Του Γεωργίου Δημ. Φλουρή*
Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι,
που γέρασαν και τώρα λαβωμένα
χωρίς, ούτε μια βάρδια στο κατάστρωμα
σαπίζουν στ' ακρολίμανα δεμένα
Κώστας Ουράνης
Κι εγώ, σαν τον Ουράνη, συλλογίζομαι
εκείνους που ' χουν πάψει να δουλεύουν.
Σε βέργες, στηριζόμενοι, βαδίζουνε
και τόπο ν' ακουμπήσουνε γυρεύουν
Ηλικιωμένους σχολιάζω σήμερα,
που ως βράδυ απ' το αίνιγμα νοούνται
που δεν μπορούν να κινηθούν με άνεση.
Τη νιότη τους, που χάθηκε, θυμούνται
Πολλοί διέρχονται συνήθως μόνοι τους
κι επιμελώς προσέχουν πού πατούνε
φοβούνται, ίσως, μήπως και σκοντάψουνε
και ξαφνικά στο έδαφος βρεθούνε
Σε βέργα και σε χέρι, να στηρίζονται
με πρόβλημα στην κίνηση τους, είδα
κι είναι το χέρι κάποιας εργαζόμενης
που μοιάζει με Βουλγάρα, ή Αλβανίδα
Σε κάποιο καφενείο τον καθίζουνε
να πιει ένα καφέ ή ένα βραστάρι
κι η συνοδός για κατιτίς που ξέχασε
του λέει, πως θα πάει να το πάρει
Κι ο γέρος μόνος του και λιγομίλητος
ρουφώντας τον καφέ του ενθυμείται,
πως όρη και βουνά ανεβοκατέβαινε
και τώρα πόσο δύσκολα κινείται !
Και με χορό θυμάται πως ξεφάντωνε
στου Σκορδαλού, στου Καρεκλά τη λύρα,
μα βλέπει, όλα αυτά πως τελειώσανε
και βλαστημά από μέσα του τη μοίρα
Κι όπως θωρεί το νέο, που όλο βιάζεται,
την κοπελιά με γέλια να περνάει,
στη μνήμη του, ένα τραγούδι, έρχεται
κι αναστενάζοντας,το σιγοτραγουδάει:
(Τα νιάτα τ' αφιλότιμα, τι γρήγορα περνάνε.
Σαν πρωτοβρόχια που κρατούν για λίγο και τελειώνουν
κι όλοι γερνάνε, κι οι φτωχοί κι οι πλούσιοι, γερνάνε
και τα μαλλιά γεμίζουνε με χιόνια, που δεν λιώνουν )
Αλέκος Σακελλάριος
Υπάρχουν, όσο ξέρω, και χειρότερα,
γι' αυτούς που κι εκεί μέσα έχουν βέργες
σ' οίκους ευγηρίας που στεγάζομαι
και τοίχους μόνο βλέπουνε και στέγες
Όμως κι εγώ, σαφώς, προβληματίζομαι
και σκέφτομαι πως κάποτε θα γίνει.
Η βέργα, για την ώρα, δε χρειάζεται,
αλλά προβλέπω, πως θα χρειαστεί κι εκείνη
Αίνιγμα της σφίγγας: Τι εστίν ό, μίαν έχoν φωνήν, τετράπουν και δίπουν και τρίπουν γίνεται ( Τι είναι αυτό που το πρωί έχει τέσσερα πόδια, το μεσημέρι δύο και το βράδυ τρία)
Σοφοκλής

