Του Τίτου Αθανασιάδη*

Γερό πολιτικό παιχνίδι Αθήνας-Ρώμης πίσω από τα παρασκήνια μιας όπερας κι ενώ οι πληροφορίες για επικείμενη επίθεση της Ιταλίας πολλαπλασιάζονται

ΜΕΡΟΣ 6ο


Αυστηρή εχεμύθεια

Ώρα 9 μμ: Οκτώ ώρες πριν την επίθεση, ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο καλεί στο γραφείο του, στη Ρώμη, τον Γερμανό επιτετραμμένο φον Μπίσμαρκ και τον πληροφορεί ότι στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα θα επιδώσει στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση της ιταλικής κυβέρνησης με την οποία θα ζητείται η ελευθέρα διάβαση των συνόρων στις 6 το πρωί και ότι εάν η ελληνική κυβέρνηση αντιδράσει, θ’ αρχίσουν εχθροπραξίες.

Ο φον Μπίσμαρκ τηλεγραφεί πάραυτα την είδηση στο γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών και στο τρένο που μεταφέρει τον Χίτλερ στη Φλωρεντία όπου οι δύο δικτάτορες (Γερμανίας και Ιταλίας) είχαν δώσει ραντεβού για να συναντηθούν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, για αλληλοενημέρωση.

Η ώρα και ακριβής ημερομηνία της επίθεσης των Ιταλών κατά της Ελλάδας ετηρείτο ως επτασφράγιστο μυστικό ακόμη και έναντι του Χίτλερ, διότι ο Μουσολίνι επιθυμούσε να τον αιφνιδιάσει, όπως ο Γερμανός δικτάτορας αιφνιδίασε τον Ντούτσε με την επίθεσή του κατά της Ρουμανίας την 7η Οκτωβρίου 1940.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρεσβευτής της Γερμανίας στην Αθήνα φον Έρμπαχ που είχε πληροφορίες ότι η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί βέβαιη την ιταλική επίθεση, στις 27 Οκτωβρίου, ρώτησε σχετικά τον Ιταλό συνάδελφό του Γκράτσι, ο οποίος του είπε ότι βρίσκεται σε ένα είδος συναγερμού, αλλά δεν έχει λάβει ακόμη οδηγίες για το πώς θα ενεργήσει. Ενώ συνέβαινε το αντίθετο, αφού στις 5 το πρωί της 27ης Οκτωβρίου γνώριζε την ώρα που θα επέδιδε στον Μεταξά τη διακοίνωση.

Μεθυσμένοι, όχι θλιμμένοι

Μετά τον πόλεμο, ο Γκράτσι προσπάθησε με το βιβλίο του να εξιλεωθεί στα μάτια των συμπατριωτών του που ήταν αντίθετοι προς τον φασιστικό τυχοδιωκτισμό και να παρουσιάσει εαυτόν αναγκασμένο λόγω της θέσης του να προβεί στις ενέργειες που του επέβαλλαν τα καθήκοντά του, ενώ στην πραγματικότητα ήταν υπέρ της φιλίας και της ειρήνης μεταξύ των δύο λαών!

Η στάση αυτή είναι συνήθης σε πρέσβεις που βρίσκονται στη θέση που βρέθηκε ο Γκράτσι. Μόνο που ο τελευταίους παραέπαιξε το ρόλο του και προέβη σε μια ενέργεια που κανένας από τους προϊστάμενους του δεν του ζήτησε, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Είναι ένα περιστατικό που ο ίδιος αποφεύγει να μνημονεύσει στο βιβλίο του. Από ντροπή; Δεν πιστεύω. Μάλλον από προσωπικό συμφέρον, για να μην τον «κράξουν» οι δημοσιογράφοι της χώρας του, το 1945-46.

Ας εξιστορήσουμε όμως τα της Κυριακής, 27ης Οκτωβρίου 1940.

• Γύρω στις 11 το πρωί, ο Γκράτσι πήγε στην Casa d’ Italia, την αίθουσα του ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου της Αθήνας, όπου θα εορταζόταν η 18η επέτειος της κατάληψης της εξουσίας από το Μουσολίνι. Στο βιβλίο του, ο Γκράτσι κάνει το παν για να πείσει τον μεταπολεμικό πια Ιταλό αναγνώστη (που είναι αγανακτισμένος για τους ανθρώπους που έχασε στους ηλίθιους πολέμους του Μουσολίνι), ότι η ατμόσφαιρα στην Casa d’ Italia των Αθηνών, όπου είχε συγκεντρωθεί ολόκληρη σχεδόν η ιταλική παροικία της ελληνικής πρωτεύουσας, ήταν καταθλιπτική, πένθιμη.

Αλήθεια; Γιατί; Μόλις πριν από 7 ώρες είχαν ξεφαντώσει όλοι τους, όλα σχεδόν τα μέλη της εν Αθήναις ιταλικής παροικίας, στην πρεσβεία τους, επί της Βασιλίσσης Σοφίας.

Τι είχε μεσολαβήσει μεταξύ της 4ης πρωινής της 27ης Οκτωβρίου, που απεχώρησαν από την πρεσβεία, μετά από τρικούβερτο γλέντι (υπαινίσσεται την ατμόσφαιρα αυτή ο Γκράτσι στο βιβλίο του, συγκρίνοντάς την με την ατμόσφαιρα στην Casa d’ Italia) και της 11ης πρωινής της ίδιας ημέρας;

Ουδέν το σοβαρόν. Το τελεσίγραφο δεν είχε επιδοθεί και ούτε η επίθεση στα σύνορα ή οι βομβαρδισμοί των ελληνικών πόλεων από τα ιταλικά αεροπλάνα είχαν αρχίσει.

Επομένως τι ήταν αυτό που προκαλούσε τη δυσθυμία και τη θλίψη των Ιταλών της Αθήνας; Απλούστατα, διότι μετά από τόση οινοποσία πριν λίγες ώρες, ήταν υποχρεωμένοι να προσέλθουν στη φασιστική γιορτή (στην είσοδο της Casa d’ Italia ο αθηναϊκός βραχίονας του φασιστικού καθεστώτος είχε εγκαταστήσει τους σπιούνους του που κατέγραφαν ποιοι εισέρχονταν, ώστε να τιμωρηθούν δεόντως οι απόντες). Και μερικοί από τους εν Αθήναις αυτούς Ιταλούς ήταν μεθυσμένοι, ή το λιγότερο με βαρύ κεφάλι, λόγω του οίνου που είχαν καταναλώσει.

Αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος, αείμνηστε Γκράτσι, της πένθιμης προσέλευσης των Ιταλών. Εκτός εάν όλοι ήταν αντιφασίστες και διαδήλωναν έτσι την απέχθειά τους για την 18η επέτειο. Αυτό όμως μάλλον αποκλείεται διότι η πλειοψηφία τους ήταν άτομα ευνοημένα από το μουσολινικό καθεστώς.

Αφού, λοιπόν, έγινε η τελετή και χαιρέτησαν άπαντες, εκουσίως ή ακουσίως, δια της τεταμένης χειρός και της κλειστής (δυστυχώς) παλάμης τη φωτογραφία του Ντούτσε, διαλύθηκαν για να επιστρέψουν στις οικίες τους.

• Στη συνέχεια ο πρέσβης Γκράτσι και ο στρατιωτικός και ναυτικός ακόλουθος της Ιταλίας συναντήθηκαν στην πρεσβεία, όπου μοίρασαν τους ρόλους που θα έπαιζαν στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και κατέστρωσαν το σκοτεινό και δολοπλόκο σχέδιο των επομένων ωρών και ημερών.

«Έλυσαν κατόπιν τους ζυγούς» και έσπευσαν στην οικία τους για να ετοιμάσουν την αναχώρηση εξ Ελλάδος εαυτών και των οικογενειών τους.

Αργά το απόγευμα τα εξέχοντα μέλη της πρεσβείας με τις συζύγους τους (όπως βέβαια και ο Γκράτσι) προσήλθαν στην οικία του επιτετραμμένου Φορλάνι για γεύμα.

Ο καταχθόνιος Γκράτσι και τα «σαλιαρίσματά» του

Ακολούθησε κατόπιν η αήθης ενέργεια για την οποία έγινε λόγος στην αρχή.

Ο Γκράτσι, προφανώς για να ρίξει στάχτη στα μάτια των ανδρών της Ελληνικής Ασφάλειας, που δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι παρακολουθούσε άγρυπνα στις κινήσεις του των τελευταίων ημερών, εκτός πρεσβείας, αλλά και για να δημιουργήσει στους «υψηλούς» κύκλους της Αθηναϊκής κοινωνίας την εντύπωση, ότι ουδέν εγνώριζε για την επίθεση της πατρίδας του κατά της Ελλάδας, ακόμη και λίγες ώρες πριν εκδηλωθεί αυτή, πήγε σ’ ένα φιλικό του σπίτι στο Κολωνάκι, περί την 8.30 νυκτερινή ώρα.

Ήταν η επί της Βασιλίσσης Σοφίας οικία της κυρίας Βλαστού. Η παρέα αποτελείτο από Αθηναίους και Αθηναίες των σαλονιών, ενώ ήταν παρών και ο τελευταίος πρεσβευτής της τσαρικής Ρωσίας στην Αθήνα Ντεμίντωφ, ο οποίος μετά την ανατροπή του Τσάρου και την εν συνεχεία επικράτηση της μπολσεβικικής επανάστασης, παρέμεινε στην ελληνική πρωτεύουσα.

Εκεί, ο Γκράτσι, εξωστρεφής τύπος όπως ήταν (και πληθωρικός, λόγω του πάχους του), έδωσε παράσταση, αφηγούμενος ανέκδοτα και «σαλιαρίζοντας» με τις αφελείς κυρίες της βραδιάς. Στη συνέχεια έπαιξε μια παρτίδα μπριτζ και σηκώθηκε να αποχωρήσει, ασπασθείς άπαντες, την 11.30 νυκτερινή.

Πληροφορηθέντα, μια τέτοια συμπεριφορά, τα κλιμάκια ορισμένων ελληνικών Υπηρεσιών ηρέμησαν τουλάχιστον για εκείνη τη βραδιά. Ηρέμησαν αλλά δεν έπαυσαν να αγρυπνούν.

Αυτή ήταν ίσως και μια από τις προθέσεις του Γκράτσι. Να ξεγελάσει τις ελληνικές Υπηρεσίες και να τις καθησυχάσει, ώστε να αιφνιδιαστούν με όσα θα εκτυλίγονταν στη συνέχεια, κατά τη φοβερή εκείνη νύκτα.

Ζήτησε μήπως ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο, από τον υφιστάμενό του να παίξει τέτοιο θέατρο εκείνο το βράδυ, λίγες ώρες πριν από την επίδοση του τελεσιγράφου; Ουδέν στοιχείο υπάρχει που να αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Άρα ο Γκράτσι –που μετά τον πόλεμο έκανε την αθώα περιστερά– ξεδίπλωσε όλη την υποκριτική τέχνη του για να εξαπατήσει (όπως νόμιζε) τους Έλληνες υπεύθυνους ασφαλείας και ορισμένους κυβερνητικούς παράγοντες.

Από το σπίτι της κυρίας Βλαστού, ο Γκράτσι κατευθύνθηκε στην πρεσβεία, όπου διέμενε με την οικογένειά του, τουλάχιστο τον τελευταίο καιρό. Εκεί τον περίμεναν ανυπόμονοι, ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας, συνταγματάρχης Μοντίνι και ο μεταφραστής της πρεσβείας Ντε Σάντο, οι οποίοι θα τον συνόδευαν στο σπίτι του Μεταξά στην Κηφισιά, προκειμένου να επιδώσει το ιταμό ιταλικό τελεσίγραφο στον Έλληνα κυβερνήτη. Ο Ιταλός ναυτικός ακόλουθος είχε αναλάβει να ενημερώσει τον Γερμανό πρέσβη Έρμπαχ, μετά την 3η πρωινή ώρα.

Η μεγάλη στιγμή

της ελληνικής ιστορίας

3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940.

Το πρώτο υπουργικό συμβούλιο μετά την κήρυξη του πολέμου

Την 2.50 πρωινή ώρα της 28ης Οκτωβρίου 1940, το αυτοκίνητο του στρατιωτικού ακόλουθου της ιταλικής πρεσβείας, συνταγματάρχη Μοντίνι, με συνεπιβαίνοντες τον πρέσβη Γκράτσι και τον μεταφραστή Ντε Σάντο, έφθασε έξω από την κατοικία του Μεταξά στην Κηφισιά.

Ο φρουρός της πρωθυπουργικής κατοικίας εξέλαβε τα χρώματα της ιταλικής σημαίας που ήταν στο φτερό του αυτοκινήτου, ως χρώματα της γαλλικής σημαίας και αφού χτύπησε το κουδούνι, αρκετές φορές, με το εσωτερικό τηλέφωνο επικοινωνίας είπε στον ίδιο τον Μεταξά, που πετάχτηκε με τις πιτζάμες από το κρεβάτι του, ότι ζητούσε να τον δει ο Γάλλος πρέσβης.

• Ο Γάλλος πρέσβης τέτοια ώρα; Τι θέλει; μονολόγησε ο Μεταξάς, όπως ο ίδιος είπε, λίγες ώρες αργότερα στα μέλη του πρώτου πολεμικού συμβουλίου.

Γι’ αυτό και εξεπλάγη, όταν, μόλις άνοιξε την πόρτα, βρέθηκε, με μια ρόμπα που είχε ρίξει πάνω από την πιζάμα του, μπροστά στον Ιταλό πρέσβη Γκράτσι και όχι στον Γάλλο Μωγκράς.

Ο Μεταξάς κατάλαβε αμέσως τι θα επακολουθούσε. Η ευγένεια όμως δεν τον είχε εγκαταλείψει. Με το χέρι του έδειξε στον Γκράτσι τον καναπέ όπου έπρεπε να καθίσει, ενώ ο ίδιος κάθισε στην δίπλα ευρισκόμενη και προσφιλή του πολυθρόνα.

Η συζήτηση άρχισε με τον Γκράτσι, ο οποίος βγάζοντας από την τσέπη του ένα φάκελο, τον άνοιξε και παρέδωσε στον Μεταξά το περιεχόμενό του, λέγοντας ταυτόχρονα.

•Η κυβέρνησή μου, εξοχώτατε, μου ανέθεσε να σας παραδώσω το παρόν κείμενο

Ο Μεταξάς άρχισε να διαβάζει το ιταμό τελεσίγραφο, ενώ τα χέρια του «έτρεμαν ελαφρά» κατά τη διήγηση του Γκράτσι.

Έτρεμαν από συγκίνηση όπως και τα μάτια του είχαν βουρκώσει από συγκίνηση, πάλι κατά τη διήγηση του Γκράτσι. Ήταν η συγκίνηση των μεγάλων στιγμών που η Ιστορία τον αξίωσε να ζήσει. Και όχι κάποιος φόβος. Τι φόβο άλλωστε να ένιωθε ένας στρατηγός που είχε μετάσχει σε τόσους πολέμους και είχε αντιμετωπίσει τον εχθρό και τους ηγέτες του, πρόσωπο με πρόσωπο.

•Με τη διακοίνωσή της, η ιταλική κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει την ουδετερότητά της, επιτρέποντας στον αγγλικό στόλο να χρησιμοποιήσει κατά την εξέλιξη των πολεμικών του επιχειρήσεων τα χωρικά της ύδατα και ευνοώντας τον ανεφοδιασμό των εναερίων βρετανικών δυνάμεων.

(σ.σ. Η ιταλική κυβέρνηση ισχυριζόταν στο τελεσίγραφό της τα ανωτέρω, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένες περιπτώσεις, παραθέτοντας χρόνο και τόπο.

Υποτίθεται, λοιπόν, ότι οι παραβιάσεις της ουδετερότητας εκ μέρους της Ελλάδας έγιναν μετά την έναρξη των αγγλοϊταλικών επιχειρήσεων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο που προκάλεσε η Ιταλία με την επίθεσή της κατά της Αιγύπτου. Αλλά τι έπρεπε να πει η Ελλάδα κατά της Ιταλίας αεροπλάνα της οποίας την 12η Ιουλίου 1940 βομβάρδισαν δύο βοηθητικά σκάφη του ελληνικού στόλου στη Γραμβούσα (Κρήτη) και στις 30 Ιουλίου τα αντιτορπιλικά μας «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα» στον Κορινθιακό και δύο ελληνικά υποβρύχια στα νερά της Ναυπάκτου, ενώ ιταλική τορπίλη ναυάγησε το εύδρομο «Έλλη» την 15η Αυγούστου 1940;

Αυτές είναι συγκεκριμένες εχθρικές ενέργειες της Ιταλίας πριν κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας.

•Περαιτέρω το τελεσίγραφο ανέφερε ότι η Ελλάδα είχε δεσμευτεί (πάλι χωρίς να παρέχονται αποδείξεις), να θέσει στη διάθεση των Δυνάμεων που είναι σε πόλεμο με την Ιταλία στρατηγικές βάσεις εντός του ελληνικού εδάφους και δη στη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία.

Το άκρον άωτον της προπαγανδιστικής υστερίας και του αλλοπρόσαλλου των ιταλικών επιχειρήσεων ήταν ο ισχυρισμός ότι η ελληνική κυβέρνηση με την πολιτική της έναντι της Ιταλίας «θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένοπλη ρήξη μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας, την οποία η ιταλική κυβέρνηση έχει πρόθεση να αποφύγει!».

Γι’ αυτό, συνεχίζει το τελεσίγραφο «η ιταλική κυβέρνηση ζητεί από την ελληνική, ως εγγύηση της ουδετερότητας της Ελλάδας και ασφάλειας της Ιταλίας, να επιτρέψει στον ιταλικό στρατό να καταλάβει ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους…

»Η κατοχή –προστίθεται- μπορεί να γίνει ειρηνικά(!), εφ’ όσον η ελληνική κυβέρνηση δώσει τις σχετικές διαταγές στις στρατιωτικές αρχές.

»Εάν τα ιταλικά στρατεύματα συναντήσουν αντίσταση, η αντίσταση αυτή θα καμφθεί δια των όπλων…».

Με το τελεσίγραφο, δηλαδή, εζητείτο από τον Μεταξά να διατάξει τον ελληνικό στρατό στα σύνορα να κατεβάσει τα όπλα, ν’ ανοίξει τις μπάρες και να υποδεχθεί τον ιταλικό ως ειρηνοποιό!).

•Ο ίδιος ο Μεταξάς, σε διήγησή του προς τους στενούς συνεργάτες του, πως ήταν αποφασισμένος ήδη από καιρό να απορρίψει το ιταλικό αίτημα. Γι’ αυτό ήταν σίγουρος. Καμία αμφιβολία δεν εσκίαζε την προκαθορισμένη, σταθερή και επιβαλλόμενη από την ελληνική ιστορία και ελληνική στρατιωτική και πολεμική παράδοση απόφασή του.

Σηκώθηκε έτσι από τη θέση του, κοίταξε τον Γκράτσι στα μάτια και του είπε με σταθερή φωνή και υπερήφανο ύφος:

•Alors c’est la querre (ώστε έχουμε πόλεμο).

Ο Γκράτσι άρχισε να μασάει τα λόγια του και να προσπαθεί να του πει ότι δεν ήταν αυτό το πνεύμα της ιταλικής διακοίνωσης και ότι μπορούσε να το ξανασκεφτεί και να απαντήσει στην πρεσβεία. Ο Μεταξάς υπομειδίασε ειρωνικά και έμπλεξε τον Γκράτσι σε μια στιχομυθία με την οποία τον «ξεγύμνωσε».

ΜΕΤΑΞΑΣ: Ποια στρατηγικά σημεία επιδιώκει να καταλάβει η Ιταλία; (σ.σ. η ερώτηση ήταν πονηρή και στόχευε ασφαλώς στην άμεση ειδοποίηση των υπερασπιστών των σημείων αυτών, μόλις θα αποχωρούσε ο Ιταλός πρέσβης).

ΓΚΡΑΤΣΙ: Αγνοώ, εξοχότατε.

ΜΕΤΑΞΑΣ: Και μέχρι πότε αναμένετε την απάντησή μου;

ΓΚΡΑΤΣΙ: Μέχρι την 6η πρωινή ώρα.

ΜΕΤΑΞΑΣ: Δηλαδή μέσα σε τρεις ώρες ζητεί η Ιταλία από την Ελλάδα να αποφασίσει. Αλλά, αν υποθέσουμε –πράγμα που αποκλείεται βέβαια– ότι θα συζητούσαμε το τελεσίγραφο (σ.σ. Χρησιμοποιεί την απαξιωτική λέξη «τελεσίγραφο» και όχι «διακοίνωση»), μέχρις ότου ενημερωθούν ο βασιλιάς, το Υπουργικό Συμβούλιο και ο Αρχιστράτηγος και επικοινωνήσουμε με τα σύνορα, το τρίωρο θα έχει παρέλθει (σ.σ. ήδη άλλωστε είχε παρέλθει εικοσάλεπτο και η επίθεση δεν έγινε την 6η πρωινή, αλλά μισή ώρα ενωρίτερα, στις 5:30 πμ).

Ο Γκράτσι δεν απάντησε είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Ο Μεταξάς του είχε αποδείξει ότι η Ιταλία είχε επιθετικές και κατακτητικές βλέψεις, στις οποίες η Ελλάδα θα αντιστεκόταν με όλες τις δυνάμεις της.

Έτσι, όρθιοι όπως ήταν οι δύο άνδρες ο Μεταξάς είπε για δεύτερη φορά στον Γκράτσι «Alors c’ est la querre».

Ο υπουργός του Μεταξά, Κ. Κοτζιάς, στο βιβλίο του «Ελλάς, Ο Πόλεμος και η Δόξα της», έκδοση 1947, αναφέρει (σελ. 27) ότι ο Γκράτσι τον ρώτησε θορυβημένος (προφανώς για να βεβαιωθεί ότι άκουσε καλά) εάν συμφωνεί ή όχι με τη δίοδο των ιταλικών στρατευμάτων και ο Έλληνας Πρωθυπουργός απάντησε κοφτά ΟΧΙ.



ΜεθΑΥριο η συνΕχεια

*Ο Τίτος Αθανασιάδης

είναι δημοσιογράφος













ΜΕΡΟΣ 7ο (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)





Ο διαπρεπής ιστορικός και δημοσιογράφος της εποχής εκείνης Δημ. Σβολόπουλος, πατέρας του σημερινού ακαδημαϊκού και πανεπιστημιακού καθηγητή Κων. Σβολόπουλου, στο βιβλίο του για την «Ιταλική Εισβολή του 1940» αναφέρει ότι ο Γκράτσι στη στιχομυθία του με τον Μεταξά, όταν ο τελευταίος τελείωσε την ανάγνωση του κειμένου και σηκώθηκαν όρθιοι αμφότεροι, είπε στον Έλληνα Πρωθυπουργό:

•Κύριε Πρόεδρε, έχω εντολή να σας ανακοινώσω ότι σε περίπτωση μη αποδοχής των όρων, τα ιταλικά στρατεύματα θα εισβάλουν στην Ελλάδα την 6η πρωινή. Στην επισήμανση αυτή του Γκράτσι, ο Δ. Σβολόπουλος επισημαίνει ότι ο Μεταξάς παρατήρησε στον Ιταλό πρέσβη:

•Κύριε πρέσβη, το περιεχόμενο του τελεσιγράφου και ο τρόπος κατά τον οποίο μου επεδόθη σημαίνουν κήρυξη πολέμου εκ μέρους της Ιταλίας.

Ο έμπειρος Μεταξάς έκανε και μάθημα στον υποτίθεται έμπειρο Ιταλό διπλωμάτη.

Έτσι όρθιοι όπως ήταν οι δύο άνδρες, ο Μεταξάς έκανε ένα βήμα προς την πόρτα εξόδου του σαλονιού για να δείξει στον απρόσκλητο και θρασύ επισκέπτη του ότι η ακρόαση είχε τελειώσει. Και χωρίς να του δώσει το χέρι, τον οδήγησε στην εξώθυρα.

Όταν ο Γκράτσι έφυγε σαν «βρεγμένη γάτα», ο Μεταξάς στάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα σιωπηλός και περίφροντις. Ήταν δευτερόλεπτα βαθιάς περισυλλογής για το τι έπρεπε να κάνει ευθύς αμέσως.

Ένας άνθρωπος ηλικίας 70 περίπου ετών με μάλλον εύθραυστη υγεία και ταλαιπωρημένος το τελευταίο εξάμηνο από την αγωνία που του δημιουργούσε το μπαράζ των ιταλικών προκλήσεων, εκαλείτο τώρα από την Ιστορία να ηγηθεί ενός λαού στον «υπέρ πάντων αγώνα του» όπως ο ίδιος είπε λίγες ώρες αργότερα στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Δια μιας εξαφανίστηκαν η κόπωση των ημερών και η αϋπνία των τελευταίων 48ώρων.

(σ.σ. Στο Ημερολόγιό του ο Μεταξάς σημειώνει για το βράδυ της 26ης προς 27 Οκτωβρίου «Τι νύχτα! Κατά τας 2 το πρωί ο Νικολούδης τηλεφωνεί καταγγελία «Στέφανι»… Νικολούδης σπίτι μου. Συνεννόησις με Παπάγον και σύνορα. Τέλος έως 4 π.μ. δημοσίευσις ανακοινωθέντων Αθηναϊκού Πρακτορείου, διαψεύσεων… Εννοείται ότι ελαγοκοιμήθηκα δύο ώρες (5-7π.μ.), διακοπτόμενος από το τηλέφωνο».

Όσον αφορά το βράδυ της 27ης προς 28η Οκτωβρίου, ο Μεταξάς κατάφερε να κοιμηθεί 2½ με 3 ώρες.

Μόλις τελείωσε η δίλεπτη περισυλλογή, ο Μεταξάς ντύθηκε στα γρήγορα, τηλεφώνησε στον Νικολούδη (υφυπουργό Τύπου) και τον Μαυρουδή (υφυπουργό Εξωτερικών), δίνοντας τις απαραίτητες οδηγίες για σύγκληση του πρώτου Πολεμικού Συμβουλίου. Τηλεφώνησε επίσης στον βασιλιά Γεώργιο Β΄ και στον Αρχιστράτηγο Παπάγο και έφυγε εσπευσμένως για το γραφείο του. Πριν φτάσει σ’ αυτό σταμάτησε στην κατοικία του Βρετανού πρέσβη Πάλαιρετ τον οποίο ενημέρωσε για τα συμβάντα και ζήτησε την άμεση βοήθεια των Άγγλων.

Ο Πάλαιρετ του είπε ότι θα αποστείλει αμέσως κρυπτογραφικό μήνυμα στο Φόρεϊν Όφις. Ο Μεταξάς του απάντησε:

•Όχι κύριε πρέσβη, στείλτε απλό τηλεγράφημα, διότι με το κρυπτογραφικό θα χάσουμε χρόνο!

Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Πάλαιρετ έσπευσε στον Μεταξά στο σπίτι του στην Κηφισιά, διότι διέμενε τότε εκεί κοντά και έγινε εκεί η ενημέρωση.

Στο πολιτικό γραφείο του πρωθυπουργού πρώτος από τους υπουργούς έφθασε ο Εμπορικής Ναυτιλίας Αμβρόσιος Τζίφος, ο οποίος στις ανέκδοτες σημειώσεις του, μέρους των οποίων περιελήφθη στο Παράρτημα που συνοδεύει το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΕΤΑΞΑ», αναφέρει (σελ. 747):

«Εις το γραφείον του Προέδρου έφθασα πρώτος εκ των Υπουργών. Τον βρήκα καθισμένο σε μια πολυθρόνα με το ύφος ανθρώπου που είχε βγάλει από τους ώμους του ένα τεράστιο βάρος, του ανθρώπου που αισθάνεται ότι έχει εκτελέσει και απέναντι της πατρίδος του και απέναντι του εαυτού του το καθήκον του.

»Έφθασαν και οι άλλοι υπουργοί και κατά τας 4:15 συγκεντρωθήκαμε όλοι στην αίθουσα του Υπουργικού Συμβουλίου.

»Εν μέσω νεκρικής σιγής και με συγκίνησιν ζωγραφισμένην στα πρόσωπα όλων, ο Πρόεδρος μας είπεν ότι εις τας 3 το πρωί… (και συνέχισε με την αναφορά στα διατρέξαντα). Στη συνέχεια ο Μεταξάς προέβη σε κρίσεις και σχόλια:

«Μη νομίζετε –είπε– ότι ο πόλεμος αυτός τον οποίο αναλαμβάνει η Ελλάς είναι πόλεμος π.χ. του 1912, όπου οι σκοποί μας ήταν απελευθερωτικοί και όπου τα φοβερά δεινά του πολέμου ήτο δυνατόν να μετριασθούν από την μέθη της νίκης.

»Σήμερα αναλαμβάνομεν σκληρότατον αγώνα, με μέσα τελείως άνισα και δεν πρέπει να αυταπατώμεθα ότι θα πολεμήσωμεν μόνον τους Ιταλούς.

»Τα συμφέροντα του Άξονος είναι αναπόσπαστα και αργά ή γρήγορα θα πολεμήσουμε και τους Γερμανούς.

»Το πιθανώτερον λοιπόν, είναι να χάσωμε προσωρινώς την Μακεδονία και την Ήπειρον και δεν αποκλείεται και αυτάς τας Αθήνας και τας εστίας μας και ό,τι άλλο έχουμε και να τα εγκαταλείψωμεν προσωρινώς, μεταβαίνοντες εις Πελοπόννησον ή εις Κρήτην.

»Ο πόλεμος, λοιπόν, που αναλαμβάνει σήμερα το Έθνος είναι μόνον και μόνον πόλεμος τιμής και επειδή πιστεύω βαθύτατα ότι αι ηθικαί αξίαι τελικώς θα θριαμβεύσουν επί των υλικών, έχω απόλυτον την πεποίθησιν ότι η νίκη θα είναι τελικώς με το μέρος των Συμμάχων.

»Η γενική τύχη του πολέμου δεν θα κριθεί εις την Βαλκανικήν.

»Εν τω μεταξύ βεβαίως θα υποφέρωμεν τα πάνδεινα, αλλά με το θαυμάσιον φρόνημα του λαού, με την ολόψυχον ένωσιν όλων των Ελλήνων και με το μεγάλο μίσος κατά των Ιταλών που επροκάλεσε η «Έλλη», πιστεύω εις το θαύμα. Εις την Νίκην.

»Και επειδή είμαι βαθύτατα θρήσκος, νομίζω ότι η Παναγία θα προστατεύση τα όπλα μας…».

Το Συμβούλιο που άρχισε στις 5 π.μ. ήταν σύντομο. Διήρκεσε ένα τέταρτο της ώρας. Στο μεταξύ έφθασε και ο βασιλιάς από το Τατόι και επακολούθησε Πολεμικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του και με τη συμμετοχή των αρχηγών του Στρατού και του Στόλου.

Μετά το Υπουργικό Συμβούλιο ο Μεταξάς υπαγόρευσε στον γραμματέα του το Διάγγελμά του προς τον Ελληνικό λαό που κατέληγε με τον παιάνα της Σαλαμίνας «νυν υπέρ πάντων αγών».

Επίσης υπογράφηκαν αμέσως τα Διατάγματα Γενικής Επιστράτευσης Στρατού Ξηράς, Ναυτικού και Αεροπορίας και Πολιτικής Επιστράτευσης καθώς και όλα τα προβλεπόμενα σε τέτοιες περιπτώσεις.

Όσοι υπουργοί έγραψαν αναμνήσεις αναφέρουν ότι ο Μεταξάς πριν υπογράψει το πρώτο διάταγμα έκανε τον σταυρό του και είπε «Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα».

Ακόμη ο Μεταξάς επικοινώνησε με τους πρέσβεις μας στην Άγκυρα και το Βελιγράδι, όπως και με τον Τούρκο Πρόεδρο Ισμέτ Ινονού και τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών Σουκρή Σαράτσογλου.

Ενώ συνέβαιναν αυτά στην Αθήνα, στην Ελληνοαλβανική μεθόριο οι ιταλικές δυνάμεις άρχιζαν το πυρ στις 5:30 το πρωί. Μισή ώρα πριν την εκπνοή.

Λίγο αργότερα ηχούσαν οι πρώτες σειρήνες καθώς ακούγονταν οι βόμβοι των βομβαρδιστικών αεροπλάνων της Ιταλίας.

Στις 10 το πρωί εκφωνήθηκε από το ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου:

«Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5:30 πρωινής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».

Κείμενο λιτό, αλλά ηρωικό που προκαλεί σεβασμό και προετοιμάζει τις ψυχές για την υπέρτατη θυσία υπέρ της πατρίδας.

Την ίδια ώρα σημειώνονται στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της χώρας ενθουσιώδεις εκδηλώσεις υπέρ της υπεράσπισης της πατρίδας και του πολέμου με την κάθοδο χιλιάδων λαού σε κεντρικά σημεία.

Οι πρώτες αεροπορικές επιθέσεις των Ιταλών εναντίον πόλεων και κατά αμάχου πληθυσμού σημειώθηκαν την 10 και 10:30 πρωινή ώρα στον Πειραιά και στη συνέχεια νέα επιδρομή πάλι κατά του Πειραιά την 13:00 μεσημβρινή ώρα, χωρίς νεκρούς ευτυχώς.

Ο ανηλεής βομβαρδισμός όμως των Πατρών είχε ως αποτέλεσμα 50 νεκρούς και άνω των 100 τραυματίες, ενώ τρομακτικές υπήρξαν οι καταστροφές οικοδομών και δημόσιων κτιρίων, γεγονός που οδήγησε στην εκκένωση της πόλης.

Την 11η πρωινή ώρα ο ενθουσιασμός του λαού στην πλατεία Συντάγματος και στους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών, όπως και στον Σταθμό Λαρίσης και γενικά στους σταθμούς λεωφορείων όπου επιβιβάζονταν οι στρατιώτες μας για να κατευθυνθούν στο μέτωπο είναι τόσο μεγάλος, ώστε ο βασιλιάς και ο Μεταξάς επιβιβάζονται σε ανοικτό αυτοκίνητο και περιέρχονται την πρωτεύουσα για να καταλήξουν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» όπου εγκαθίσταται το γενικό στρατηγείο.

Αργά το απόγευμα το Γενικό Αρχηγείο εκδίδει το δεύτερο πολεμικό ανακοινωθέν που μεταδίδεται από το Αθηναϊκό Ραδιόφωνο:

«Κατά την διάρκειαν της ημέρας, ιταλικαί δυνάμεις ποικίλης ισχυός εξηκολούθησαν προσβάλλουσαι ημετέρας δυνάμεις, αμυνομένας σθεναρώς.

»Αγών ενετοπίσθη επί μεθορίου γραμμής

»Παρά της εχθρικής αεροπορίας εβλήθησαν στρατιωτικοί τινες στόχοι άνευ ζημιών.

»Βόμβαι ριφθείσαι επί της πόλεως των Πατρών έσχον θύματα εκ του αμάχου πληθυσμού».

Συνάντηση Χίτλερ - Μουσολίνι

Ενώ στις 11η το πρωί στην Αθήνα χιλιάδες λαού λοιδορούσαν τον Μουσολίνι ως «μακαρονά» και «φαφλατά», ο αρχηγός του ιταλικού φασισμού συναντώνταν στη Φλωρεντία με τον Χίτλερ, τον οποίο υποδέχτηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλεως, φωνάζοντάς του από μακριά, πριν την ανταλλαγή χειραψίας: «Φύρερ προχωρούμε ακάθεκτοι. Ο ιταλικός στρατός εισήλθε νικηφόρος στην Ελλάδα, σήμερα το πρωί στις 6». Ο Χίτλερ που γνώριζε την είδηση ήδη πριν από δύο με τρεις ώρες και είχε γίνει έξω φρενών διότι φοβόταν ότι η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας θα μπορούσε να προκαλέσει αγγλική δράση υπέρ των ελληνικών στρατευμάτων και παραμονή αυτών στην Βαλκανική, ενώ ετοίμαζε την εκστρατεία του κατά της Σοβιετικής Ένωσης, έδωσε τόπο στην οργή. Έκανε, απλώς, ένα μορφασμό, που θα μπορούσε να εκληφθεί ως αποδοκιμασία ή ανησυχία για την εξέλιξη. Ο Μουσολίνι το αντελήφθη και όταν του έδωσε το χέρι για να τον υποδεχθεί του είπε: «Μην ανησυχείς Φύρερ, όλα θα τελειώσουν εντός 15 ημερών».

Ο Χίτλερ μειδίασε. Δεν είπε τίποτα. Και όταν προχώρησαν στην αίθουσα όπου θα συζητούσαν επί 7ωρο, η συζήτηση για την Ελλάδα τους απασχόλησε ελάχιστα. Είχαν να ρυθμίσουν άλλα θέματα.

Η ελπίδα του Μουσολίνι ότι «σε 15 ημέρες θα είχαν τελειώσει όλα» απεδείχθη φρούδα. Όλα του ήλθαν ανάποδα. Οι Έλληνες αντί να συντριβούν όπως πίστευε, εξεδίωξαν τον ιταλικό στρατό από το έδαφός τους σε 15 ημέρες ακριβώς και μετά δύο ημέρες καταδίωκαν τους Ιταλούς εντός της Βορείου Ηπείρου και πέραν αυτής. Γεγονός που ανάγκασε μετά έξι μήνες τον Χίτλερ να επέμβει, όχι τόσο για να σώσει το γόητρο του «συνεταίρου» και συμμάχου του, όσο για να διασφαλίσει τα νώτα του, ενώ ετοίμαζε την επιχείρησή του κατά της Σοβιετικής Ένωσης.

Συναγερμός στο Λονδίνο για την Ελλάδα

Ενώ στη Φλωρεντία συναντώνταν στις 11 το πρωί, της 28ης Οκτωβρίου 1940, οι Χίτλερ και Μουσολίνι και καθόριζαν την περαιτέρω αρπακτική δράση τους, στο Λονδίνο σήμαινε συναγερμός. Η βρετανική κυβέρνηση είχε ήδη λάβει το τηλεγράφημα του πρεσβευτή της στην Αθήνα, Πάλαιρετ, με το οποίο ενημερωνόταν για την ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας και το αίτημα του Μεταξά για βοήθεια.

Συνήλθε αμέσως Υπουργικό Συμβούλιο, υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ.

Διαβάστηκε σ’ αυτό το τηλεγράφημα Πάλαιρετ και συζητήθηκε η έκκληση του Μεταξά για άμεση, κατεπείγουσα βοήθεια για να σωθεί η Κέρκυρα και να προστατευθεί η πρωτεύουσα από τους ιταλικούς βομβαρδισμούς.

Στο Υπουργικό Συμβούλιο συμμετείχαν και οι αρχηγοί των Βρετανικών Επιτελείων, οι οποίοι είχαν συμφωνήσει ήδη ότι το κατεπείγον ζήτημα ήταν η αποτροπή ιταλικής εισβολής στην Κρήτη. Η Κρήτη, κατά τους Βρετανούς, είχε την πρώτη προτεραιότητα προς σωτηρία της από οποιοδήποτε άλλο μέρος της ελληνικής επικράτειας. Η Κέρκυρα ακολουθούσε. Ήταν σημαντική κι αυτή. Από την Κέρκυρα, οι Άγγλοι θα μπορούσαν να βομβαρδίσουν ιταλικές πόλεις.

Αλλά το ότι η Κρήτη έπρεπε να παραμείνει ελεύθερη και απρόσβλητη από τους Ιταλούς ήταν «εκ των ων ούκ άνευ», προκειμένου ο εχθρός να μην αποκτήσει ισχυρή βάση από την οποία θα έφερνε τα πάνω – κάτω στα σχέδια των Άγγλων για την υπεράσπιση της Αιγύπτου που εκείνη την εποχή υφίστατο τη βαριά προσβολή των ιταλικών τεθωρακισμένων και της ιταλικής πολεμικής αεροπορίας.

Οι επιχειρήσεις στην Αίγυπτο ήταν το μεγάλο πρόβλημα του Τσώρτσιλ για την αποστολή πολεμικής βοήθειας στην Ελλάδα. Αν η βοήθεια αυτή ήταν μεγάλη, όπως ζητούσε ο Μεταξάς, η Αίγυπτος θα αποδυναμωνόταν.

Χωρίς πολλές συζητήσεις, πάντως, ο βρετανικός πολεμικός μηχανισμός ειδοποίησε, από το Λονδίνο, το Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής να στείλει αμέσως, ως πρώτη δόση, στην Κρήτη, ένα τάγμα βρετανών πολεμιστών, το οποίο αποβιβάστηκε στη Μεγαλόνησο την 29η Οκτωβρίου.

Ακόμη το βρετανικό Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι εάν οι Ιταλοί βομβάρδιζαν την Αθήνα, οι Άγγλοι έπρεπε να απαντήσουν, βομβαρδίζοντας ιταλικές πόλεις.

Ενώ συνεχιζόταν η συνεδρίαση του βρετανικού Υπουργικού Συμβουλίου, ο Μεταξάς ζήτησε από τον Τσώρτσιλ την αποστολή στην Ελλάδα όσο το δυνατόν περισσοτέρων βρετανικών πολεμικών αεροσκαφών, ενώ ο Άγγλος πρεσβευτής πίεζε με δικά του μηνύματα να σταλεί κατεπείγουσα βοήθεια για την υπεράσπιση της Ηπείρου που υφίστατο σοβαρή προσβολή από τριπλάσιες ίσως των ελληνικών, ιταλικές δυνάμεις.

Τότε ο Τσώρτσιλ ειδοποίησε τον Πάλαιρετ να μην υπόσχεται πολλά στους Έλληνες, διότι δεν υπήρχε η δυνατότητα μεγάλης στρατιωτικής ενίσχυσης, όπως ήλπιζε ο Μεταξάς.

•Πείτε στον Έλληνα πρωθυπουργό, ανέφερε ο Τσώρτσιλ στον Πάλαιρετ ότι εγγυηθήκαμε την ανεξαρτησία της Ελλάδας μαζί με τη Γαλλία (13 Απριλίου 1939). Αλλά μετά την αποστασία της Γαλλίας από τη συμμαχία μας (22 Ιουνίου 1940), λόγω της ήττας της από τους Γερμανούς, είμαστε μόνοι και δεν μπορούμε να σηκώσουμε όλο το βάρος της ιταλικής επίθεσης στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα. Θα βοηθήσουμε όσο μπορούμε και θα δώσουμε την πρώτη προτεραιότητα στην Ελλάδα σε σύγκριση με τα άλλα πολεμικά μέτωπα.

Λίγο αργότερα διατάζονταν από το Βρετανικό Γενικό Επιτελείο η αποστολή και μιας μοίρας βομβαρδιστικών αεροσκαφών για την υπεράσπιση από αέρος της Αθήνας.

Όταν η είδηση για την αεροπορική βοήθεια έγινε γνωστή στην Αθήνα, αργά το απόγευμα, η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε ζητώντας την αύξηση του αριθμού των βρετανικών αεροσκαφών. Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Τσώρτσιλ θα ικανοποιούσε το αίτημα των Ελλήνων.

Το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου οι Αθηναίοι θα ζούσαν σε εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα, με τα μέτρα προφύλαξης ώστε να αποφεύγονται οι αεροπορικές προσβολές. Η κίνηση των οχημάτων στους δρόμους γινόταν αραιά και μόνο για στρατηγικούς λόγους και για λόγους έκτακτης ανάγκης.

Οι φανοί των αυτοκινήτων έφεραν ειδικές καλύπτρες. Οι δημόσιοι φανοστάτες δεν ήταν εν λειτουργία. Τα παράθυρα των σπιτιών ήταν κλειστά.

Τα μέτρα ίσχυαν για όλη την Ελλάδα. Και οι Έλληνες έμπαιναν έτσι στη μακρά, σκοτεινή από κάθε άποψη περίοδο του πολέμου και της εν συνεχεία εχθρικής κατοχής, που θα διαρκούσε 4 χρόνια.

*Ο Τίτος Αθανασιάδης είναι δημοσιογράφος