Στο ΠΑΓΝΗ από το 2010 έχουν αποχωρήσει 500 εργαζόμενοι Οι κενές θέσεις νοσηλευτικού προσωπικού είναι 350 εργαζόμενοι και έχουν έρθει 14 μόνιμοι. Παρουσιάζει κάθε λίγο και λιγάκι τις «προσλήψεις» αριθμού επικουρικών γιατρών, νοσηλευτών και άλλων ειδικοτήτων ως εργαζομένων που προστίθενται στους ήδη υπάρχοντες. Κάνει το «μαύρο» - «άσπρο» διότι αυτό το προσωπικό δεν προστίθεται αλλά είτε αντικαθιστά ένα μικρό μέρος του μόνιμου προσωπικού που συνταξιοδοτείται είτε κυρίως αντικαθιστά τους επικουρικούς που απολύονται σε ένα ή δυο χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο ούτε καν συντηρείται αλλά συνεχώς επιδεινώνεται η άθλια κατάσταση της υποστελέχωσης των δημόσιων μονάδων υγείας με προσωπικό που δεν κοστίζει στο κράτος αφού πληρώνεται από τα έσοδα των μονάδων υγείας, δηλαδή από δαπάνες κυρίως των ασφαλιστικών ταμείων και απευθείας πληρωμές των ασθενών και με μειωμένα δικαιώματα. Τέτοιο προσωπικό – προσωρινό και φθηνό – είναι και οι 4.000 προσλήψεις που έχει εξαγγείλει για το επόμενο διάστημα Για το ΠΑΓΝΗ αντιστοιχούν 70 εργαζόμενοι εκ των οποίων 44 θα ανήκουν στη νοσηλευτική υπηρεσία. Όλα αυτά υπονομεύουν την αξιοποίηση ενός εξειδικευμένου προσωπικού διότι η εφαρμογή των επιστημονικών γνώσεων απαιτεί να έχει συνέχεια, να αποκτιέται η απαιτούμενη εμπειρία που αντίστοιχα θα έχει θετική επίπτωση στις υπηρεσίες προς τους ασθενείς και όχι να διακόπτεται από το καθεστώς της προσωρινής και εναλλασσόμενης εργασίας”.