Του Τίτου Αθανασιάδη*

ΜΕΡΟΣ 4ο

Την ίδια ημέρα (15 Οκτωβρίου 1940) που συνήλθε στη Ρώμη το ιταλικό Πολεμικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του Μουσολίνι και οριστικοποίησε την επίθεση για την 26η Οκτωβρίου 1940 (δύο ημέρες μετά, η επίθεση μετατέθηκε για την 28η Οκτωβρίου), ο Έλληνας πρεσβευτής στην ιταλική πρωτεύουσα Ιωάννης Πολίτης, τηλεγραφούσε στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα:

«Από τριών εβδομάδων συμβαίνει με την υπόθεση της εναντίον ημών επιθέσεως της Ιταλίας ό,τι συνέβη κατά τον παρελθόντα Απρίλιον με την υπόθεση της Κέρκυρας».

(σ.σ. Από την 10η Απριλίου και για μία εβδομάδα, όργιο φημών εσάρωσε τη Ρώμη για επικείμενη κατάληψη της Κέρκυρας από την Ιταλία. Οι φήμες ήταν κατευθυνόμενες από τον προπαγανδιστικό μηχανισμό του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος και αποτελούσαν την έναρξη της δεύτερης φάσης του «πολέμου νεύρων» κατά της Ελλάδας. Δεδομένου ότι οι φήμες πολλαπλασιάζονταν μέσω των διπλωματών του Άξονα και των εφημερίδων της εποχής, ο απόηχός τους έφθανε στην Ελλάδα, παρότι ο μηχανισμός «ενημέρωσης» της δικτατορίας Μεταξά, υπό τον υφυπουργό Τύπου Θεολ. Νικολούδη, προσπαθούσε να τον ελέγξει.

Το νέο όργιο φημών κατά της Ελλάδας που άρχισε την 15η Οκτωβρίου 1940 διήρκεσε μέχρι τις 27 Οκτωβρίου 1940 και υπήρξε η κορύφωση του «πολέμου νεύρων» πριν τη μετατροπή του σε θερμό πόλεμο την 28η Οκτωβρίου).

Ο Πολίτης συνεχίζει το τηλεγράφημά του: «Εις όλους τους κύκλους και εις όλα τα στρώματα της κοινωνίας (σ.σ. της ιταλικής) δεν υπάρχει πρόσωπον το οποίον να μην έχει λάβει και μεταδώσει την πληροφορίαν ότι η εκδήλωση της εναντίον ημών ενεργείας είναι ζήτημα ωρών. Ως προς το είδος της ενεργείας αι φήμαι εκτείνονται εις όλην την κλίμακα, από της φιλικής διατυπώσεως των αιτημάτων μέχρι της αιφνιδιαστικής εισβολής.

»Τοιούτου είδους προειδοποιήσεις περιήλθον εις την Πρεσβείαν (σ.σ. της Ελλάδας) εκ μέρους προσώπων προσκείμενων προς τους στρατιωτικούς και τους διοικητικούς κύκλους (σ.σ. της Ιταλίας). Παρατηρώ ότι είναι ομοιόμορφοι κατά την διατύπωσιν και τα επιχειρήματα και ότι ενίοτε συνοδεύονται από την υποβλητικήν ερώτησιν, εάν δεν ήτο προτιμότερον να συνεννοηθώμεν επί τη βάσει ωρισμένων παραχωρήσεων, ανωδύνων δήθεν δι’ ημάς, αλλά στρατηγικής ανάγκης δια την Ιταλίαν» (Διπλωματικά Έγγραφα Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών «Η Ιταλική επίθεσις κατά της Ελλάδος» - Αθήναι 1940).

(σ.σ. Ο μηχανισμός πίεσης του εχθρού αναπτύσσεται με τους «μεσολαβητές», οι οποίοι, δήθεν από καλή πρόθεση ελαυνόμενοι, εισηγούνται στον διπλωματικό αντιπρόσωπο της Ελλάδας συνεννόηση της χώρας με την Ιταλία, ώστε η τελευταία να αποκτήσει με το αζημίωτο ό,τι θα επεδίωκε να αρπάξει με πόλεμο, που στο κάτω-κάτω έχει και τα ρίσκα του).

16 Οκτωβρίου 1940

Ο Μουσολίνι τηλεγραφεί στον βασιλιά της Βουλγαρίας Βόρι Γ΄: «Μεγαλειότατε, Αποφάσισα να ξεκαθαρίσω τους λογαριασμούς μου με την Ελλάδα εντός του τρέχοντος μηνός Οκτωβρίου. Παρουσιάζεται σε Σας και στη Βουλγαρία ιστορική ευκαιρία να πραγματοποιήσετε τον δίκαιο πόθο σας να αποκτήσετε διέξοδο στο Αιγαίο…».

(Μάριο Τσέρβι: Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος-ALVIN REDMAN HELLAS-έκδοση 1967).

17 Οκτωβρίου 1940

Ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο σημειώνει στο Ημερολόγιό του:

«Σήμερα με επισκέφθηκε στο γραφείο μου ο στρατάρχης Μπαντόλιο, ο οποίος μου μίλησε πολύ αυστηρά για την επιχείρηση κατά της Ελλάδας. Οι τρεις αρχηγοί του Επιτελείου, μου είπε, τάχθηκαν ομόφωνα κατά της επιχείρησης. Οι παρούσες δυνάμεις μας είναι ανεπαρκείς και ο στόχος μας δεν νομίζει (σ.σ. ο Μπαντόλιο) ότι θα μπορέσει να πραγματοποιήσει αποβάσεις στην Πρέβεζα διότι τα ύδατα εκεί είναι αβαθή, πρόσθεσε. Ο Μπαντόλιο –συνεχίζει ο Τσιάνο– διακατέχεται από απαισιοδοξία. Προβλέπει παράταση του πολέμου και μαζί με αυτήν εξάντληση των πόρων μας που είναι ήδη ισχνοί. Ακούω και δεν συζητώ. Τον διαβεβαιώνω μόνον ότι στον πολιτικό τομέα οι συνθήκες είναι ευνοϊκές…».

(σ.σ. Είναι χαρακτηριστικό του δέους που αισθάνονταν ενώπιον του Μουσολίνι ακόμη και οι ανώτατοι αξιωματούχοι του κράτους και του στρατού, όπως ο στρατάρχης Μπαντόλιο, ώστε να αποφεύγουν να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους για αποφάσεις του, παρουσιαζόμενοι ενώπιόν του.

Στις περισσότερες περιπτώσεις οι διαφωνούντες εύρισκαν ορθότερο να απευθυνθούν στον γαμβρό του Ντούτσε, κόμη Τσιάνο, ώστε η άποψή τους να μεταφερθεί μέσω αυτού στον Μουσολίνι.

Ο αναγνώστης πρέπει να έχει υπόψη του ότι ο στρατάρχης Μπαντόλιο ήταν η τρίτη ιεραρχική προσωπικότητα της Ιταλίας, μετά τον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ΄ και τον Μουσολίνι και μετά την κατάκτηση απ’ αυτόν της Αιθιοπίας του 1936, του δόθηκε ο τίτλος του Αντιβασιλιά της. Δεν ήταν δηλαδή «όποιος κι όποιος». Και όπως δεν τολμούσε (αν και φανατικός φασίστας) να αντιμετωπίσει μόνος του τον Μουσολίνι –πρόσωπο με πρόσωπο. Γι’ αυτό και εξέφρασε τις αντιρρήσεις του στον Τσιάνο ώστε αυτός να τις μεταφέρει στον Ντούτσε. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μπαντόλιο, διατύπωσε αντιρρήσεις στη σύσκεψη του Πολεμικού Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου, αλλά όταν είδε τον Μουσολίνι να μην του απαντά, κατάπιε τη γλώσσα του και άρχισε να υπερθεματίζει υπέρ της κατάληψης ολόκληρης της Ελλάδας. Το έκανε ίσως για λόγους σκοπιμότητας. Για να μπορέσει αυτός ο υπέρμαχος της κατάληψης της Ελλάδας, να κερδίσει χρόνο, ζητώντας αναβολή της επιχείρησης).

18 Οκτωβρίου 1940

•Ο Τσιάνο πηγαίνει στο γραφείο του Μουσολίνι, στο «Παλάτσο Βενέτσια» για να μεταφέρει στον πεθερό του, όσα του είπε την προηγούμενη ο στρατάρχης Μπαντόλιο. Αλλά εκεί «πέφτει πάνω» στον υφυπουργό Στρατιωτικών Σόντου.

Στο Ημερολόγιό του ο Τσιάνο σημειώνει σχετικά:

«Στον προθάλαμο (του Ντούτσε) συναντώ τον Σόντου, ο οποίος είχε μιλήσει με τον Μπαντόλιο που του είπε ότι θα παραιτηθεί αν πραγματοποιηθεί η επιχείρηση κατά της Ελλάδας. Αναφέρω λεπτομερώς τα συμβάντα στον Ντούτσε, ο οποίος φαίνεται κακόκεφος. Μετά καταλαμβάνεται από βίαιη έκρηξη οργής και τονίζει ότι θα πάει ο ίδιος στην Ελλάδα «για να παρακολουθήσει το απίστευτο αίσχος των Ιταλών που φοβούνται τους Έλληνες».

(σ.σ. Παρόλα αυτά ο Μπαντόλιο δεν παραιτήθηκε τότε (Οκτώβριος), με συνέπεια να φέρει το στίγμα ότι ήταν ο αρχηγός του Επιτελείου που κατηύθυνε την επίθεση κατά της Ελλάδας. Το ότι παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1940 δεν τον απάλλαξε από τις ευθύνες του).

•Στο Παλάτσο Βενέτσια φθάνει τηλεγράφημα του βασιλιά της Βουλγαρίας Βόρι Γ’ που απευθύνεται προς τον Μουσολίνι και τον ευχαριστεί για την ενημέρωση που του έκανε και για την πρότασή του, την οποία όμως δηλώνει ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί (σ.σ. να εισβάλει στην Ελλάδα) διότι η χώρα του έχει καθυστερήσει στους εξοπλισμούς της, ενώ είναι περιτριγυρισμένη από γείτονες που δεν διάκεινται φιλικά απέναντί της και αφήνει να φανεί ότι φοβάται αντίδρασή τους.

Ο Βόρις προσθέτει ότι η χώρα του δεν απεμπολεί τα δικαιώματά της, που χαρακτηρίζει «ιερά» και αφήνει έτσι ανοιχτό παράθυρο συνεργασίας του για το μέλλον.

Τέλος, ο Βόρις τονίζει ότι η Βουλγαρία απασχολεί και θα συνεχίσει να απασχολεί δυνάμεις των γειτόνων της, με την ισχυρή στρατιωτική παρουσία της στα σύνορα της χώρας.

(σ.σ. Είναι σαφές ότι η «όρεξη» του Βόρι Γ΄ έχει συγκρατηθεί από το Βαλκανικό Σύμφωνο που έχουν υπογράψει οι 4 βαλκανικές χώρες (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία και Τουρκία) και το οποίο προβλέπει στήριξη όλων προς το μέλος του εκείνο που θα υποστεί επίθεση από βαλκανικό κράτος. Το Σύμφωνο λειτουργούσε αποτρεπτικά έναντι της Βουλγαρίας που επεδίωκε να ανατρέψει τη Συνθήκη του Νεϊγύ, που διαμόρφωσε τα σύνορά της μετά την ήττα της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ως προς την παρατήρηση του Βούλγαρου βασιλιά ότι απασχολεί μεγάλες δυνάμεις των γειτονικών χωρών της Βουλγαρίας, είναι αληθές ότι η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει επιτυχώς ενδεχόμενη βουλγαρική επίθεση, δημιούργησε στα σύνορά της, στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη, μια σπουδαία οχυρωματική αμυντική γραμμή που πήρε το όνομα του Έλληνα δικτάτορα «Γραμμή Μεταξά» που μερικοί την θεωρούσαν ισάξια ή και ανώτερη της «γαλλικής γραμμής Μαζινό» στα γαλλογερμανικά σύνορα. Εξ άλλου στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα ήταν ανεπτυγμένα το Ε΄ Σώμα Στρατού με έδρα την Αλεξανδρούπολη, το Δ’ Σώμα Στρατού με έδρα την Καβάλα. Στην ίδια περιοχή ήταν αναπτυγμένη και η ομάδα Μεραρχιών ΤΣΑΜ (Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας).

Ο μεγαλύτερος εξωτερικός κίνδυνος που αντιμετώπισε η Ελλάδα, μέχρι τον Απρίλιο του 1939, όταν εισέβαλε η Ιταλία στην Αλβανία, προερχόταν από τη Βουλγαρία. Γι’ αυτό και όλη η αμυντική θωράκιση της χώρας που διήρκεσε τρία χρόνια (1936-1939) αφορούσε τα σύνορα με τη Βουλγαρία.

Όταν η Ιταλία εισέβαλε στην Αλβανία, η ελληνική κυβέρνηση και το Γενικό Επιτελείο, παρά τη γαλλοβρετανική εγγύηση προς την Ελλάδα και τις συνεχεία διαβεβαιώσεις του Μουσολίνι (ότι διάκειται φιλικά προς τον ελληνικό λαό ο οποίος δεν πρέπει να φοβάται τίποτα, καθώς δεν υπάρχουν δήθεν ιταλικά σχέδια κατά της Ελλάδας) άρχισαν την ενίσχυση της αμυντικής γραμμής στα ελληνοαλβανικά σύνορα, με την κατασκευή οχυρωματικών έργων, όχι όμως της έκτασης και του βάθους των έργων που κατασκευάστηκαν έναντι της Βουλγαρίας. Ενώ άρχισε και μυστική μερική επιστράτευση με την κλήση εφέδρων που ελάμβαναν το ειδοποιητήριό τους εντός κλειστού φακέλου).

Ο Βόρις Γ΄ που τον Απρίλιο του 1941 επετέθη κατά της Ελλάδας μαζί με τις γερμανικές στρατιές, έκλεισε την επιστολή του προς τον Μουσολίνι με την εξής παράγραφο:

«Είθε η μεγαλοφυής πρωτοβουλία Σας (σ.σ. να επιτεθεί δηλαδή κατά της Ελλάδας) να προσπορίσει μεγαλείο στη χώρα Σας και να συντελέσει στην εγκαθίδρυση μιας νέας τάξης στην Ευρώπη, βασισμένη σε μια ειρήνη δίκαιη και διαρκή». (Μάριο Τσέρβι: Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος – ALVIN REDMAN HELLAS).

19 Οκτωβρίου 1940

Σε επιστολή του προς τον Χίτλερ, ο Μουσολίνι αναφέρεται σε διάφορα ζητήματα που τον απασχολούν και μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα.

(σ.σ. Για να καταδειχτεί η αρπακτική βουλιμία του Ιταλού δικτάτορα επισημαίνεται ότι με την επιστολή του αυτή, ο Μουσολίνι ζητά, ως μερίδιο συμμετοχής του στον πόλεμο κατά της Γαλλίας, την παραχώρηση στην Ιταλία της Νίκαιας, της Κορσικής και της Τυνησίας (για τη Γαλλική Σομαλία δεν το συζητάμε του λέει διότι «είναι έρημος» και την άρπαξε χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανένα).

Ωστόσο η Γαλλία ηττήθηκε κατά τον εναντίον της πόλεμο από τη Γερμανία, η οποία εισέβαλε σ’ αυτήν την 10η Μαΐου 1940. Στις 11 Ιουνίου 1940 ο πόλεμος είχε κριθεί υπέρ της Γερμανίας και το Παρίσι καταλήφθηκε από τους γερμανούς την 14η Ιουνίου! Βλέποντας τη σαρωτική προέλαση των Γερμανών, ο Μουσολίνι μπήκε στον πόλεμο την 10η Ιουνίου όταν πια η γαλλική κατάρρευση ήταν δεδομένη.

Αναφερόμενος στην Ελλάδα, ο Μουσολίνι ενημερώνει τον Χίτλερ για τις προθέσεις του εναντίον της, χωρίς να προσδιορίζει τον χρόνο επίθεσης. Αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Όσο για την Ελλάδα έχω αποφασίσει να θέσω τέρμα στις αναβολές, το ταχύτερο. Η Ελλάδα αποτελεί ένα από τα προπύργια της αγγλικής ναυτικής στρατηγικής στη Μεσόγειο. Βασιλιάς Άγγλος, πολιτική τάξη αγγλική, λαός ανώριμος, που διαπαιδαγωγήθηκε με το μίσος ενάντια στην Ιταλία. Η Ελλάδα προέβηκε σε επιστράτευση των δυνάμεών της. Ήδη από τον Μάη έθεσε στη διάθεση της Μεγάλης Βρετανίας βάσεις αεροπορικές και ναυτικές… Τις τελευταίες ημέρες Άγγλοι αξιωματικοί καταλάβανε κυριολεκτικά όλα τα στρατόπεδα της Ελλάδας…»

(Μάριο Τσέρβι: Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος – ALVIN REDMAN HELLAS).

Να σημειωθεί ότι την επιστολή αυτή ο Μουσολίνι καθυστέρησε, κατά 4 ή 5 ημέρες, να αποστείλει στον Χίτλερ, για να μην προλάβει ο τελευταίος να αντιδράσει στα εν εξελίξει σχέδια του κατά της Ελλάδας.

(σ.σ. Όπως διαπιστώνεται ο Μουσολίνι υβρίζει ένα λαό συνεχιστή ύψιστου πολιτισμού, χαρακτηρίζοντάς τον ανώριμο και ισχυριζόμενος ότι μισεί την Ιταλία. Δεν αναφέρει ο αχρείος ότι αρκετές φορές ο ιταλικός μεγαλοϊδεατισμός του έμπηξε το στιλέτο στην πλάτη, στα Δωδεκάνησα το 1912, στη Μικρά Ασία το 1919-1922, στην Κέρκυρα το 1923 και τώρα, το 1940 επιζητούσε να κάνει το ίδιο στην Ήπειρο).

20 Οκτωβρίου 1940

Ο υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Ροάτα και όχι ο αρχηγός του (Μπαντόλιο) στέλνει στους αρχηγούς των τριών κλάδων των ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων το σχέδιο των επιχειρήσεων με την εισβολή στην Ήπειρο, την ταυτόχρονη απόβαση στην Κέρκυρα και τις εν συνεχεία κινήσεις των ιταλικών στρατευμάτων για την κατάληψη της Αθήνας. Στη διαταγή αναφέρεται για πρώτη φορά, οριστικά πλέον, ως ημερομηνία έναρξης των επιχειρήσεων η 28η Οκτωβρίου.

21 Οκτωβρίου 1940

Ο Τριανταφυλλάκος, Έλληνας υποπρόξενος στους Αγίους Σαράντα (σ.σ. που οι Ιταλοί τους μετονόμασαν σε Πόρτο Έντα, κατ’ απαίτηση του κόμη Τσιάνο, για να τιμήσει τη σύζυγό του και θυγατέρα του Μουσολίνι, Έντα), τηλεγραφεί στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών:

«Προωθήθηκαν προς τα σύνορα αι στρατιωτικαί δυνάμεις της περιφέρειας των Αγίων Σαράντα».

Ο Ιω. Μεταξάς ως πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών, λαμβάνει αμέσως γνώση του τηλεγραφήματος Τριανταφυλλάκου και εντέλλεται κινητοποίηση σε Αθήνα και σύνορα.

22 Οκτωβρίου 1940

•Ο Τσιάνο αρχίζει στο γραφείο του, στη Ρώμη, τη σύνταξη του τελεσιγράφου που θα επιδοθεί από τον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι, στον Μεταξά, την 3η πρωινή ώρα της 28ης Οκτωβρίου. Το κείμενο του τελεσιγράφου θα είναι κρυπτογραφημένο και θα αποσταλεί σε 4 τμήματα, μη κανονικής συνέχειας. Η σύνθεση του κειμένου, ώστε να αποκτήσει ενότητα θα γινόταν από τον Ιταλό πρέσβη στην Ελλάδα.

•Ο διοικητής των ιταλικών Δυνάμεων στην Αλβανία, στρατηγός Πράσκα, εκδίδει τη Διαταγή Επιχειρήσεων που αποστέλλει στους διοικητές των υπό αυτόν μονάδων.

•Ο αρχηγός του ιταλικού Γενικού Επιτελείου στρατάρχης Μπαντόλιο τηλεγραφεί στον Διοικητή Δωδεκανήσων:

«Αγαπητέ Ντε Βέκκι, στις 28 Οκτωβρίου θ’ αρχίσει η επιχείρηση τιμωρίας της Ελλάδας. Οι Έλληνες θα πάρουν το μάθημα που τους χρειάζεται. Αναμφίβολα θα υπάρξει αντίδραση από το αγγλικό ναυτικό και την αεροπορία. Καλώς να ορίσουν. Είμαστε έτοιμοι να τους δεχτούμε. Για το Αιγαίο είμαι απόλυτα ήσυχος. Υπάρχετε Εσείς και οι υπέροχοι στρατιώτες μας. Από τα μεσάνυχτα και μετά της νύχτας 27 προς 28η Οκτωβρίου να βομβαρδίζετε κάθε τι που φέρει ελληνική σημαία, Ζήτω η Ιταλία. Ζήτω ο βασιλιάς της Αυτοκράτορας. Ζήτω ο Ντούτσε».

23 Οκτωβρίου 1940

Ο Έλληνας πρεσβευτής στη Ρώμη Ιωάννης Πολίτης τηλεγραφεί στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών:

«Εξακολουθούν αι φήμαι περί επικειμένης καθ’ ημών επιθέσεως, κατά δε πληροφορίας στρατιωτικής πηγής προστίθεται ήδη και χρονικός προσδιορισμός μεταξύ 25ης και 28ης τρέχοντος μηνός δια την εκδήλωσιν της εναντίον της Ελλάδος ενεργείας».

(Μάριο Τσέρβι: Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος-ALVIN REDMAN HELLAS).

•Ο Ιταλός τοποτηρητής στην Αλβανία Τζιακομόνι, αναφέρει στον υφυπουργό Αλβανικών Υποθέσεων, στη Ρώμη, ότι πληροφορήθηκε την ημερομηνία έναρξης της επίθεσης κατά της Ελλάδας για τις 28 Οκτωβρίου, αντί της 26ης Οκτωβρίου και ορίζει ότι 3 επεισόδια (σ.σ. αυτά που ζήτησε ο Μουσολίνι κατά τη συνεδρίαση του Πολεμικού Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου, στη Ρώμη), ως εξής:

(α) Έκρηξη τριών βομβών στα γραφεία της Ιταλικής Διοίκησης στο Πόρτο Έντα (Άγιοι Σαράντα), το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου.

(β) Επίθεση δήθεν Ελλήνων κομμάντος σ’ ένα από τα ιταλικά φυλάκια της Κορυτσάς, την 26η Οκτωβρίου.

(γ) Ρίψη προκηρύξεων στο αλβανικό έδαφος από ελληνικό δήθεν αεροσκάφος, την 27η Οκτωβρίου.

•Ο διευθυντής της ιταλικής εφημερίδας «Κορριέρε ντέλλα Σέρα» ζητεί τηλεγραφικώς από τον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα Γκράτσι να ειδοποιήσει τον δημοσιογράφο της εν λόγω εφημερίδας, Μαλαπάρτε να επιστρέψει αμέσως στη Ρώμη.

Ο Μαλαπάρτε είχε σταλεί στην Αθήνα για να ετοιμάσει σειρά ρεπορτάζ κατά του Μεταξά. Ο Ιταλός δημοσιογράφος επηρέαζε πολύ την ιταλική κοινή γνώμη και ο Τσιάνο τον ήθελε κοντά του κατά την κήρυξη του πολέμου για να καλύψει την παρουσία του στο μέτωπο. Είχε συμφωνήσει μαζί του, ότι όταν θα αποφασιζόταν η επίθεση κατά της Ελλάδας θα του ζητούσε να επιστρέψει αμέσως στη Ρώμη. Η ειδοποίησή του λοιπόν για άμεση επιστροφή εσήμαινε ότι η επίθεση ήταν επικείμενη.



(Αύριο η συνέχεια)

*Ο Τίτος Αθανασιάδης είναι δημοσιογράφος