Της Ελένης Μανιωράκη-Ζωϊδάκη*

«Έλα, ω Διθύραμβε Βάκχε, στους ανθηρούς λειμώνες της Ελευσίνος. ΕΥΟΙ Ω ΙΟ ΒΑΚΧΕ Ω ΠΑΙΑΝ κι όλο το έθνος το Ελληνικό πηγαίνει στα όργια τα ΟΣΙΑ τα ενναετή και ΊΑΚΧΟ σε καλεί, που διώχνει τους πόνους και τις λύπες των θνητών….». (Δελφικός ύμνος που εψάλλετο κατά τη γέννηση του Διονύσου)

Ο Διόνυσος είναι παιδί του Θεού Διός και της νύμφης Σεμέλης. Θαυμαστή ένωση του θείου με το ανθρώπινο.

Η Σεμέλη όμως δεν αρκείται στην απλή ερωτική ένωσή της με το θείο πυρ και ζητά να παρουσιαστεί μπροστά της ο Δίας με όλη του την μεγαλοπρέπεια.

Η ουράνια περιβολή του Δία κατακαίει την άμυαλη Σεμέλη.

Ο Ζευς αποσπά από την καιγόμενη Σεμέλη το έμβρυο και το τοποθετεί στο μηρό του. Ο γεννηθείς Διόνυσος φέρει το σπέρμα του ουράνιου φωτός αλλά και την γήινη φύση της μητρός του. Αμέριμνο παίζει και γελά όταν δέχτηκε επίθεση από Τιτάνες. Ξεφεύγει αλλάζοντας μορφές. Όφις, λέων τίγρης ,ταύρος. Σαν ταύρο τον συλλαμβάνουν. Κομμάτια κάνουν το παιδί, σε σούβλες το περνάνε.

Ψήνουν, τρώγουν Ζαγρέα τον θεάνθρωπο. Η Αθηνά σώζει και μεταφέρει την καρδιά του κατασπαραγμένου Διόνυσου στον πατέρα Δία. Από τη διασωθείσα καρδιά αναγεννιέται ένας νέος, αθάνατος Διόνυσος.

Η αλληγορία της γέννησης, του θανάτου και της αναγέννησης του Διόνυσου αποτελεί ένα από τα μεγαλουργήματα της διανόησης των αρχαίων προγόνων μας. Ανθελληνικό όμως σύστημα εκπαίδευσης κράτησε και κρατάει μακριά τους Έλληνες από όλες αυτές τις υψηλές ιδέες, που δίνουν απαντήσεις στα πανανθρώπινα ερωτήματα της ζωής, του θανάτου, της ψυχής και της αθανασίας. Ο Διόνυσος είναι και στην κυριολεξία ο θεός της αμπέλου και του οίνου, αλλά συγχρόνως οι αρχαίοι με τη λέξη «οίνος» εννοούσαν τον ενδιάμεσον αιθέρα, που είναι απαραίτητος για την αθανατοποίηση του ανθρώπου. Ο Διόνυσος ο Ζαγρεύς ήταν το αντικείμενο της λατρείας των Ορφικών φυσιολατρών, αλλά τον βλέπουμε και στη λειτουργία των Ελευσινίων μυστηρίων.

Ακόλουθοι του Διόνυσου ήταν οι Σάτυροι κι οι Σειληνοί. Περίεργα όντα που μοιάζουν με τον Θεό Πάνα. Το σώμα τους από τη μέση και κάτω ζωώδες, ενώ στην κεφαλή φέρουν μεγάλα αφτιά και κέρατα.

Την ακολουθία συμπληρώνουν οι Μαινάδες οι οποίες πάντοτε γαλουχούν άρρενα τέκνα ζώων ή ανθρώπων που καμιά φορά τα κατασπαράζουν. Όλα αυτά είναι συμβολισμοί που μας δείχνουν πολύ βαθύτερες έννοιες όταν αποκωδικοποιηθούν. Ο τρισφανέρωτος Διόνυσος είχε να επιτελέσει σπουδαίο έργο. Παντρεύεται την Περσεφόνη, την απελευθερώνει από τον Άδη κι ονομάζεται γι’αυτό Διόνυσος ο Ελευθερεύς.

Παντρεύτηκε όμως και την Αριάδνη. Ο Θησέας αφού σκότωσε τον Μινώταυρο με τη βοήθεια της Αριάδνης, την πήρε μαζί του στο γυρισμό για την Αθήνα. Την εγκατέλειψε όμως στην νήσο Άνδρο. Ο Διόνυσος γνωρίζοντας τη φωτεινή ψυχή της Αριάδνης, όπως και όλων των φωτεινών ψυχών, γίνεται ο φυσικός ελευθερωτής τους. Το έργο του ήταν να δώσει στην ψυχή του κόσμου την Ελευθερία του.

Ο Διόνυσος λατρεύτηκε σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου.

Τα Διονύσια ήταν γιορτές που γίνονταν προς χάρη του. Χαρακτηριστικό των γιορτών αυτών ήταν η ευθυμία, ο ενθουσιασμός, η οινοποσία( με μέτρο).

Τα εν Αγροίς ή μικρά Διονύσια, υπήρξαν η αρχέγονος θρησκευτική τελετή από την οποία προήρθαν οι υπόλοιπες γιορτές.

«Τα μικρά ή εν Αγροίς Διονύσια» τελούνταν τον μήνα Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) κι έπαιρναν μέρος ακόμη κι οι δούλοι.

Κύριο μέρος της τελετής ήταν ο κώμος. Ο κώμος έγινε η βάση να δημιουργηθεί η κωμωδία.

Τα Λήναια τελούνταν το μήνα Γαμηλιώνα (Ιανουάριο). Η πομπή κατέληγε στο ναό του Ληναίου Διόνυσου όπου διαξάγετο στιχομυθία μεταξύ ενός που στεκόταν πάνω σε ένα τραπέζι και του χορού. Αυτό απετέλεσε την αρχή της τραγωδίας.

Τα Ανθεστήρια τελούνταν το μήνα Ανθεστηριώνα (Φεβρουάριο).

Στη γιορτή αυτήν τελούνταν και μυστήρια κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Την πρώτη μέρα άνοιγαν τους πίθους, τη δεύτερη πρόσφεραν χοές και την τρίτη γινότανε «ο εξ’ αμάξης κώμος». Βωμολοχίες.

Τα μεγάλα ή κατ΄Αστυ Διονύσια τελούνταν το μήνα Ελαφηβιώνα (Μάρτιο).

Της πομπής προηγούντο κανηφόροι παρθένες που έφεραν επί της κεφαλής κάνιστρα (πολλάκις χρυσά) γεμάτα με άνθη και σύκα. Ακολουθούσε άνδρας πάνω σε κοντάρι σε σχήμα συνήθως υπερμεγέθη φαλλού και μετά άνδρες με γυναικείες ενδυμασίες (ιθύφαλοι).

Γενικό χαρακτηριστικό των εορτών του Διονύσου ήταν η υπερβάλλουσα ευθυμία και ο άκρατος ενθουσιασμός και η με μέτρο οινοποσία. Οι άνδρες έφεραν προσωπεία ή χρωμάτιζαν τα πρόσωπά τους.

Άνδρες και γυναίκες περιζωνότανε με αιγίδες (προβιές) και νεφρίδες που είναι δείγματα φυσικού ανθρώπου που δεν έχει μεταλλαχθεί.

Οι πανηγυριστές έφεραν στεφάνους από κισσό και θύρσους.

Η μέθη (πνευματική), η θορυβώδης μουσική, τα κύμβαλα και τα τύμπανα ήταν κοινά σε όλες τις διονυσιακές γιορτές. Με αυτόν τον τρόπο συμμετείχαν στον αρχικό θίασο του Διονύσου και αισθάνονταν το Θεό παρόντα και συμπανηγυρίζοντα.

Οι χαρούμενες όμως αυτές Διονυσιακές γιορτές που στην πραγματικότητα ωθούσαν τους ανθρώπους στη λατρεία της φύσης και λύτρωναν τις ανθρώπινες ψυχές από τα σκοτάδια της αμάθειας καταργήθηκαν από δοξασίες κατά τις οποίες το γέλιο κι η χαρά ήταν έργα του διαβόλου.

Με την κατάργηση αυτών των γιορτών έσβησε από τα χείλη των Ελλήνων η ανυπόκριτη χαρά, χάθηκε η αίσθηση του χιούμορ και μαζί με αυτά χάθηκε η αίσθηση του ωραίου, η έμπνευση, το φτερούγισμα της ψυχής, η μεγαλοφυΐα, η δημιουργική ικανότητα.

Δεν σβήστηκαν όμως παντελώς γιατί αυτά αν και απαγορευμένα μακροημέρευαν στις ψυχές των Ελλήνων. Απομεινάρια της διονυσιακής λατρείας είναι τα δρώμενα των απόκρεων που γιορτάζονται απ’ όλους τους Έλληνες με περίσσια αγάπη τρεις Κυριακές πριν τη Μ. Σαρακοστή και την καθαρά Δευτέρα, όπως ορίστηκε από τον Χριστιανισμό.

Η μεταμφίεση, οι μουτσούνες ,οι χοροί και τόσα άλλα δρώμενα ενσωματώθηκαν και τελούνται αδιάλειπτα στις νεοελληνικές τελετές των Απόκρεων. Το όνομα των μεταμφιεσμένων είναι μασκαράδες ή καρνάβαλοι αλλά και διαφορετικό σε κάθε τόπο: Κουδουνάτοι, Κουκόγεροι, Γενίτσαροι, Καμουζέλες, Μούσκαροι, Κατσίβελοι, Ζαπτιέδες.

Την καθαρά Δευτέρα γιορτάζουμε τα κούλουμα. Κούλουμα είναι ομαδική έξοδος των ανθρώπων στην εξοχή με νοστιμότατα νηστήσιμα φαγητά συνοδευόμενα με τραγούδια και χορούς. Τα κούλουμα είναι γνωστά κι ως κούλουμπα, κούμουλες, κουμουλάθες ή κούμουλα. Είναι ένα παραδοσιακό λαϊκό πανηγύρι με ρίζες από την αρχαία Ελλάδα. Μια θεωρία θέλει τα κούλουμα να προέρχονται από την επίσης λατινική λέξη «columna» –που σημαίνει κίονας, κολώνα– κι αυτό γιατί οι Αθηναίοι συνήθιζαν να γιορτάζουν την Καθαρή Δευτέρα στις «κολώνες», δηλαδή στις Στήλες του Ολυμπίου Διός. Και το πέταγμα του χαρταετού έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Τον τέταρτο αιώνα προ Χριστού, ο μαθηματικός Αρχύτας, φίλος του Πλάτωνος και οπαδός του Πυθαγόρα, εμφανίζεται ως εφευρέτης του χαρταετού. Με τη βοήθεια του χαρταετού ο Βενιαμίν Φραγκλίνος έφτιαξε το αλεξικέραυνο.

Σήμερα ο Έλληνας γιορτάζει τις Απόκριες και θρηνεί τον χαμό του.

Αγκομαχώντας οδηγεί τη γαλανή πατρίδα του στα διάσελα της ιστορίας. Τώρα λοιπόν περισσότερο από κάθε άλλη φορά χρειάζεται να πυρποληθούμε με διονυσιακό ενθουσιασμό κι έτσι και πάλι αλώβητοι να βγούμε απ΄ την φωλεάν λεόντων που μας έριξαν πολιτικές ολέθριες και ανεύθυνες αδιαφορίες.

Αχ πατρίδα μου! Πατρίδα Του Απόλλωνα, του Διόνυσου πατρίδα !

Σε τι δεινά σε ρίξανε του κόσμου οι κολασμένοι! Εσύ όμως χαμογέλασε, για να βλαστήσει απ’ το στήθος σου η άμπελος Διονυσιακή και φως Απολλώνιας σκέψης. Στις ρίζες σου θα βρεις τη γιατρειά σου. Έλληνες ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα των προγόνων μας κατά τον εφετινό εορτασμόν των Απόκρεων κι ας μεθύσομε από τον οίνον τον πνευματικό του Διόνυσου, κι ας απελευθερώσουμε το διονυσιακό στοιχείο του αυθορμητισμού στη ζωή μας και να ξαναφέρουμε το γέλιο και την αισιοδοξία σε έναν λαό που ξέχασε να γελά.

*Η Ελένη Μανιωράκη-Ζωιδάκη είνα δασκάλα